πρατσιαλάω = κάνω έρωτα.
Παράδειγμα: Δεν πας καλά μ'φαινιτη.... ωρέ την πρατσιάλσε τν Κατίνα;
πρατσιαλάω = κάνω έρωτα.
Παράδειγμα: Δεν πας καλά μ'φαινιτη.... ωρέ την πρατσιάλσε τν Κατίνα;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
σακαρίμι = Ο διαλυμένος άνθρωπος λόγω γηρατειών ή αρρώστιας
Παράδειγμα: Μωρή Μαγδάλω, αυτό το σακαρίμ' θα πάρς;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τζιαμπουνάω = Φωνάζω δυνατά, ακατάπαυστα.
Παράδειγμα: Τι μ' τζιαμπουνάς ιδώ πέρα μωρ' συ α ;;;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Ντερέκωμα = Το τέντωμα δηλαδή η νεκρική ακαμψία.
Ντερεκώνω = πεθαίνω
Παράδειγμα: Θα σι ντερκώσω αν σε πιάκου στα χέριαμ! Ακσες ;
Παράδειγμα: Άστα να παν ταμαθες; Τα ντερέκωσε ο Γιορς!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Κρένω = Αποκρίνομαι, μιλάω, απαντάω, φωνάζω.
Παράδειγμα: Ω Μήτσου΄μ τι κρένς; - Αααα; - Γιατί δεν κρένς ωρέ; Κρίν στον Γιορ νάρθει σιακάτ.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Το αιδοίο.
Ο Μήτσος είπε στον άλλον «της μάνας σου το πρικιδώνι». Φαγώθηκε ο άλλος να μάθει τι σημαίνει πρικιδώνι. Σιγά μην το έμαθε!
από εδώ
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Ξώπετσα= Στην άκρη, ξώφλατσα.
Παράδειγμα: Πυροβόλησε το γρούν' κι η σφαίρα πήρε τον Γιόρ ξώπετσα !
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Αμούν: Έγινε άφαντος, εξαφανίστηκε.
Παράδειγμα: Πού χάθηκε ωρέ ο Μήτσος; Εξαφανίστηκε ωρέ.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Στάκα = Προστακτική του στέκομαι, περίμενε.
Παράδειγμα: Ω Κατίνα στάκα ντε να σε προλάβω.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Στη Λευκάδα, μπροστομούνι είναι η ονομασία της ποδιάς που φορά η γυναίκα επειδή το ύφασμα πέφτει μπροστά από το συγκεκριμένο σημείο του σώματός της.
Μαριώ τράβα μπρουστά το μπρουστουμούνι σου άιντε!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία