Στην Βόρεια Ελλάδα, σουβλάκι αποκαλείται αυτό που οι Αθηναίοι λένε καλαμάκι.

Στην Αθήνα, σουβλάκι αποκαλείται αυτό που οι Βορειοελλαδίτες λένε σάντουιτς.

Ήρθε προχτές ένας Αθηναίος στο μαγαζί και μου ζήτησε ένα καλαμάκι κι εγώ του έδωσα ένα καλαμάκι που πίνουμε. ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ (και μετά γελάει ο μαλάκας με τη βλακεία που πέταξε, πότε επιτέλους θα σταματήσει αυτο το προπολεμικό αστείο).

βάλε και κανέλα... (από MXΣ, 14/10/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σάντουιτς (χωρίς διαλυτικά, είναι βλαχιά και λάθος) στην Βόρεια Ελλάδα, είναι αυτό που στην Αθήνα αποκαλείται «σουβλάκι».

Σάντουιτς στην Αθήνα, είναι αυτό που στη Βόρεια Ελλάδα αποκαλείται τοστ.

- Κάνε μου ένα σάντουιτς με γύρο ρώσικη απ' όλα.
- Τί;

(από gizaha, 08/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το τηλεκοντρόλ (της τηλεόρασης συνήθως), όπως το αποκαλούν τα μπαρμπόιλ ή οι βλάχοι.

- Βάλε την ΕΡΤ2, που πήγε το κουμπιούτερ!
- ΝΕΤ λέγεται τα τελευταία 15 χρόνια, και είναι τηλεκοντρόλ! Μη μιλάς σαν παππούς. (προσέξτε, προφέρεται κΟΥμπιούτερ και όχι κομπιούτερ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο βλάχος που κατέβηκε απο το χωριό του και (προσπαθώντας αποτυχημένα να κρύψει την καταγωγή του) το παίζει γαμπρός, γκομενιάζει, ντύνεται σαν το καρναβάλι κλπ.

Παντού υπάρχει ένας κλαρινογαμπρός.

Βίκτορ από Ατίθασα Νιάτα, ένδοξος κλαρινογαμπρός της έρλι ναϊντίλας. (από Khan, 28/12/12)Κι ο Ιππότης της Ασφάλτου από την ακόμη πιο ένδοξη εϊτίλα! (από Khan, 28/12/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατάσταση θερμοκρασίας, όταν έχει πιο πολλή ζέστη κι απ τον καύσωνα. Πολλοί επιμένουν ότι χρησιμοποιείται λανθασμένα αντί του σωστού «ζέστη». Δημιουργήθηκε προφανώς κατά: ζέστη ωααα / ζέστηααα / ζέστααα / ζέστα. Η συγγένεια της με τη λέξη βενζίνα παραμένει άγνωστη.

Παρόμοια: Καμίνι, σκάει ο τζίτζικας κλπ.

(βγαίνοντας από το μαγαζί με air condition, Ιούλιος στις 3 το μεσημέρι, ντάλα ήλιος, 42 υπό σκιάν):
- Πωωωωω...
- Ζέστα!

(από Khan, 28/06/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι παλιά αποκαλούσαμε το πορνό και έχει τις ρίζες του στην ομώνυμη σειρά της ΕΡΤ, στα 70s-80s. Ήταν συνήθως η απάντηση στο «ωχ τσόντες βλέπετε ρε

- Ωχ! Ρε καθίκια τσόντες βλέπετε στο pc της δουλειάς;
- Έλα ρε σιγά, εκπαιδευτική τηλεόραση.

(από gizaha, 11/04/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σαν φράση αργκό δεν λέγεται τόσο συχνά, παρ' όλα αυτά υπάρχει σαν φράση-φόρος τιμής, στο homemade χιουμοριστικό βιντεάκι που προβλήθηκε στην εκπομπή ΑΜΑΝ, στο επεισόδιο όπου προβαλλόταν μόνο ερασιτεχνικά βίντεο από fans. Το συγκεκριμένο έδειχνε έναν χοντρούλη τύπο που πήγε και καλά σε ινστιτούτο αδυνατίσματος, και μετά καταλήγει να γίνεται ακόμα πιο χοντρός και δήλωνε «πριν πάω στα βόδι-Line ήμουν τάδε κιλά, τώρα κοιτάξτε πως έγινα, γαμώ τα σάντουιτς του Αλέκο». Άγνωστο παραμένει μέχρι και σήμερα, ποιος είναι τελικά ο Αλέκος στον οποίο αναφέρεται, παρ' όλα αυτά βγάζουμε το συμπέρασμα ότι κάνει / έκανε καλό μεν, λιπαρό δε, σάντουιτς.

  1. - Ρε πώς έγινε έτσι το Μαράκι;
    - Γαμώ τα σάντουιτς του Αλέκο.

  2. Έχω λιώσει στο γυμναστήριο 2 μήνες και κιλά δεν χάνω. Γαμώ τα σάντουιτς του Αλέκο (αυτοσαρκασμός).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ομοφυλόφιλος, η αδερφή, ο gay, η λούγκρα κλπ.

Με την καλή έννοια, είναι κάποιος που έκανε κάποιου είδους κατόρθωμα και του αξίζει ένα μπράβο.

  1. - Του Μούλη δεν του αρέσει η Μαρία.
    - Ε βέβαια ρε μαλάκα, αφού είναι πούστης, δεν το ήξερες;

  2. -Ο γιος μου πέρασε πρώτος στο Πανεπιστήμιο.
    - Τι λε ρε τον πούστη!
    - Όχι ο μεγάλος ρε, ο μικρός.

Ρε Tom Pousti τι κορμάρα τους έφτιαξε! (από Khan, 06/01/14)Μπράβο ρε Pousti, τούμπανο την έκανες! (από Khan, 06/01/14)Είπανε του Pousti να την τουμπανιάσει, κι αυτός ξεκωλώθηκε! (από Khan, 06/01/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σάπιο ονομάζουμε ένα αντικείμενο όταν δεν είναι τόσο καλό ποιοτικά.

Το αντίθετο, δηλαδή όταν κάτι είναι πολύ καλό, το ονομάζουμε μουνάρα.

- Καλός ο καφές στο νέο μαγαζί;
- Μπα, σάπιος ήταν.

- Σάπιο το φτηνοκινητό που αγόρασα, ούτε bluetooth δεν έχει.

- Καλή η νέα γκόμενα του Μήτσου;
- Όχι ρε, σάπια ήταν.

- Το ηχοσύστημα στο αμάξι σάπισε, μία διαβάζει τα cd, μία όχι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γιωτιλίκια, με λίγες λέξεις, είναι οι πράξεις του γιωτά.

Στην πράξη όμως, είναι πιο πολύπλοκα, καθώς οι γιωτάδες έχουν την τάση να επαναλαμβάνουν κάποιες συγκεκριμένες συνήθειες με συγκεκριμένο τρόπο. Όποιοι πήγαν φαντάροι, ξέρουν καλύτερα.

Στην πραγματική ζωή όμως, είναι λίγο διαφορετικά. Γιωτιλίκι θα χαρακτηριστεί μια πράξη ενος τύπου, που έρχεται σε αντίθεση με τις κοινές συνήθειες του πλήθους, ενώ ο συγκεκριμένος την θεωρεί κανονική και την υποστηρίζει δυνατά.

Δεν λέω πως οτιδήποτε διαφορετικό καθίσταται γιωτιλίκι, αλλά μερικά είναι για σφαλιάρες. Πχ τύπος που κυκλοφορεί με παπάκι και μέρα νύχτα φοράει φωσφοριζέ γιλέκο κι ένα σωρό καραγκιοζιλίκια που φωσφορίζουν στο κωλομήχανό του, κι αν του πεις ότι το βρίσκεις υπερβολικό θα ισχυριστεί επιμένοντας πως «ναι, αλλά μια φορά που πετάχτηκε κάποιος και θα με πατούσε...». Θα σε πατούσε επειδή ΕΙΣΑΙ ΗΛΙΘΙΟΣ. Δεν θα σε σώσουν αυτές οι υπερβολές.

Άλλο παράδειγμα. Γιωτιλίκι είναι να φοβάσαι πολύ για την υγεία σου, σε φάση «δεν τρώω γύρο γιατί έχει μέσα συντηρητικά που οδηγούν σε μπλα μπλα μπλα και πεθαίνεις».

Γιωτιλίκι επίσης χαρακτηρίζεται κάποια σωματική «αδυναμία» μερικών (χωρίς να φταίνε). Πχ μερικές ασπρουλιάρες γυναίκες που κάθονται 1 λεπτό στον ήλιο και γίνονται σαν της μαϊμούς τον κώλο και μετά σου λένε «είμαι αλλεργική στον ήλιο». Άλλος σου λέει «είμαι αλλεργικός στον φραπέ» ή «ευαίσθητος στο αλάτι, βγάζω σπυράκια». Οκ σεβαστές οι σπάνιες αδυναμίες σας, ΑΛΛΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΟΝΤΑΙ ΓΙΩΤΙΛΙΚΙΑ.

Γιωτιλίκι είναι να κλειδώνεις ΜΕ 5 ΛΟΥΚΕΤΑ ΤΗ ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑ ΣΟΥ ή ακόμα χειρότερα τη ρόδα απ' το αμάξι σου. Άλλο να τα προστατεύεις, αυτός που είναι υπερπροστατευτικός, μπορεί να δικαιολογήσει όμορφα και σεμνά την πράξη του και να βρει το δίκιο του. Ο ΓΙΩΤΑΣ θα σου πει (πάντα με έντονο ύφος για έναν περίεργο λόγο!) «έχεις δει πώς κλέβουν; Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά».

Εν κατακλείδι, γιωτιλίκι είναι η προσωπική στάση ή πράξη ενός ατόμου, η οποία είναι εκκεντρική και το ξεχωρίζει απ' το σύνολο, την οποία στάση ο συγκεκριμένος υποστηρίζει σθεναρά, με όχι δυνατά, λογικά και κοινωνικά επιχειρήματα, χαρακτηρίζοντάς τον υπερβολικό και αντικοινωνικό (ως και περιθωριακό).

Ελπίζω να σας κάλυψα, η συνέχεια στο επόμενο επεισόδιο. Απορίες κλπ στα σχόλια.

Γιωτιλίκι είναι να κρατάς μανιωδώς όλες τις αποδείξεις απ τα ΑΤΜ «για να μη σε κλέψουν». ΟΧΙ ΗΛΙΘΙΕ, η παρουσία της απόδειξης αποδεικνύει την ύπαρξη της ανάληψης. Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΔΕΝ ΑΚΥΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΤΥΧΟΝ ΑΝΑΛΗΨΗ. Συνεπώς η απουσία μιας απόδειξης ΔΕΝ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΗΛΙΘΙΕ, άρα μη λες «δεν έχω την απόδειξη, άρα δεν την έκανα εγώ αυτή την ανάληψη».

Παιδιά καθημερινά βλέπω μπροστά μου δεκάδες «γιωτιλίκια». Τώρα δεν μου έρχονται παραδείγματα. Άντε γαμηθείτε, το πιάσατε το νόημα του λήμματος, βάλτε δικά σας παραδείγματα, νυστάζω. Φιλάκια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία