Είναι το χασίς στα καλιαρντά (συνώνυμο: χορτομπίγα) και είναι από το ταυτόσημο μάγκικο νταμίρα ή ταλμίρα.

Επίσης νταμιραντάμης: αδελφικός φίλος (βλάμης), από το νταμίρα και αντάμης (από το τούρκικο adam: άντρας ευγενής, γενναίος, σέρτικος).

Tυπικό παράδειγμα ειναι ο ρεμπέτικος (κομμένος) στίχος από το «μία είναι η ουσία» (νομίζω)

«Άντε να φουμάρω τη νταμίρα και ας μην δω στον κόσμο μοίρα».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι η κατάσταση κατά την οποία ο ξενύχτης χωρίς να έχει κοιμηθεί και αφού έχει ξημερώσει το επόμενο πρωί, μπερδεύει το τι έγινε εχθές με το σήμερα. Παρουσιάζεται συνήθως όταν το επόμενο απόγευμα ή βράδυ αφηγείται τα καθέκαστα/εξελίξεις σε κάποιον που δεν ήταν μαζί του το βράδυ και μπλέκει τα μπούτια του.

Όταν σου συμβαίνει μοιάζει λίγο με το «deja vu» πρώτα μπερδεύεσαι μετά το εκλογικεύεις.

- Άσε, από το πρωί παθαίνω εχθεσήμερα...

Δες και σερίφης, χτεσινός.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πιοτί, όταν βγαίνεις έξω με σκοπό να γίνεις κομμάτια, ντέφι, λιάρδα, κόκκαλο, στουπί, να σουρώσεις βρε αδερφέ. Συνήθως συνεπάγεται με περατζάδα σε παραπάνω από ένα μέρη αλλά ΠΑΝΤΑ με μοναδικό στόχο να πιεις τον αγλέουρα, σε σημείο να χάσεις τις αισθήσεις σου.

Πιθανή καταγωγή από το bevere (λατινικά;), απαρέμφατο του πίνω.

- Πού είναι ο Γιώργος;
- Κάπου στο κέντρο θα τον βρούμε, έχει ξεκινήσει την μπέβα από νωρίς.

Το ρήμα πίνω στα λατινικά είναι το bibo, bibi, -, bibere. Πάντως στα ιταλικά το beva είναι προστακτική β' προσώπου και σημαίνει πιες. Όποιος ξέρει ιταλικά, ας μας διαφωτίσει περισσότερο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία