Βλέπε κάγκουρας...
Πλακώσαν κάτι πιτσιρικάδες μολυντήρια...
Βλέπε κάγκουρας...
Πλακώσαν κάτι πιτσιρικάδες μολυντήρια...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χαρακτηρισμός γρήγορης οδήγησης σε δρόμο με στροφές.
- Πω πω πέρασε ένας φέτες το εσάκι...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο κοντός, μικροκαμωμενος άνθρωπος.
Κοίτα ρε τον κομίνη, μωρό που κυκλοφορεί...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Βλέπε: φραπεδιόλα.
-Πω πω, και τί δεν θα 'δινα για μία φραπεδέλα...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Παραποίηση της λέξης κουλός η οποία χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει ότι κάποιος έχει μειωμένες ικανότητες. Χρησιμοποιείται ευρέως μεταξύ μοτοσυκλετιστών.
-Πού πάει μωρέ το κουλάδι μαζί με τους άλλους;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Προέρχεται απο το Ιταλικό «Ciao» και δηλώνει χαιρετισμό.
Έφυγα, άντε τσίου!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Συνώνυμο: κωλομπαρία.
- πω πω! πήγαμε χθες βραδυ σε ένα μαγαζί σκέτη κωλομπαρία
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Τα μπιζέλια, ο αρακάς (στην Πελοπόννησο).
Σήμερα θα φαμε μπίζα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αναφέρεται σε κάτι το οποίο είναι γνήσιο και δεν έχει υποστεί μεταγενέστερες μεταβολές. Χρησιμοποιείται κυρίως σε μηχανολογικές συζητήσεις.
Το αυτοκίνητο το έχω μαμά ακόμα, αλλά σκοπεύω να το αγριέψω.
Πωλούνται εξατμίσεις μαμίσιες.
Δες και σετ α λα μαμά.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!