Σερραϊκό (τοπικό) ιδίωμα. Συνώνυμο της γάτας (κυριολεκτικά)

Και που σαι; Μου πετάγεται που λες μπροστά ενα μαρλιόκι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Κάναβος ή Κανάβη (με ένα ν χεχε) ή τζίβα ή τρίχα

Σχοινί σε ίνες. Χρησιμοποιείται σε υδραυλικές ενώσεις μεταξύ σωληνώσεων στις οποίες μένουν κενά στα πάσα. Πχ σε σωλήνες μεταλλικές με μεταλλικές ή πλαστικές με μεταλλικές και το ανάποδο.

Τυλίγεται επάνω στα πάσα του αρσενικού συνδέσμου και μπαίνει μέσα στα κοιλώματα ωστε να καλύπτει μικρά διάκενα τα οποία υπάρχουν και απο τα οποία θα υπήρχε διαρροή νερού αλλιώς.

Η σημερινή μόδα είναι το τεφλόν..

Ο όρος χρησιμοποιείται (κυρίως) απο υδραυλικούς !

Οχι ετσι ρε μαλάκα . Η τζίβα πρέπει να πάει στα πάσα μέσα, αλλιώς θα τρέχει !

λεζάντα εικόνας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ή αχαμνοξύστης. Ότι προτιμάτε :)

Ξύνω χαμηλά (κοινώς στα άχαμνα). Είμαι δηλαδή ξυσαρχίδας. Φυσικά, δεν χρειάζεται να είμαι ΔΥ για να τα ξύνω.

Είναι η πιο ευγενική εκδοχή, καθώς δεν περιλαμβάνει το "πρόθεμα" αρχιδ-

Οι φοροχωροφύλακες χρειάζονται ζεστό αίμα (ευρώ) για να πληρώσουν τα δανεικά στα αφεντικά τους, τα χιλιάδες ρουσφέτια, τους δεκάδες χιλιάδες αχαμνοξύστες και τις προεκλογικές σπατάλες της κάθε κυβέρνησης, αλλά μένουν με τα ντουβάρια στο χέρι (βλ. κτήρια Γαβαλά σε Κολωνάκι και Κορωπί (*))

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία