Λέξη προερχόμενη από τη παλαιολιθική περίοδο, τότε που η επικοινωνία στηριζόταν σε φωνήεντα. Στις μέρες μας έρχεται σα μπαλαντέρ να καλύψει γεγονότα, πρόσωπα και καταστάσεις με τρόπο που να γίνεται αντιληπτός μόνο από τους χρήστες.

  1. - Έχω ξεμείνει από αούα, μπορούμε να βρούμε;
  2. - Θα έρθει και ο Αούα μαζί μας;
  3. - Μάκη, βάλε ένα αούα!
  4. - Έχουμε ένα τύπο στη δουλεία που είναι πολύ αούα.
  5. - Κοζάρεις από αούα;

Η αούα του Πετεφρή (από poniroskylo, 03/02/10)(από fitifititis, 06/02/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δε χρειάζονται και πολλές επεξηγήσεις για ετούτη εδώ τη λεξούλα, αναφορικά όμως: το άτομο που στηρίζεται στις οικονομικές χορηγίες της οικογένειάς του πραγματοποιώντας μια χλιδάτη ζωή στα πλαίσια ανεύρεσης εργασίας. Συνήθως έχουν πολλά σπουδαστικά χρόνια στην πλάτη, αλλά η κοινωνία τους κρίνει υπερπλήρεις.

Συζήτηση σε γνωστό καφέ στη Γλυφάδα :
- Πώς πήγε η η συνέντευξη;
- Πάτος! Μου δίναν 700 καθαρά και γω ζητούσα 1100.
- Το Πάσχα λέω να πάω κάνα ταξιδάκι για ξεκούραση, θα πάρει ο πατέρας μου το δώρο.

Χλιδοκαταχωρίσεις: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος, χλιδάντερος, χλιδάφραγκος, χλιδοπαπάτζα, χλιδότσουλο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από τη νήσο Φολέγανδρο και τη σφολιάτα. Χαϊδευτικά λέγεται και σφολάκι. Προσδιορίζει με τρόπο αρνητικό την ποιότητα έμψυχου ή άψυχου υλικού.

  1. - Τι έγινε εχθές με το γκομενάκι, όλα καλά;
    - Ντάξει μωρέ, σφολιατάκι ήταν!
  1. Ξύπνησα με χανγκόβερ σήμερα το πρωί, μάλλον φταίει το κρασί πού ήταν τρελό σφόλι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία