Χαζός, άμυαλος. Επίσης θηλ. σερσέμα και ουδ. σερσέμικο.

Ποιος ασχολείται με τον σερσέμη; Δεν έχουμε άλλη δουλειά να κάνουμε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ξινή γυναίκα, η στριμμένη, η ξινόφατσα.

- Πφ! περιμένεις να σου πει καλό λόγο η ξινομούνα! Απ' το πρωί που μπήκε όλα τη φταίνε, άλλα την ξινίζουν, άλλα τη βρωμάνε.

Δες και ξινομουνίαση.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φλώρος: το παιδί της μαμάς, το μοσχαναθρεμμένο. Φλωρούμπας: ο φλώρος σε υπερθετικό βαθμό.

Πού να ξέρει καλέ τούτος ο φλώρος από γκομενοδουλειές;

Το πτηνό φλώρος. Ετυμολογείται από δώθε ο φλωρούμπας ή ου; (από Khan, 04/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται για τον βλάκα, που έχει δηλαδή χαμηλό δείκτη ευφυΐας.

Τι να περιμένει κανείς απ' αυτόν που έχει άι κιου ραδικιού;

(από Khan, 02/04/14)

Δες και όταν έβρεχε ο Θεός μυαλα εσύ κράταγες ομπρέλα. Δες και αϊ κκιού ζέρο στο cySlang.com.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άλλα λέει ο ένας και άλλα καταλαβαίνει ο άλλος, είτε γιατί είναι βλάκας είτε γιατί είναι αφηρημένος.

Μάνα: - Κοίτα! Μαύρισε ο ουρανός. Έρχεται μπόρα.
Κόρη: - Εντάξει ρε μάνα. Τό 'σπασα το ποτήρι. Τί να κάνουμε τώρα;
Μάνα ή τρίτος συνομιλητής: - Άιντέεε! τρία πουλάκια κάθονται...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λέμε σε κάποιον που με τον λόγο του δοκιμάζει να απαξιώσει την ποιότητα της εργασίας μας.

Η κομμώτρια το λέει αλλιώς: σαλιγκάρια κουρεύουμε;

Φυσικά και ήξερα την απάντηση! Για τί μας πέρασες δηλαδή; Εμείς τί δουλειά κάνουμε; Μπρίκια κολλάμε;

Βλ. και εγώ τζιτζίκια πεταλώνω;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ζεστό πολτώδες ή κολλώδες φαγητό (π.χ. πουρές, ψωμί) που, άμα το φας αμέσως και βιαστικά, κάθεται βαρύ στο στομάχι.

- Μόλις το ξεφούρνισα το εξαφάνισα και μού 'κατσε σαν μπλάστρι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κιτρινιάρης, χλωμός.

Υπερθετικός: Ο χλεμπόνας, η χλεμπόνα.

Δεν κοιτάει τα μούτρα του στον καθρέφτη, ο χλεμπονιάρης;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βρήκαμε τον μπελά μας, μας πήρανε χαμπάρι και εκτεθήκαμε.

Δεν μπορούσες να κρυφτείς να μη σε δει; Τη βάψαμε τώρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χέστης φαντάρος ή γενικά στρατιωτικός, μάλλον λόγω του ωραίου μεν, εύθρυπτου δε.

Τί να περιμένει κανείς από έναν κουραμπιέ;

εορταστικόν (από Pirate Jenny, 11/04/12)

Βλ. και κλάνας, ο, χέστης, κατουρλής, ο, κότα, μπουγατσόφλωρος, χεσμεντέν, χεζμεντέν, ζάζος

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία