Να εκεί οι φακλάνες στήσαν φακλανοπήγαδο

ο όρος εντοπίζεται ήδη από τον 11ο αιώνα (προφανώς είναι αρκετά αρχαιότερος καθώς από το κείμενο φαίνεται ότι η καθομιλουμένη σατιρική γλώσσα ήταν πλήρως εξοικοιωμένη με τον όρο), και συνδέεται με το βυζαντινό ''φακλήν'', που το λεξικό Γουδία ερμηνεύει ως ''καλώς φαίνειν΄΄, όπως το φατλήν ως ''τηλόθεν φαίνειν''. άρα το φακλήν αφορά την κοκκέτα, τη γυναίκα (αλλά και άνδρα όπως θα δούμε) που ήθελε να φαίνεται όμορφη , ίσως με την έννοια της ματαιοδοξίας. Όντως, στην ''Ακολουθία του Σπανού'' αναφέρεται σατιρίζοντας :

''Σπανὲ πονηρὲ καὶ καρδία σατανᾶ καὶ λύκου γνώμη, τὰς τρεῖς σου τρίχας, ταπεινέ, ἃς ἔχῃς εἰς τὸ πιγούνιν ἀπὸ κακὴν ῥοπὴ τοῦ κώλου μας, σπανὲ ἀναχεσομούσουδε καὶ φακλανοπορδοτσουφάτε''

και αλλού πάλι,

''ἔτι δὲ καὶ ἀβγοπίγουνος καὶ κολοκυνθοκέφαλος καὶ μυρμηγκοσφόνδυλος καὶ δρεπανόραχος, ἀναχεσομύτης τε καὶ φακλανάτος, μᾶλλον δὲ καὶ εἰς τὸν κῶλον στυφάτος, ὄνομα δὲ τούτῳ ἦν Φατσιρλέας, ὁ υἱὸς τοῦ Φάσκατα,''

και το εκπληκτικό

''Στυφάτος εἰς τὸν κῶλον, βιλλάτος, φακλανάτος, σπανὸς τραγοσκελάτος.''

και αφού έχει ρίξει τις ''ευχές'' του (το έργο είναι γραμμένο με βάση την εκκλησιαστική ακολουθία με πλάγιο ήχο κτλ) , αναφέρει:

''Ἡμεῖς, ὅ τε παπὰ–Φιλίσκος ἀπὸ τοὺς Φιλίππους ἔτι δὲ καὶ <ἡ> κυρὰ Κουμμερτικίνα ἡ Κατσικοπορδοὺ ἀπὸ τὴν Ἀσφάμιαν, παπαδία του, παραδίδομεν εἰς τὸν γαμβρὸν ἡμῶν κὺρ Λέοντα τὸν Κατσαρέλην ἀπὸ τὴν Πέργαμον τὴν γνήσιαν ἡμῶν καὶ φιλτάτην θυγατέρα ὀνόματι Φακλάνα''

και ορίστε και ο επίλογος του σατιρικού αυτού ποιήματος, άγνωστο σε πολλούς Έλληνες :

''Σαββάτον σαββατώνω τον, σκάπτω λάκκον, βάνω τον, κατουρῶ καὶ ἀλείφω τον, χέζω καὶ θυμιάζω τον, Τρία ξυλοκέρατα εἰς τὸν τάφον σου. Ἐγὼ παπάς, εἰς τὰς εἴκοσι ἐννέα τοῦ Φακλανοῦ μηνὸς κάμνω σε μνημόσκυλον, φέρνω παπὰ γύφτικον, ψάλλει, θυμιάζω τον τὴν πορδήν μας λίβανον, σκατὰ εἰς τὸν τάφον του καὶ πηλὰ εἰς τὰ γένια του. Καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Τέλος.''

(Προσαρμογή από διαδικτυακό σχόλιο του Πάνου Λιούκα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε