Χρησιμοποιείται για το υπέρτατο κάψιμο από τον ήλιο.
Αποτελεί τον απόλυτο συνδυασμό του κάψιμο και κάηκα. Χρησιμοποιείται κατά κόρον από γυναίκες οι οποίες αφιερώνουν ατελείωτες ώρες στην παραλία με σκοπό να μαυρίσουν.

- Δώδεκα ώρες ήμουν στην ξαπλώστρα για να μαυρίσω αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να καώ. 7 γιαούρτια έβαλα μόνο στην πλάτη μου...

- Αγάπη μου εσύ δεν κάηκες απλά, καψοκάηκες !

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται στον απόλυτα έντονο και «φρέσκο» έρωτα. Συχνά χρησιμοποιείται από φίλους του παθόντα με σκοπό τον χουλιαμά.

Επίσης το χρησιμοποιούμε και αναφερόμενοι στα «θέλω» των ανδρών.

  1. - Πως πάει η σχέση σου με την καινούργια κοπέλα; - Μεγάλη καψούρα.

  2. - Θέλω την καινούργια alpha romeo brera. Μεγάλη καψούρα την έχω.

(από kounelos66, 21/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση η οποία υπονοεί την απόλυτη βαρεμάρα. Προκαλεί πολύ γέλιο και είναι μάλλον εξαιρετικά περιγραφική.

Δύο φίλοι, ο Ανδρέας και ο Πέτρος, είναι με σκάφος και με δύο κοπέλες που πρόσφατα γνώρισαν, αραγμένοι Κυριακή μεσημέρι σε ένα κολπάκι στην Βουρβουρού. Δεν είναι και πολύ «ψημένοι» με τις κοπέλες και βαριούνται. Ο Πέτρος είναι ξαπλωμένος με κλειστά τα μάτια και λιάζεται, ενώ ο Ανδρέας είναι σε χειρότερη θέση. Του έχουν ανοίξει συζήτηση επί παντός επιστητού ..... Προσπαθώντας να ξεφύγει προτείνει να παίξουν μπιρίμπα. Τα κορίτσια λένε ναι με μεγάλο ενθουσιασμό, ενώ όταν φωνάζουν στον Πέτρο να σηκωθεί για να παίξουν, αυτός απαντάει: «ο Πέτρος τώρα, δεν παίζει ούτε τα βλέφαρά του».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται σαν υπονοούμενο για τα οπίσθια κυρίως των γυναικών. Ορίζει παράλληλα ότι τα οπίσθια έχουν τέλειο σχήμα και στέκονται σαφώς «ψηλά».

Δύο φίλοι περπατώντας στον δρόμο έχουν μπροστά τους μια όμορφη κυρία. Σχολιάζοντας τα οπίσθιά της λένε:
- Τι κάπούλια είναι αυτά αδελφέ μου ...
- Σαν αλόγου κούρσας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίσης και κολάντρισμα. Χρησιμοποιείται τοπικά στην Θεσσαλονίκη με ιδιαίτερη εφαρμογή στο τάβλι.

- Όσο και να με κολαντρίσεις, τα διπλάκι δεν το γλυτώνεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ορισμός ανδρών οι οποίοι έχουν σαν αποκλειστικό στόχο να βρίσκουν κοπέλλες χωρίς να τους ενδιαφέρει αν αυτές είναι όμορφες ή έχουν ωραίο σώμα. Με αυτό το δεδομένο οι κοπέλλες που βρίσκουν είναι συνήθως πατσαβούρες.

- Χτύπησα γκομενάκι στο μπαρ, το παίρνω και φεύγω
- Χάλια είναι ρε φίλε, πάλι θα πατσαβουριάσεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται επίσης και για ανθρώπους με απότομη και αρνητική συμπεριφορά με την πρόσθεση του "βερνικωμένο".

- Φίλε πάμε για καφέ;
- Βαριέμαι.
- Μήπως κανένα σινεμαδάκι;
- Όχι λέμε ...
- Τι κέρατο βερνικωμένο είσαι ρε φίλε...

Στο 1:44! (από patsis, 30/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πατρότητα της έκφρασης διεκδικείται από Κρήτες και Ροδίτες, χωρίς να υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για το ποιός έχει δίκιο. Το νόημα όμως παραμένει το ίδιο.
Τι ψάχνεις τώρα να βρείς;...

- Καπετάνιε, τώρα που έχει 12 μποφόρ ανέμους, τι ώρα θα μπορέσει να φύγει το πλοίο;
- Εδώ γαμούν αρσενικά και συ γυρεύεις νύφη...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός ατόμου που από το πολύ κάπνισμα παράνομων ουσιών (φούντα) έχει χάσει πάσα επαφή με την πραγματικότητα.

Δύο φίλοι πίνουν καφέ στο snowbar 2069m στο χιονοδρομικό κέντρο Καϊμάκτσαλαν, χαζεύοντας τύπους να κάνουν άλματα με snowboard, οι οποίοι πέφτουν με απίστευτους και οδυνηρούς τρόπους και αμέσως σηκώνονται και συνεχίζουν γελώντας.

- Καλά ρε φίλε ματά από τέτοιους «μπίστους» πως συνεχίζουν;
- Τι περιμένεις... πιτσιρικάδες ποκαφούντας είναι...

Σχετικά: φούντα, φουνταμενταλισμός, χασίστες και φουντικοί, πρεζόφουντα, χάχα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση με γαλλικές ρίζες. Εμπνευσμένη από τα ψηλά και ημίψηλα καπέλα που φορούσε η υψηλή κοινωνία για να ξεχωρίζει η τάξη και ο πλούτος τους.
Χρησιμοποιείται όταν δεν θέλουμε ουσιαστικά να ασχοληθούμε με ένα θέμα ή εννοεί ότι δεν βαριέσαι βρε αδελφέ...

- Με πήρε ο Τάκης και μου ζήτησε να τον βοηθήσω για το επόμενο διάστημα...
- Και τι του απάντησες ;
- Τίποτα ακόμα. Δεν γαμείς ψηλά καπέλα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία