Παραθεριστής νησιών της άγονης γραμμής και άλλων εναλλακτικών προορισμών, στους οποίους συνήθως καταφθάνουν με μοναδικές αποσκευές τα κάτωθι: χιλιοτριμμένος υπνόσακος, δεύτερο μαγιώ, πράσινο σαπούνι (να πιάνει και με θαλασσινό νερό), ένα μπουκάλι νερό, μισό κιλό «μαύρο» και τριάμισι ευρώ.

Στα εν λόγω μέρη προσπαθεί να παραθερίσει για τουλάστιχον τρεις εβδομάδες, αναζητώντας μέρος να κοιμηθεί και χαρτάκια για να στρίψει. Στις άνωθεν αναζητήσεις προστίθενται οι διαρκείς, αγωνιώδεις προσπάθειες να κάνει τράκα φαγητό, οι οποίες τις περισσότερες φορές καταλήγουν σε γειτονικά, παρά θιν' αλός μποστάνια, απ' όπου κλέβει (διόρθωση: απαλλοτριώνει) ντομάτες, πιπεριές και άλλα ζαρζαβατικά, τα οποία καταναλώνει επί τόπου με βουλιμία και χωρίς την προσθήκη λαδιού. Στην συνήθεια αυτή οφείλει και την ονομασία του. Το είδος επιβιώνει εδώ και δεκαετίες στα Αγαίικα οικοσύστήματα. Φυσικοί θηρευτές του είναι τα τοπικά σώματα ασφαλείας, οι ντόπιοι αγρότες και οι κατινατζήδες που πουλάνε την κόκα-κόλα 2.5 ευρώ.

Εσχάτως η «αλαδωσιά» έχει γίνει της μόδας ανάμεσα στους κύκλους των εντεχνindie, με αποτέλεσμα το είδος να έχει υποστεί αναπόφευκτο εκφυλισμό λόγω της εισδοχής στον οικολογικό θώκο δήθεν αλάδωτων, οι οποίοι πίνουν, στρίβουν, κοιμούνται στην παραλία, αλλά τα βράδια πίνουν μοχίτο και τρώνε αστακομακαροναδες σε «ανεξερεύνητες» και «αμόλυντες» γωνιές του νησιού. Οι τελευταίοι αποτελούν την βασικότερη απειλή για το είδος των αλάδωτων.

  1. - Ήμαστε προχτές στο πανηγύρι στις Ράχες, σηκώνομαι να ρίξω μια στροφή και μέχρι να γυρίσω στο τραπέζι, άφαντο το κατσικάκι. Του την είχαν πέσει κάτι αλάδωτοι.

  2. - Ρε συ, πάμε Γιαλισκάρι για μπάνιο αύριο;
    - Ούτε να το σκέφτεσαι, έχουν πιάσει όλες τις σκιές οι αλάδωτοι και θα μας φάει ο ήλιος.

  3. - Γνώρισα ένα παιδί χτες, απίστευτο!
    - Ποια ρε; Την αλάδωτη με το ταγάρι;
    - Ναι μωρέ! Και καλά αλάδωτη! Αυτή ρε συ, με κέρασε ποτό και πλήρωσε με πιστωτική κάρτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

[ουσ.] Άτομο με τάσεις ακατάσχετης φλυαρίας, διανθισμένης από υπερβολές και ψεύδη με απώτερο σκοπό τον εντυπωσιασμό. Η πρακτική του μπουρου-μπουρου μαλακίες, απ' όπου αντλεί τον χαρακτηρισμό του ο μπουρουντέλης, αποσκοπεί πρωτίστως στο να ρίξει γκόμενα που κινείται συνήθως στα άκρα του ηλικιακού φάσματος (πιπίνι ή πουρό) και στα ακρότατα του φάσματος νοημοσύνης (βούρλο). Διαφέρει από τον αεριτζή ως προς τον τελικό στόχο και από τον φιδέμπορα ως προς την τεχνική η οποία περιλαμβάνει περίτεχνους συνδυασμούς ακατάσχετης μπουρδολογίας και φιδο-κοπλιμέντων.

Εναλλακτικές εκδοχές: μπουρουτέλης, μπούρου (ο)

  1. - Κοίτα ρε τον άχαρο, σε τι γκόμενα πάει να την πέσει...
    - Αυτός ρε είναι μέγας μπουρουντέλης! Να δεις τελικά που θα την ρίξει στο τέλος.

  2. - Την ειχα στο μπούρου όλο το βράδυ, αλλά τελικά με πιστόλιασε
    - Εμ, φιλαράκι, είπαμε είσαι μπουρουντέλης, αλλά αυτή η χτεσινή ήταν διεθνής αγαμήτου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σουηδανία, η [ουσ., κύριο όνομα]

Εξωτική χώρα την οποία πανάρχαιοι χάρτες τοποθετούν βόρεια της Ατλαντίδας, 1000 ναυτικά μίλια ανατολικά της Φρουτοπίας.

Είναι παγκοσμίως γνωστή για τους κατοίκους της οι οποίοι για ανεξήγητους επιστημονικά λόγους φέρονται να είναι όλοι θηλυκά, περί τα δύο μέτρα ύψος, με ξανθά μαλλιά και στήθη που παραπέμπουν σε διαφήμιση του γάλα Αρόζα. Οι εν λόγω κάτοικοι αποδημούν μαζικά κάθε καλοκαίρι στα νησιά του Αιγαίου προς γενική τέρψη όλων των φυλών παραθεριστών (ακόμα και των αλάδωτων).

Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά καθιστούν τις κατοίκους της Σουηδανίας την ιδανική προέλευση τουριστών οπουδήποτε νοτίως της Θάσου.

- Τι έλεγε το νησί φετος;
- Μαγεία φιλαράκο, είχε σκάσει καραβιά από Σουηδανία και κάναμε Πάσχα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

ο [ουσ.] Απαξιωτικός χαρακτηρισμός που αποδίδεται εν γένει στο συμπαθές είδος του αθάνατου ελληνικού μαλάκα. Αποτελεί παρήχηση του ονόματος του γνωστού αρχιτέκτονα Σαντιάγο Καλατράβα, ο οποίος έχει καταγραφεί ως ο πρώτος μαλατράβας της ιστορίας.
Η αυξανόμενη σε συχνότητα χρήση του όρου ξεκινάει λίγο πριν τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, κατά τη διάρκεια των οποίων χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν για να χαρακτηρίσει τους εθελοντές. Η εξακολούθηση της χρήσης του όρου μετά το 2004 αποτελεί λαμπρό παράδειγμα αξιοποίησης της ολυμπιακής κληρονομιάς.

Ολυμπιακή χρήση:
- Ρε συ Μαρίκα, πού είναι οι θέσεις μας;
- Μακάρι να ξέρα, εδώ που μας έστειλε ο μαλατράβας κάθονται κάτι Κινέζοι.

μετα-Ολυμπιακή χρήση:
- Φάε έναν μαλατράβα που θέλει να ρίξει και γκόμενα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που αποδίδεται στην ενοχλητική ή ευεργετική (ανάλογα με την θέση του παρατηρητή) συνήθεια διαιτητών ποδοσφαίρου (κυρίως), να μην καταλογίζουν παραβάσεις προφανείς, ου μην και εξώφθαλμες.

Η χρήση του πρέπει να περιορίζεται εξ' ορισμού σε χρόνους παρελθοντικούς (αόριστο, υπερσυντέλικο, σπανιότερα παρακείμενο), καθώς σε χρόνο ενεστώτα δύναται να υπάρξει σύγχυση με πιθανό χαρακτηρισμό ομοφυλοφιλικών τάσεων, σχετικών με το σημαντικότερο project της νέας ελληνικής γλωσσολογίας ( βλ. και σχετικό λήμμα την τρίζει την όπισθεν)

- Πέναλτι ρε μαλάκα, ρεεεεεεε;
- Μη χαλάς σάλιο αδερφέ, ο τύπος έχει καταπιεί το στραγάλι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χιμαιρική έκφραση, η χρήση της οποίας αποσκοπεί στον χαρακτηρισμό της -εν γένει- κατακριτέας συνήθειας υποκειμένου να σιωπά, (να κάνει τουμπεκί, μούγκα στη στρούγκα κλπ) ενώπιον μιας εξώφθαλμα απαράδεκτης κατάστασης η οποία συνήθως εμπίπτει των αρμοδιοτήτων του. Οι δύο συνιστώσες της φράσης, το λόγιο «επάρατο» και το πιο τραχύ, άτονο «κοκοκο», αποδίδουν εύστοχα την φύση της πράξεως, η οποία είναι συγχρόνως γελοία και κοινωνικά απορριπτέα. Χρησιμοποιείται κατά κόρον για τον χαρακτηρισμό διαιτητών ποδοσφαίρου οι οποίοι καταπίνουν το στραγάλι, είναι όμως εφαρμόσιμη και σε ανώτερα επίπεδα διαφθοράς. Γενικώς η ικανότητα για πειστικό επάρατο κοκοκο, αποτελεί προσόν must για πολιτικούς, δικαστικούς και δημοσιογραφους.

Η πατρότητα της φράσεως θα πρέπει να αποδοθεί στον έγκριτο δημοσιογράφο Αντώνη Πανούτσο.

Σε λιγότερο σοβαρές καταστάσεις, απλώς «κοκοκο»

  1. - Κι άλλος βουλευτής μπλεγμένος στο σκάνδαλο; Πότε θα κάνει δηλώσεις ο πρόεδρος;
    - Τι δηλώσεις ρε! Το επάρατο «κοκοκο» θα κάνει και σε δέκα μέρες θα έχουν ξεχαστεί όλα.

  2. - Πέτυχα προχτές το Μαράκι -του Νίκου ντε- να μπαλαμουτιάζεται μ' έναν τύπο.
    - Και τώρα; Θα του το πεις;
    - Δεν ανακατεύομαι. Θα κάνω κοκοκο κι ας καταλάβει αυτός με τι κοντοπούτανο έχει μπλέξει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

[ουσ.] Το να τρέχεις και να μη φτάνεις, να είσαι διαρκώς στην τσίτα για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεσαι εσύ. Αναφέρεται συνήθως σε δραστηριότητες ιδιαιτέρως κοπιαστικές ου μην και αγχωτικές ταυτόχρονα.

- Τι έκανες ρε μαλάκα όλο το πρωί και δε σήκωνες το τηλέφωνο;
- Γάμησέ τα φίλε μου. Στις 8 στην εφορία, μετά γραμμή στο γραφείο, ενδιάμεσα πήγα το αυτοκίνητο συνεργείο και το μεσημέρι στις τράπεζες πριν κλείσουν.
- Πωπω βεγγιλίκια, κουράστηκα μόνο που τ' άκουσα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

ο, το [ουσ.] Διγενής, μονοκατάληκτος χαρακτηρισμός ατόμων με διανοητικές ικανότητες που σκοράρουν αρνητικά καθώς και με μια εγγενή κλίση προς το καφριλίκι και την επιθετικότητα (γλωσσική και μη) . Ως κοντινός συγγενής του γκάου, ο αζαντάουα είναι αλλεργικός στη χρήση επιχειρημάτων και θεωρεί το διάλογο παρωχημένη μορφή πολιτισμού.

Πρόκειται περί είδους ενδημικού των ελληνικών γηπέδων, όπου και επιδίδεται απρόσκοπτα στις αγαπημένες του ασχολίες που περιλαμβάνουν την επινόηση αδιανόητων προσβολών, την εκφώνηση άναρθρων κραυγών και την εκτόξευση αντικειμένων σε κάθε κόρνερ.

Η ονομασία είναι αθροιστική και δύναται να επιμηκύνεται όσο ενεργότερο είναι το υποκείμενο. (αζαντάουα, αζανταντάουα, αζαζανταντάουα, κ.ο.κ.)

  1. - Μαλάκα τι έπαθε ο Bus-in-ass και τον κάνει αλλαγή;
    - Του ανοίξανε το κεφάλι οι αζαντάουα πίσω από τη φυσούνα.

  2. - Τι κάνει ρε συ το άτομο με το καδρόνι εκεί κάτω;
    - Καλά ο τύπος είναι αζαντανταντάουα! δεν καταλαβαίνει ότι θα διακοπεί το ματς με τις μαλακίες τους;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός του άμπαλου, του παντελώς άσχετου ποδοσφαιριστή ο οποίος αποτυγχάνει ακόμα και να έρθει σε επαφή με την μπάλα.

- Τι κριάρι είναι αυτός ο αμυντικός ρε! Μιλάμε δεν τη βρίσκει με τίποτα.

Δες και δεντηβρίσκοβιτς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αμυντικός άμπαλος, ο οποίος δεν τη βρίσκει με τίποτα και γενικώς δεν κόβει ούτε με βαλέ. Σε αντιστάθμισμα της παντελούς έλλειψης τεχνικής, διαθέτει εξαιρετική ικανότητα στο να κόβει στα δύο τους αντιπάλους επιθετικούς. Τα τάκλιν του αποτελούν ταμπλώ-βιβάν βγαλμένα από τις ταινίες του Κόναν και του Στήβεν Σηγκάλ.

Διάσημα δρεπανηφόρα: Μοντέρο, Κολοτσίνι, Καλιτζάκης.

- Ρε συ αυτός ο κωπηλάτης, το 4, είναι καλός;
- Μπα... σκοράρει αρνητικά στο καντερόμετρο, αλλά είναι σωστό δρεπανηφόρο.

(από stolis, 17/08/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία