Σύνθετη λέξη εκ των τούρμπο και καιρός. Για τους μη επαΐοντες των ατμοσφαιρικών μηχανών εσωτερικής καύσης, είναι γνωστό ότι η χαμηλή θερμοκρασία είναι το Α και το Ω για την απόδοση του αυτοκινήτου με turbo κινητήρα. Η χαμηλή θερμοκρασία του περιβάλλοντος ευνοεί την πτώση της θερμοκρασίας και μέσα στον κινητήρα, αφού ο αέρας που εισέρχεται είναι κι αυτός πιο κρύος. Ε, ένα κι ένα κάνουν δυο: Αν έχεις turbo αυτοκίνητο, μην το βγάλεις στον καύσωνα για κόντρα γιατί θα στενοχωρηθείς. Αντίθετα, αν πιάσουν τα μπιλοζίρια, ξαμολήσου.

- Τα βάζουμε μεγάλε;
- Τι λε ρε μάγκα; Τώρα που σκάει ο τζίτζικας; Κάτσε να πιάσει κάνας τουρμπόκαιρος και θα σου ξηγήσω τ' όνειρο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμη της έκφρασης τσιμέντο να γίνει (και μπετόν αρμέ). Ενώ το τσιμέντο να γίνει... έχει κάποια λογική βάση, υπό την έννοια του ας γίνει κι ας παραμείνει έτσι όπως το τσιμέντο που έχει μιαν άλφα μονιμότητα, η φράση ντέφι να γίνει δεν υπακούει σε απολύτως καμία λογική. Η μαγεία της ελληνικής γλώσσας...
Χρησιμοποιείται κυρίως (πού αλλού...) στη Θεσσαλονίκη.

- Θα πάμε τελικά στο Μέγαρο; Έναν μήνα σε παρακαλάω ρε Παντελή και κάνεις τον Κινέζο.
- Ρε κακό μπελά βρήκαμε. Πάμε, ντέφι να γίνει. Αλλά αν ροχαλίζω, δεν θα μου την πεις κι από πάνω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τζάμπα + δωρεάν = τζαμπαντάν. Οι πιο λαϊκοι τύποι ίσως θεωρούν ότι η πρόσθεση της κατάληξης -αν (η οποία κάτι τους θυμίζει, κάτι τους θυμίζει) κάνει τη λέξη ελαφρώς πιο επίσημη, πράγμα το οποίο είναι μάλλον λάθος. Οι εκπρόσωποι δε της γλωσσικής ελίτ ίσως θεωρούν ότι το τζαμπαντάν αποτελεί την δημοτική εκδοχή της λέξης δωρεάν. Ίσως πάλι, απλά να είναι ένα λογοπαίγνιο. Το σίγουρο είναι ότι όταν δεν δίνεις φράγκα, και τα τρία παίζουν.

- Πόσο θα μου τ' αφήσεις αυτό;
- Αυτό είναι δωρεάν κύριε.
- Τι δωρεάν, δηλαδή, τζάμπα;
- Μάλιστα κύριε.
- Τζαμπαντάν. Εντελώς. Ωραίο πράμα. Θα πάρω τρία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αρχή των απανταχού της επικρατείας χρηματιστών και επενδυτών/τζογαδόρων/αλογομούρηδων. Παρά την σαφή αναφορά σε ισπανόφωνο άνδρα, η έκφραση ΔΕΝ έχει καμιά απολύτως σχέση με την Ιβηρική ή τη Λατινική/Νότια Αμερική. Προέρχεται από το ελληνικό ρήμα χώνω (προστακτική χώσε) το οποίο παραπέμπει στην πώληση μετοχών, το κοινώς λεγόμενο χώσιμο στην αγορά. Το γιατί η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ είναι προφανές: αν προλάβεις να ρευστοποιήσεις μέρος ή το σύνολο του χαρτοφυλακίου μετοχών πριν από την πτώση της αγοράς, δεν έχεις λόγο να κλαις ούτε εσύ (ο Χοσέ) ούτε βέβαια και η μάνα σου, αφού έχεις παντελονιάσει τα κέρδη. Το είδος αυτό του επενδυτή-τζογαδόρου-αλογομούρη ΔΕΝ υπήρχε κατά την περίοδο του 1999-2000, οπότε πολλές μάνες έκλαψαν με μαύρο δάκρυ.

- Ντίνο, σκέφτομαι να δώσω εκείνα τα Χαλυβδόφυλλα και τα Κλωνάρια (σ.σ. εξαιρετικές μετοχές αμφότερες), πώς το βλέπεις;
- Τι να σου πω αγόρι μου; Ξέρεις τι λένε: η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ. Να τα χώσω;
- Χώστα να παν στο διάολο να γλιτώσω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τεχνικός χαρτοπαικτικός όρος στο Μπουρλότο (το επονομαζόμενο και Μπούρλο), το οποίο είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στη Β. Ελλάδα και δη στη Θεσσαλονίκη. Η φράση είναι γαλλική και σημαίνει χωρίς ατού. Εκφέρεται όταν περάσει και το όγδοο (τελευταίο) ατού, κυρίως στα εκτός καφενείου καρέ (διότι εκεί δέρνουν άμα μιλάς πολύ), έχοντας προηγηθεί η φράση τα ατού είναι εφτά και φωνάζουν δυνατά. Ενίοτε και ως ένδειξη μαγκιάς και χαρτοπαικτικής δεινότητας εκφέρεται και ως σάνζα, έτσι νά 'χαμε να λέγαμε.

Σημειώνεται ότι ο πλούτος εκφράσεων στο μπουρλότο και γενικά στα χαρτιά είναι μοναδικός και ικανός να αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερου σάιτ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το πασόκ, άσσος καρώ, σπίτι καθαρό, έχω κάτι μεγάλο, πού την έχεις; Άστο, η δικιά μου είναι μεγαλύτερη, Ιερά σύνοδος κλπ.

- Ρήγας. (εφτά τ' ατού)
- Ν' ανέβω: Δεκάρι. - Μάλιστα. Σανζ ατού δηλαδή.
- Έλα, πολύ μιλάτε, λίγο παίζετε.
- Τσου ρε Λάκη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τεχνικός χαρτοπαικτικός όρος στην Ξερή. Ο διενεργών το καμάντσο κρατάει στο χέρι του βαλέ και άλλο χαρτί. Ο αντίπαλος έχει το ίδιο χαρτί διπλό. Αντί ο μάγκας να κόψει με το ίδιο χαρτί και να κρατήσει τον βαλέ για να κόψει ξανά, κόβει με τον βαλέ αρχικά, ώστε να δημιουργήσει την εντύπωση στον αντίπαλο ότι είναι ασφαλές να παίξει πάλι το ίδιο χαρτί, στην οποία περίπτωση γίνεται κατά πάσα πιθανότητα ξερή. Ωραία πράματα...

Ετυμολογικά το θέμα τελεί υπό διερεύνηση, όμως μια εκδοχή υποστηρίζει ότι είναι παράφραση του αγγλικού come on, το οποίο εκφυλίσθηκε σε καμάν και τελικά σε καμάντσο, υπονοώντας ότι ο διενεργών προτρέπει τον αντίπαλο να πέσει στη λούμπα.

- Εφτά κούπα Αβράμη.
- Βαλές, να τα πάρω αυτά.
- Κι άλλο εφτά Αβράμη.
- Βρε, βρε, βρε. Κι άλλο εφταράκι βρε παιδάκι μου; Να κι εγώ άλλο ένα. Ξερή! Για διε!
- Ω, τον κωλόφαρδο. (σ.σ. ο αδαής δεν την έχει πάρει πρέφα τη δουλειά)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνήθως περιγράφει καταστάσεις όπου το υποκείμενο χωρίς ιδιαίτερο κόπο, χρόνο, χρήμα και εν γένει επένδυση πόρων έχει πολύ θετικά αποτελέσματα, προκαλώντας τον εκάστοτε περιγράφοντα να τον εντάξει στην κατηγορία των «αεριτζήδων», εξού και το πρώτο συνθετικό. Το δεύτερο, αν μη τι άλλο, κάνει καλή ομοιοκαταληξία.

- Ο Κοσμάς έχει στήσει μια φάμπρικα στο ιντερνέτ, ούτε ξέρω κι εγώ πώς και τι, αλλά έχει χεστεί στο τάλιρο. Κάτι μπλογκ, μογκ, πώς τα λένε αυτά τα πράγματα και βγάζει λέει λεφτά από κάτι μπανεράκια.
- Αέρα πατέρα λεφτά δηλαδή.
- Ε τι λέμε τόση ώρα;

Ο Ξεροπούπουλος ο Αναγεννησιακός (από Jonas, 17/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τοπική έκφραση της συμπρωτεύουσας την οποία έφερε στο προσκήνιο η δημοφιλής εκπομπή του Λαζόπουλου «10 μικροί Μήτσοι» και συγκεκριμένα το σκετσάκι με τον Λαζόπουλο και τον Σταρόβα, λες και δεν έφθανε ένα εκατομμύριο Θεσσσαλονικείς που τη λένε ακατάπαυστα. Τέλος πάντων, μεγάλο εργαλείο η τηλεόραση.

Έχει διπλή σημασία: αφενός αποτελεί τη μονολεκτική περιγραφή του τι σημαίνει να είναι κάποιος Θεσσαλονικιός (σ.σ. τρίωρος φράπες στην παραλία, μεσημεριανή σιέστα και μια γενικότερη αντίληψη περί χρόνου η οποία δεν συμφωνεί με την κρατούσα) και αφετέρου σηματοδοτεί την καταφατική αποδοχή και μάλιστα προσδίδοντας έμφαση σε κάτι που λέγεται από τον συνομιλητή (βλ. σχετικά παραδείγματα).

Προφέρεται αποκλειστικά με παχύ λάμδα, αλλιώς ασ' το καλύτερα.

  1. Αθηναιος: - Ρε βιαζόμαστε σου λέω, δεν καταλαβαίνεις; Μας περιμένουν οι άλλοι στο Μπελ Αιρ από τις 9 και είναι 10 και τέταρτο. Έλεος. Μέχρι να πάμε και να βρούμε να παρκάρουμε θα πάει 11. Άντε. Άντε λέμε. Γαμώ την καταδίκη μου μέσα.
    Θεσσαλονικιός: - Χαλαρά ρε φιλαράκι, κούλαρε λίγο.

  2. - Έτσι όπως πάει η ομάδα, μας βλέπω να τρώμε 3 μπαλάκια την Κυριακή, να τα 'χουμε να πορευόμαστε. - Ω, χαλαρά.

(από Hank, 15/06/09)(από Hank, 15/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση απορίας για κάποιο γεγονός ή περιγραφή γεγονότος. Η πλήρης έκφραση συμπληρώνεται από το «και πούτσο μη γυρεύεις», περιπλέκοντας τα πράγματα αισθητά, αφού η ρήση με την απουσία του δεύτερου στίχου δημιουργεί εύλογους συνειρμούς για το ποιος ακριβώς είναι ο εν θέματι τόπος. Τα μονογαμικά στοιχεία εκτιμούν ότι ο τόπος είναι όντως αυτός που φανταζόμαστε όλοι (κάποιο ανδρικό γεννητικό όργανο) και όχι άλλο / ξένο προς το επίσημο. Μπερδεμένα πράγματα.

Συνώνυμο του «μνήσθητι μου Κύριε» και του «τι λε ρε πούστη μου».

- Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι βγαίνοντας από το σπίτι έσβησα όλα τα φώτα. Θυμάμαι την κίνηση ρε παιδί μου, το κλικ στον διακόπτη. Ε, όταν ήρθα ήταν όλα αναμμένα. Άντε πες μου εσύ τώρα.
- Έλα μουνί στον τόπο σου...
- ...και πούτσο μη γυρεύεις. Αυτό λέω κι εγώ.

Ασχετο. Η Άννα Βίσση υπογράφει αυτόγραφα σε φαν της, στο αεροδρόμιο επιστρέφοντας από Αμερική... (από BuBis, 04/06/09)(από perkins, 29/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λαϊκή γκόμενα. Όχι ότι μας χαλάει, αλλά βγάζουμε και μια κακιούλα για να ανεβάσουμε το προσωπικό μας στάτους, λες και είμαστε από το Παρίσι. Τέλος πάντων...

- Μεγάλε, την έχω δαγκώσει κανονικά με την Κούλα. Είναι γαμώ τα μωρά.
- Ναι ρε συ, δε λέω, αλλά πολύ λάικα η γκόμενα. Μπουζούκι - κομμωτήριο - μπουζούκι.

(από filologas, 20/03/08)

Βλέπε και σχόλιο στο λήμμα μπαλαλάικα - και Βλ. και «λαϊκός», ο, λαϊκογάμητος, λαϊκάτζα(ς), καραλάικα, λαϊκουριά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία