Άνδρας με μεσαίο προς μικρό ανάστημα, ελαφρύς και συχνά πολύ νεανικό πρόσωπο. Είναι αδιαλείπτως με το παράπονο και γκρινιάζει ασυστόλως. Στα μαθητικά του χρόνια τις περισσότερες φορές ήταν μισοκλαμμένος γιατί τα υπόλοιπα αγόρια τις τάξης δεν τον έβαζαν στην ποδοσφαιρική ομάδα τους ή όταν τον φώναζαν για 5x5το απόγευμα -παρότι ο πεκινουάς έφερνε την μπάλα - τον άφηναν εκτός να μαζεύει το τόπι.

Στη συνέχεια της ζωής του ο πεκινουάς καταλήγει κομπλεξικός υπάλληλος στο δημόσιο, παντρεμένος με μια μπράσκα και 2 παιδιά. ΠΡΟΣΟΧΉ μην πιάσετε πότε γκόμενο έναν πεκινουά. Είναι συνήθως μιρμίρης, καρμίρης και συχνά νούλα

-Τον θυμάστε τον Σπύρο από το σχολείο;
- Ποιον μωρέ; Εκείνο το παιδάκι το κακόμοιρο;
- Ναι εκείνον τον πεκινουά! Τον βόλεψαν στο Δήμο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Εκδηλωνω με ηχηρό -συνήθως- τροπο ευχάριστη διάθεση με γέλια και ύστερα αθόρυβα με δάκρυα και ίσως χαμηλά ρουθουνισματα.

    1. Αποτελεί αποτέλεσμα-αντίδραση απέναντι σε ένα γεγονός που μας φαίνεται γελοίο

-πέτυχα τον πρώην σου χτες με την καινούρια στη στάση του μετρό. -ακόμα με αυτήν κυκλοφορεί αυτός; Κλαίω εμφανιζόμενο κείμενο συνδέσμου

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αριθμητική υπέροχη των ανδρών σε έναν τόπο, χώρο, μέρος.

-Πάμε για καφέ στο Α μαγαζί;
-Όχι ρε όλο ψωλαρεια μαζεύει

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε