Ορίζεται και ως κοκομπλόκο, το επονομαζομενο κρασαρισμα. Το τσοτσο αποτελεί το τελευταίο επίπεδο κρασαρισματος. Συναντάται πολυ συχνά με τη μορφη: έφαγα τσοτσο ή τσοτσαρα.

Ειδα τη θεία Λίτσα στο πορχαμπ κι έφαγα τσοτσο φίλε.

Δεν μπορώ να γράψω μήνυμα ρε μπρο, έχει τσοτσαρει το πληκτρολογιο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ρήμα,>πουτσα,(-ώνω),τρώω κάτι με πολλή όρεξη, συνήθως ψωμοειδές, συνώνυμο : ντερλικώνω,χλαπακιάζω, καταβροχθίζω

Δες τον Μάκη ρε, δεν πεινούσε αλλά δυο πιτόγυρα μια χαρά τα πούτσωσε.

Πωωωω τι σαντουιτσάρα είναι αυτή, φέρ'την εδώ να την πουτσώσω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Όταν κάποιος ανασκουμπωνεται, δλδ στρώνει τα ρούχα του ώστε να μην φανεί κάτι απρεπες ή να φτιάξει ένα άβολο ρούχο. Μεταφορικα σημαίνει ότι κάποιος χρειάζεται να "μαζευτεί", να είναι λίγο πιο κόσμιος.

" Πω είχε και κωλαρα και έκανε και adjust τον στρινγκο της όταν περνουσε. Καυλα"

"Η μαμά μου έλεγε παντα ότι μια κυρια πρεπει να κάνει adjust το στρινγκο της ακόμα κι όταν είναι εκνευρισμένη με μια κατάσταση"

"Είμαστε chill εδω, δεν χρειάζεται να κάνεις adjust τον στρινγκο σου"

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ετυμολογία <γκρούβα [groove]

Γκρούβαλος χαρακτηρίζεται ο άνθρωπος ο οποίος συχναζει σε παραλιες κάνοντας ελευθερο κάμπινγκ, διασκεδάζει στα πανηγυρια με επιτυχίες του '40 ενώ είναι γυρω στα 20, αράζει σε ποταμια, λαγκαδια, καταρράκτες και βαθρες. Φοράει πεδιλο, ορειβατικό ή και τίποτα ενώ παραλληλα έχει τσακωθεί με κάθε είδους σαπούνι. Αγαπημένα χομπι : Καπνιζει στριφτό,τρακαπόλο ή σταχτοπουτανίτσα. γκρουβαρει αργοσχολα σε όλη του τη ζωη.

Συνώνυμα: αναρχοαπλυτος, φασαίος, χαλαίος, χίππης, φεστιβαλιστής, ακτιβιστής του καναπέ, διακοπάκιας

-Καλά ε πηγα Ικαρία με την Ελένη και γνώρισα ένα πολυ ωραίο κομμάτι. -Για πεεες. -Τι να πω,πολυ γκρουβαλος για τα γουστα μου.

-Μωρό μου, θα με πας Σαμοθράκη να κάνουμε γυμνοί μπάνιο στις βάθρες και να ζουμε ξυπόλητοι στη φύση; -Τι με πέρασες μωρή; Για κάνα γκρούβαλο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ετυμολογία λέξης:(η καροτίδα) Χρησιμοποιείται κυρίως για να γίνει αντιληπτή η αίσθηση του θυμού.

Τί είπες ρε χλεχλέ; Θα σου κόψω τον γκαρούτσαβλο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε