Ξάπλωσε στο σάισμα που είχε απλώσει πάνω στο μπάσι δίπλα από το τζάκι

Το σάισμα είναι χειροποίητο υφαντό ρούχο, κατασκευασμένο από τραγόμαλλο, δηλαδή, από γιδινό μαλλί, επεξεργασμένο στο χέρι και επεξεργασμένο στη νεροτριβή. Χρησιμοποιείτο είτε ως στρωσίδι, για την κάλυψη δαπέδου, είτε ως υπόστρωμα κρεβατιού, είτε ως πρώτη ύλη, για την κατασκευή κάπας του βοσκού. Επίσης, χρησιμοποιείτο στη σαγματοποιία, ως εσωτερική επένδυση του σαμαριού. Ιδιότητες: άγριο στην υφή και δυσάρεστο στην επαφή με το δέρμα, ελαφρύ, ανθεκτικό τόσο στη χρήση, όσο και σε σχετικά υψηλή θερμοκρασία. Η ιδιότητά του αυτή το καθιστά κατάλληλο να τοποθετηθεί μπροστά στο τζάκι. Επίσης αποβάλλει το νερό και στεγνώνει ευκολότερα από άλλα υφαντά.

Η προέλευση της εν λόγω λέξης είναι από την Ήπειρο, αλλά πιθανότατα απαντάται και σε άλλες περιοχές με μεγάλη παράδοση κτηνοτροφίας, λ.χ. τα Γρεβενά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτό το σάισμα περπατάει και τρέμει.

Άτομο που βρίσκεται σε άσχημη σωματική ή φυσική κατάσταση, λόγω οκνηρίας ή προχωρημένης ηλικίας. Ενίοτε αποκαλείται και ερείπιο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία