Συλλαβικός αναγραμματισμός της λέξης γκόμενα.
Γνώρισα χθες μια μεναγκό σούπερ!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
= Το πρόθεμα WWW που μπαίνει μπροστά από κάθε διεύθυνση ιστοσελίδας στον παγκόσμιο ιστό.
Πήραν το όνομά τους από το σχήμα του γράμματος W που μοιάζει με κωλαράκι.
Αντί να πεις: ντάμπλγιου-ντάμπλγιου-ντάμπλγιου-τελεία......
λες πιο σύντομα: 3 κωλαράκια-τελεία...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
[επίσης: αρχίδια ριγανάτα]
Εκφραση υποτιμητική καταστάσεως, που περιγράφει δύσκολες συνθήκες.
- Έγραψες καλά στο μάθημα;
- Αρχίδια με τη ρίγανη έγραψα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η στρατιωτική ζώνη που φοράνε οι φαντάροι (προέρχεται από τα αρχικά Α/Τ).
Δεν έχει νούμερο για να φοριέται από όλους ανεξαρτήτως πάχους και διαθέτει τρύπες για να προσαρμόζονται οι παλάσκες.
- Σφίξε την ΑΤ σου να πάμε για περίπολο...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ιστορική φράση που αποδίδεται στον Βαμβακούλα και δείχνει αφενός άγνοια αγγλικών, αφετέρου είναι μια χιουμοριστική απάντηση σε περίπτωση που κατηγορείται κάποιος για κάτι και το αρνείται.
(Μτφ) - Έκανα εγώ φαουλ; Γιατί;
- Είσαι λάθος, ρε Κωστή! Παραδέξου το...
- Me foul? Because?
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Υποτιμητική έκφραση συνήθως για γυναίκες με μεγάλη περιφέρεια.
Παρομοίωση σχετική με τρακαρισμένα αυτοκίνητα που έχουν ξεχειλώσει οι λαμαρίνες...
- Όμορφη κοπέλα η Πηνελόπη! - Τι όμορφη και κουραφέξαλα, δεν βλέπεις ότι έχει πάρει λίγο στο σασί...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έκφραση υποτιμητική, που συμπληρώνει συνήθως μιαν άλλη φράση.
Λογαριασμοί, δάνεια, έξοδα και το μουνί της Χάιδως.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο στρατιώτης, στα καλιαρντά (εκ του αγγλικού soldier).
- Έχω νταλκά μ' έναν σολντά!
Συνώνυμα: σολντάτης, γη ελληνική.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Υποτιμητική έκφραση, που περιγράφει συνήθως άσχημη κατάσταση.
Συνώνυμα: αρχίδια καλαβρέζικα, αρχίδια καπλαμά
Μάντολα = κεφαλλονίτικο γλυκό από αμύγδαλα
- Θα κερδίσουμε την Κυριακή!
- Αρχίδια - μάντολες θα κάνετε!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χαρακτηρισμός προσώπου ή κατάστασης.
ροκ = αντισυμβατικός, παλαβός, άγριος, αχαλίνωτος, θυελλώδης, έκλυτος, άναρχος. Όταν αναφερόμαστε σε ροκ κατάσταση, εννοούμε ότι θυμίζει ροκ συναυλία.
Η κατάσταση στο γραφείο είναι τελείως ροκ.
Δες και τζαζ.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!