Κολλάω σε μία ιδέα ή επιθυμία.

Μ' αυτά που της είπε μπαστακώθηκε και ήθελε γάμο το ταχύτερο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μένω σε ένα μέρος περισσότερο από όσο χρειάζεται, κολλάω και μάλιστα πεισματικά.

Υπάρχει κάποιο πρόγραμμα που κατεβάζει τραγούδια χωρίς να μπαστακώνομαι πάνω από το pc.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

  1. Εισπράττω, κυρίως μετρητά.

Τα παντελόνιασες τα λεφτά ή σ' έχουν ακόμα στο περίμενε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προσποιητή συμπεριφορά.

Άσε τις δηθενιές κι έλα στο ψητό!

Δές και δηθενισμός, δηθενιστής, ντεμέκ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(από το αγγλικό touch) Επαφή σεξουαλικού χαρακτήρα.

- Συναντηθήκαμε απογευματάκι, αλλά το τατσικό έγινε χαράματα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γυναίκα με κακό χαρακτήρα, στρίγγλα.

  1. Τελικά αυτή η στρίτζω η διευθύντρια του έδωσε πόδι!

  2. Πώς να μην είμαι στρίτζω έτσι που μου φέρεται;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία