Η μικρή αδελφούλα που ποτέ δεν είχες και που θα την έβαζες να κάνει όλες τις δουλειές που σε διέταζε η μαμά σου.
- Και ξύπνησα στις 8 το πρωί να πάω λαϊκή με τη μαμά μου. Αν είχα όμως μια αδερδούλα θα πήγαινε εκείνη.
Η μικρή αδελφούλα που ποτέ δεν είχες και που θα την έβαζες να κάνει όλες τις δουλειές που σε διέταζε η μαμά σου.
- Και ξύπνησα στις 8 το πρωί να πάω λαϊκή με τη μαμά μου. Αν είχα όμως μια αδερδούλα θα πήγαινε εκείνη.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Όταν τοποθετώ ένα αντικείμενο σε οριακό σημείο, κάπου όπου σίγουρα θα επέλθει η πτώση του.
- Πού είναι το τασάκι;
- Στο τραπεζάκι, δεν το βλέπεις;
- Έτσι που το ακροθέτησες θα σπάσει, φέρε μού το εδώ.
- Δεν είμαι ο αντεφέρ σου. Να σηκωθείς να το πάρεις μόνος σου.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χαρακτηρισμός Ελληνίδας οι οποία είναι ελεεινή όσον αφορά τη συμπεριφορά, το ντύσιμο, το στυλ γενικότερα.
- Η Κατερίνα χθες φορούσε ένα φόρεμα ελεεινό.
- Ναι; Αφού είναι Ελλεεινίδα, τι άλλο θα μπορούσε να βάλει;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Άτομο το οποίο δεν έχει ιδέα για τι μιλάει, δεν μπορεί να μιλήσει καν. Η γραμματική και η σύνταξη είναι ανύπαρκτες στις προτάσεις του. Μπορεί να μιλάει 3 λεπτά συνεχόμενα χωρίς να εννοεί κάτι και να έχει και το θράσος να κλείνει την διάρροια του λόγου του τοιουτοτρόπως: «Αυτό ακριβώς, τίποτε άλλο».
- Εμείς γιατί κοίταξε στην ετέτοια αρχή, ούτε, ούτε και κοιτάξτε αυτοί, δεν ήθελαν απλώς για να κάν-γίνει αυτό το παιχνίδι, αλλά ύστερα μόλις μόλις όπως είπαμε ότι αυτό εμείς δεν καν-θέλαμε, αυτοί είπανε όχι λέει θέλουμε να γίνει, ε κι εμείς μετά είπαμε όχι λέμε, όχι λέμε, δε θα γίνει... Αυτό ακριβώς, τίποτε άλλο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Όταν περπατώ τραγουδώντας ή όταν τραγουδώ περπατώντας.
- Ο Ανδρέας όταν περπατοτραγουδώ, ντρέπεται και αλλάζει πεζοδρόμιο.
- Σταμάτα να τραγουδοπερπατάς και βιάσου! Θα αργήσουμε.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αυτός ο οποίος είναι τόσο βολικός ώστε αγγίζει την υπερβολή.
- Δεν είσαι καθόλου υπερβολικός, όλο κουνιέσαι! Δεν θα ξανακοιμηθώ μαζί σου.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Άτομο που έχει ασπασθεί τον βουδισμό και κυκλοφορεί ντυμένο με πορτοκαλί μαντίλες και περπατοτραγουδεί το «χάρε κρίσνα», χαρούμενο και γελαστο, χτυπώντας καμπανάκια και κουδουνάκια.
- Η συναυλία ήταν άθλια. Και το συγκρότημα τελείως χαρεκρίσνες.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!