...ή αλλιώς τα βορειοελλαδίτικα. Ο τρόπος ομιλίας των Μακεδόνων. Εμπεριέχονται: τα με, σε, το βαρύ λάμδα, γενικά η βαριοσύνη λόγω του κλίματος που σε αναγκάζει να 'σαι με την φραπεδιά ολημερίς. Εξού και φραπεδούπολη, προσωνύμιο της πόλης.

- Χα χα, ναι ρε μπαοκάρα, θα με πάρεις κιμά να με κάνεις κιοφτέδες!!
- Τι γελάς ρε χαμουτζή, τα δικά σας τα λούγκρικα τα αθηναϊκά καλύτερα είναι;;;

Παρόραμα(;) στο «Ξεκίνημα», τεύχος 1, Φλεβάρης 1944, περιοδικό του Εκπολιτιστικού Ομίλου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. (Το αρχείο παρμένο απ\' το «Αφιέρωμα Θεσσαλονίκης» της ιστοσελίδας Λογοτεχνικά Επίκαιρα.) (από vikar, 01/06/12)(από Khan, 12/09/14)

Δες και σε λέω, με λες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το εκμοντερνισμένο «χρυσό μου». Συνήθως το χρησιμοποιούν οι φιλενάδες μεταξύ τους. Ο τόσο γλυκός τρόπος που παραπέμπει σε βρεφική ηλικία (βλ. ζουζούνισμα) -μπιάχ!!

Έλα βρε ζουζού μου, πού χάθηκες;;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Για αυτούς που τον πουτσοπαίζουν, γενικά που είναι πέρα βρέχει και στον κόσμο τους.

Υ.Γ. Γιορτάζουν την Καθαρά Δευτέρα.

- Άντε καλή Σαρακοστή ρε Λία και χρόνια σου πολλά, μην ξεχάσω...
- Ευχαριστώ, αλλά γιατί;
- Ε βρε αδερφάκι μου, όλον τον χρόνο πετάς τον αετό. Αμόλα καλούμπα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έχω γίνει λιώμα απ' το ποτό, δε βλέπω μπροστά μου. Κυρίως για τα ναβαρινοαλάνια χρησιμοποιείται.

- Με μαζεύανε πάλι χτες απ' τα πεζοδρόμια φέτα.
- Αμάν ρε Γιάννη, πάλη πλακώθηκες στα μπυρόνια και τα ούζα χτες;;!

Δες και λιάρδα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αν την δεις θα καταλάβεις τι εννοώ. Η κοντή γεματούλα, χωρίς το γνώθι σεαυτόν, που μου φοράει το μίνι, καλτσόν δίχτυ και μπότα μαύρη.

Κοίτα, κοίτα τον μπόγο, την χιονόμπαλα, λύγισμα και κούνημα και αυτοπεποίθηση το κοντοπούτανο! Με τρελή πίπα θα τον κρατάει τον άλλον τον χάφτα δίπλα της.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από τις λέξεις: πουλάω + μούρη. Αυτός που έχει υφάκι, στιλ και γυαλί ρέιμπαν.

Πολύ στιλ ο τυπάς, πουλμούρ. Δεν τα χάφτω εγώ όμως. Έτσι και βγάλει το γυαλί και βγει απ' το γκάμπριο δε θα μετράει μία!

Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Είδος κουδουνιού για τσοπανόσκυλα κυρίως, που κάνει τον χαρακτηριστικό ήχο τρακ τρακ τρακ, επειδή είναι πολλά μικρά κουδουνάκια μαζί.

  2. Το λένε κυρίως για ανθρώπους αλαφροΐσκιωτους, χαζούληδες. Κυρίως στην Αρναία Χαλκιδικής.

Α ρε μη τον δίνεις σημασία το χαϊβάνι αυτό, ντιπ για ντιπ τρακατάρι είναι, δεν το βλέπεις το ζαβό;;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία