Ο τύπος που ό,τι κι αν κάνει ή πει σε κριντζάρει (εκ του αγγλικού cringe).
Ο τύπος που ό,τι κι αν κάνει ή πει σε κριντζάρει (εκ του αγγλικού cringe).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η γνωστή, σάπια και κοντή ελλεηνίδα, που σε γεμίζει με λέζα σε οτιδήποτε κι αν κάνετε.
Σύνθετη λέξη: κοντή + λέζα. Συνώνυμο: κοντοπούτανο
- Πήγα στο Παρίσι με την Αλίκη και μου έσπασε τον πούτσο.
- Καλά να πάθεις! Σ' το είχα πει να μην πας με την κοντολέζα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κάνω τον αδιάφορο για κάτι που με αφορά. Έχω αλλού την προσοχή μου.
Πρωτοαναφέρθηκε πιθανότατα από τον Αρχιδάσκαλο της μαγκιάς, Θέμη Μάνεση στην ταινία-διαμάντι «Φυλακές Ανηλίκων» (1982).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!