Χρησιμοποιείται κυρίως από τη νεολαία αλλά πλέον χρησιμοποιείται και από τους πιο γέρους. Ψήνεσαι; σημαίνει «θέλεις;» Συνήθως το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πείσουμε κάποιον να έρθει μαζί μας κυρίως σε κλαμπάκια ή για να κάνουμε κοπάνες.

- Ρε μαλάκα, ψήνεσαι την τελευταία ώρα να μην μπούμε για μάθημα;; Έλα ψήσου, ψήσου. - Εντάξει ρε.

(από Khan, 04/03/14)

Δες και ψήνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τύπος που δεν την μπορεί άλλο... δεν την παλεύει. Είναι χάλια, λιώμα.

Άσε μ***α, σήμερα ο καθηγητής μας είναι unpalevable σου λέω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία