[γamáo] και γαμώ, ρήμα μεταβατικό

Χρησιμοποιείται μεταφορικά όταν οι ενέργειες κάποιου οδηγούν στην απόλυτη καταστροφή μίας κατάστασης ή ενός αντικειμένου. Εδώ το ρήμα γαμάω έχει απεκδυθεί της απόλαυσης ή της κυριαρχικής του φύσης και αποδίδει αποκλειστικά την καταστροφή. Λαϊκότερα αποδίδεται με το ρήμα Ξεκωλιάζω ενώ υπάρχει και ο υπερθετικός τύπος Απογαμάω. Χρησιμοποιείται συχνότερα στον αόριστο, για να τονίσει τη διάρκεια που έχει το γεγονός μέχρι το παρόν.

Μετά το τελευταίο σέρβις, το αυτοκίνητο γαμήθηκε

Μην ανεβάζεις τη θερμοκρασία στο μάτι, γαμάς το φαγητό

Με την τελευταία κυβέρνηση, η οικονομία γαμήθηκε.

Με τόση πίεση που δέχτηκε, το παιδάκι γαμήθηκε εντελώς (εδώ αμετάβατο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χάνω την πνευματική μου διαύγεια και φέρομαι με κατώτερα ένστικτα. Χρησιμοποιείται ως επίκληση σε μία προσωρινή απώλεια καταλογισμού για τις πράξεις ενός κατά τα άλλα φυσιολογικού ατόμου. Ετυμολογία [θολώνω < αρχαία ελληνική θολόω-θολῶ]

θόλωσε το μυαλό μου από το θυμό και δεν ήξερα τι έκανα

Θόλωσα από τα μνημόνια και ψήφισα Τσίπρα

Ζωρζ Πιλαλί:

θολώνω, παίρνω ότι βρω, σκουπιδόσακους, Stratocaster, τυριά αφάγωτα. Τα μαζεύω και τα πετάω μες την αυλή του για να τον ξενερώσω!

Απευθείας Σύνδεσμος Βίντεο Ζωρζ Πιλαλί, Τα Σκουπίδια, άκου στο 1:11

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μεταβαίνω από μία κατάσταση λογικής ύπαρξης σε μία κατάσταση άλογων πράξεων και σκέψεων, κατά την οποία δεν υφίσταται καταλογισμός, εξαιτίας τρίτων παραγόντων. Κυριολεκτικά, φέρομαι σα μουρλός, ως απότοκο ενός γεγονότος ή μίας πράξης. Μερικό συνώνυμο: Θολώνω.

Ετυμολογία [κάργα λαϊκή λέξη < μουρλός < βενετική murlo]

[Εδειρα ένα θύμα μου] Γιατί του είπα να μου βάλει κάτι σύνθετα σε ένα άλογο, δε μου τα έβαλε και μουρλοποιήθηκα Απευθείας σύνδεσμος βίντεο

κύριος Αυγολέμονος, βλέπε/άκου στο 1:17

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

[burδelopió] -ούμαι

α.(για διαδικασίες) αλλάζω τις παραμέτρους της προβλεπόμενης διεξαγωγής μίας διαδικασίας, μετατρέπω σε Τριμπούρδελο ή τα κάνω Κουλουβάχατα:

με τις συνεχείς καταλήψεις μπουρδελοποιήθηκε εντελώς το διδακτορικό μου

β.(για οικον.) (συνήθως παθητική) αλλαγή της λειτουργίας της οικονομίας σε σημείο βαριά προβληματικό σημείο, μετάβαση σε Σκατά και απόσκατα:

αν επιστέγασμα της κρίσης, ο τελευταίος υπουργός οικονομίας με τις παπάτζες που εφάρμοσε μπουρδελοποίησε εντελώς την οικονομία

γ.(για προσωπα) σπανιο: Απορρυθμίζω ένα οργανωμένο σύνολο, χαλαρώνω τις προβλεπόμενες συνθήκες που οδηγούν στην ομαλή λειτουργία ενός οργανωμένου συνόλου ή ατομικά γίνονται Τα μυαλά πουρές:

Από τους πολλούς μπάφους και τις πολιτικές νεολαίες το παλικάρι μπουρδελοποιήθηκε εντελώς

Σχόλιο Υπέροχο παράδειγμα του πλούτου της γλώσσας μας, συνδυάζει τη "μετωνυμία" του καταστήματος μπουρδέλο ως συνώνυμο του γενικευμένου αποσυντονισμού και τον "ανάστροφο ευφημισμό" (πχ ξύδι->γλυκάδι) του εξαιρετικά οργανωμένου μπουρδέλου σε κάτι το οποίο λειτουργεί αποσυντονισμένα. Αντικαθιστά τις ξενικές λέξεις "μπάχαλο" και "κουτουρού", ενώ είναι και μεταβατικό, οπότε χρησιμοποιείται και σε παθητική φωνή.

Ετυμολογία [λαϊκή λέξη < ιταλική bordelo < λατινικό bordellum = μικρή καλύβα, πορνείο] Τα προθέματα Ber και Bord poy σημαίνουν κόβω και ξύλω αντίστοιχα είναι πρωτο-Ινδοευρωπαϊκά, για αυτό και η λέξη bordelo σε διάφορες παραφθορές συναντάται σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες.

Απαντάται και στα γαλλικά, ως bordéliser

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άτομο το οποίο παρά την εμπειρία του σε σπουδαία εργασιακά περιβάλλοντα του εξωτερικού, φέρεται εντελώς ανώριμα, άγεται από κατώτερα συναισθήματα, επάγει αισθήματα αντιπάθειας, απαξίας και θυμηδίας. Ουσιαστικοποιημένο επίθετο.

Αυτή η πανευρωπαηλίθια μπορεί να έγινε consultant και senior manager στην Ελβετία, αλλά φέρεται σαν κακιασμένη χωριάτισσα, διαρκώς λειτουργεί με δολοπλοκίες, μισεί τους άντρες και κάνει παρέα μόνο με κατεστραμμένες γυναίκες.

Ο Νεολογισμός αυτός δημιουργήθηκε το Φεβρουάριο του 2021, όταν η παίκτρια του Masterchef 5 Κωνσταντίνα χαρακτήρισε έτσι τον συμπαίκτη της, ο οποίος επιδείκνυε διαρκώς την εμπειρία του στην Ευρώπη, αλλά παράλληλα προκαλούσε διαρκώς την αντιπάθεια τόσο των συμπαικτών του, όσο και της αντίπαλης ομάδας.

η παίκτρια που δημιούργησε τον χαρακτηρισμό

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Λέξη που περιγράφει ένα άτομο χαμηλής ηθικής στάθμης, ο άθλιος, ο χαμερπής, ο σκατάνθρωπος, ο κωλάνθρωπος, ο γκάβαλος. Μεταφορική χρήση του λόγου, εκφράζει μέγιστη απαξίωση. Λόγω του ουδέτερου γένους της λέξης, ενδείκνυται για χαρακτηρισμό θηλυκών προσώπων, που ο χαρακτηρισμός τους μέσα από λέξεις αρσενικού γένους όπως μαλάκας, αποτελεί έναν κακόηχο νεολογισμό.

Αυτή η γυναίκα κατά το διαζύγιό της φέρθηκε σα σκουπίδι, προσπάθησε να βγάλει τρελό τον άντρα της, για να χάσει τα παιδιά του.

Ξύπνα ρε, αυτή είναι εντελώς σκουπίδι. Σε βρίζει, σου λέει ψέματα, σε εξαπατάει, ασκεί βία, ατιμάζει τα παιδιά σας.

Χρησιμοποιείται και ως επιρρηματικό κατηγορούμενο με το ρήμα "κάνω", όταν κάποιος αντιμετωπίζει μία τρισάθλια συμπεριφορά. Τότε, επειδή την αποδέχεται, μετατρέπεται ο ίδιος έμμεσα σε σκουπίδι, επειδή χάνει την αξιοπρέπειά του.

Όταν τσακώνονταν τον έκανε εντελώς σκουπίδι, τον χτυπούσε και τον έβριζε, προσβάλλοντάς την οικογένεια και τις αποφάσεις του. Δεχόταν όμως τον εξευτελισμό, για να μην εγκαταλείψει το παιδί του.

Η λέξη ετυμολογείται ως εξής

Σκουπίδι < σκούπα + επίθημα -ίδι.

και είναι τυπικό παράδειγμα εξέλιξης της γλώσσας. Η σκούπα προέρχεται από το μεσαιωνικό λατινικό scopa που σημαίνει σκουπίζω, ενώ το -ίδι, προέρχεται από το αρχαιοελληνικό μετουσιαστικό επίθημα -ίδιον

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία