Αυτός που πιστεύει με ιδιαίτερη ευκολία και ταχύτητα μια πληροφορία η οποία δε θα έπρεπε να γίνει πιστευτή από αυτόν. Κοινώς, αυτός που κάνει πράξη και συνήθεια το "πίστευε και μη ερεύνα" (χωρίς 'κόμμα' μετά το 'μη').

Πληροφορία: Σε μια ψηφοφορία του ΟΗΕ δε βγήκαν τα ελληνικά διεθνής γλώσσα για μία ψήφο.
Πιστέψορας: Ρε γαμώτο κρίμα, τώρα όλος ο κόσμος θα μίλαγε αγγλικά αντί για ελληνικά.

Το δύσκολο στη χρήση του συγκεκριμένου χαρακτηρισμού είναι η διάκρισή του από τη λέξη "ευκολόπιστος". Στην πραγματικότητα ευκολόπιστος είναι αυτός που θα πιστέψει μια πληροφορία αλλά θα ανήκει σε ένα πολύ μικρό ποσοστό ατόμων που θα την πιστέψουν. Ο πιστέψορας πιστεύει μια πληροφορία αλλά συνήθως ανήκει στην πλειονότητα των ατόμων που πιστεύουν τη συγκεκριμένη πληροφορία.

Σχόλιο: Η εγκυρότητα της πληροφορίας είναι άσχετη με τον χαρακτηρισμό, το θέμα είναι αν θα έπρεπε κάποιος να την πιστέψει ή όχι καταρχήν. Ποιος το κρίνει αυτό όμως; Συνήθως είναι ρευστό, καθώς η ενημέρωση και η πρόσβαση που έχει ο μέσος άνθρωπος σε πληροφορίες συνεχώς αυξάνεται. Ως εκ τούτου, διαπιστώνουμε ότι ο πιστέψορας του 1980 μπορεί να είναι ευκολόπιστος το 2020. Όπως ακριβώς και ένας άνθρωπος ύψους 178cm θεωρείτο ψηλός το 200 π.Χ. αλλά για το 2020 μ.Χ. είναι κανονικός.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία