(θηλυκό: καταπιόλα) Αυτός / -ή που καταπίνει σπέρμα.
- Γλείφ' τα από χάμου, (μωρή) καταπιόλα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Βλ. και το ξύνω.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
(πληθυντικός: πάντες) Η μεριά / πλευρά.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Είμαι ασυνεπής.
-Μη με κλάσεις σήμερα σαν την άλλη φορά που περίμενα μια ώρα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Πορδίζω.
-Σταμάτα ρε να κλάνεις, θα πεθάνουμε εδω μέσα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η παντελώς αγάμητη γυναίκα. Τόσο πολύ, που το μουνί της έχει αραχνιάσει.
Εσύ, αραχνομούνα, θα βρεις ποτέ κανένα γκόμενο;
Βλ. και πιάνω αράχνες.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η χειρότερη. Απο το «χάλι» και «καλλίτερη».
Πολύ χάλι η γκόμενα -- η χαλίτερη του μαγαζιού.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο άντρας που έχει ξεμείνει απο γυναίκα.
- Ρεβεγιόν και να έρθω σαν το μπακούρι, δε λέει τώρα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το τσιγάρο που περιέχει χασίσι (βλ. και γάρο)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Τακτικό κάπνισμα μπάφου με σκοπό την επίτευξη νέου ρεκόρ μπάφων που πίνονται σε μία σεζόν.
Πάμε για μπάφκετ;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!