(θηλυκό: καταπιόλα) Αυτός / -ή που καταπίνει σπέρμα.

- Γλείφ' τα από χάμου, (μωρή) καταπιόλα.

Υπαρξιακή κραυγή (από Khan, 13/10/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τεμπελιάζω.

- Τι έκανες χθες ρε φίλε;
- Άσε ρε, τα έξυνα μέχρι που ματώσανε.

(από Khan, 02/04/14)

Βλ. και το ξύνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(πληθυντικός: πάντες) Η μεριά / πλευρά.

  1. (ερωτικά) - Τον παίρνεις απ' όλες τις πάντες.
  2. (στον δρόμο) - Πιάσε την δεξιά πάντα που δεν έχει κίνηση.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είμαι ασυνεπής.

-Μη με κλάσεις σήμερα σαν την άλλη φορά που περίμενα μια ώρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πορδίζω.

-Σταμάτα ρε να κλάνεις, θα πεθάνουμε εδω μέσα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η παντελώς αγάμητη γυναίκα. Τόσο πολύ, που το μουνί της έχει αραχνιάσει.

Εσύ, αραχνομούνα, θα βρεις ποτέ κανένα γκόμενο;

Αγόρια προσοχή κυκλοφορούν αραχνομούνες. (από joe909, 01/09/11)

Βλ. και πιάνω αράχνες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η χειρότερη. Απο το «χάλι» και «καλλίτερη».

Πολύ χάλι η γκόμενα -- η χαλίτερη του μαγαζιού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άντρας που έχει ξεμείνει απο γυναίκα.

- Ρεβεγιόν και να έρθω σαν το μπακούρι, δε λέει τώρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το τσιγάρο που περιέχει χασίσι (βλ. και γάρο)

  1. Έλα να γυρνάει ο μπάφος.
  2. Θα σκάσουμε κάνα μπάφο;
  3. Τι μαλακίες λες ρε! Ληγμένο μπάφο ήπιες;
  4. Παίζει πολύ μπάφος στο παρκάκι.

Κύπριος αδελφός Μπάφος Μπάφους (από Vrastaman, 20/02/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τακτικό κάπνισμα μπάφου με σκοπό την επίτευξη νέου ρεκόρ μπάφων που πίνονται σε μία σεζόν.

Πάμε για μπάφκετ;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία