Κιτρινιάρης, χλωμός.
Υπερθετικός: Ο χλεμπόνας, η χλεμπόνα.
Δεν κοιτάει τα μούτρα του στον καθρέφτη, ο χλεμπονιάρης;
Κιτρινιάρης, χλωμός.
Υπερθετικός: Ο χλεμπόνας, η χλεμπόνα.
Δεν κοιτάει τα μούτρα του στον καθρέφτη, ο χλεμπονιάρης;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Τα φαντασμένα κουνήματα, οι ξιπασιές, οι ψευτοπερηφάνειες (λέγονται και σουσουμίσματα).
Σουσούμης (ο): κουνιστός.
Σουσουμίζομαι: κουνιέμαι, περπατώ κορδωμένος για να επιδειχθώ.
Σουσουμίζω: κινώ, αναταράζω, κουνώ τα δέντρα για να πέσουν οι καρποί.
Με τέτοια σουσούμια πώς να μην την προσέξει κανείς;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Σουρτούκης (ο), θηλ. σουρτούκα: αυτός που βγαίνει συνεχώς βόλτα. Συνώνυμο: σουρτουκλεμές.
Συνώνυμο της σουρτούκας: σοκακτσού.
Σουρτουκιάζω: βγαίνω συνεχώς βόλτα, γυρίζω άσκοπα στους δρόμους, περιπλανώμαι.
Συνώνυμα: σουρτούκι (το), σουρτουκλεμές (ο)
Σουρτουκιάζει όλη μέρα, ο σουρτούκης.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Προσφιλής έμμετρη έκφραση την εποχή που ήταν στη μόδα η μίνι και η μάξι φούστα. Λεγόταν εν είδει κουτσομπολιού και όχι βέβαια απευθείας στη μινιφορούσα, που έπρεπε να καεί στην πυρά επειδή νόμιζε ότι της πάει το μίνι.
Η έκφραση αυτολεξεί.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δεν πιστεύεις ότι ο συνομιλητής σου θα κάνει αυτό που δηλώνει και τον απαξιώνεις με τη φράση αυτή για κατακλείδα.
Θα πας τώρα εσύ να αντιμετωπίσεις το αφεντικό σου, να τον κοιτάξεις στα μάτια και να του ζητήσεις αύξηση; Φέξε μου και γλίστρησα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Υποτιμητικά, ο ηλίθιος - η ηλίθια, συνώνυμο του χαζοβιόλη-χαζοβιόλας ή ... της ξανθιάς.
Τί να νας πει και το βούρλο τώρα; Μιλάνε οι πολυκατοικίες, μιλάνε και τα γωνιακά περίπτερα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Υποτιμητικά, ο επαρχιώτης ή
αυτός που έχει χωριατικη προφορά ή
αυτός που είναι ντυμένος εκτός μόδας ή
αυτός που δεν έχει τρόπους.
Λέγεται για άνδρες και γυναίκες.
Καλέ ήρθε το βλαχαδερό και έγινε άνθρωπος, κάνει τώρα και κριτική για τους πρωτευουσιάνους. Κοίτα βρε κάτι πράγματα που συμβαίνουν!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο ψευτόμαγκας που κάνει τον καμπόσο εκεί που τον παίρνει.
Κοίτα να δεις που μόλις τα βρίσκει δύσκολα γίνεται λούης, ο κουραδόμαγκας.
βλ. και κουραδόμπεης
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Υποτιμητικά, ο άντρας ο εξαρτημένος από τον ποδόγυρο της γυναίκας του που δεν έχει μάτια για άλλες.
- Φαντάστηκες τάχαμ' ότι θα σε προσέξει. Σώθηκες. Άσ' τονε ρε τον μουνίκακα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο μάπας που μπλαμπλάρει πρόθυμα με τις γυναίκες και του τρέχουν τα σάλια.
Πφ! έρχεται πάλι ο σαλιαπατζής. Κάτσε να εξαφανιστώ και δεν τον αντέχω.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!