Επίσης από Βόρειο Ελλάδα, η ίδια λέξη δηλώνει και το κακής ποιότητας χασίς (μπουρούχα). Εξού και η σημασία της άσχημης κοπέλας.

Τι θα γίνει ρε Γιάννη μ' αυτές τις κιούσπες που ψωνίζεις; Έχουμε ένα μήνα να καπνίσουμε κάνα καϊνάρι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Το εξαιρετικής ποιότητας και γλυκύτητας χασίς.

  2. Η εξαιρετικής καλλονής γυναίκα, ιδιαίτερα νεαρή σε ηλικία.

  1. Α: - Τί μας λέει;
    Β: - γκουχ, γκουχ, Καϊνάρι μεγάλε... Γεια στα χέρια σου.

  2. Γνώρισα την αδερφή της Μιχαέλας χτες... Τι καϊνάρι είν' αυτό, Παναγία μου!

(από joe909, 29/08/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η χωριάτισσα, η επαρχιώτισσα, όχι τόσο ως προς την καταγωγή, όσο ως προς την νοοτροπία.

Ετυμολογικά από το τσουράπι, πλεκτή κάλτσα που αποτελεί μέρος της παραδοσιακής φορεσιάς πολλών περιοχών της Μακεδονίας, όπου και συναντάται πολύ η λέξη.

Μπορεί να τρέχει απ' τον Δαναό στο Μέγαρο κάθε μέρα, αλλά είναι μια τσουράπω τέταρτης γενιάς η δικιά σου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση λέγεται για να τονίσει ότι, αυτό στο οποίο αναφερόμαστε, αποτελεί τη μοναδική λογική επιλογή στις τρέχουσες περιστάσεις, ότι πρόκειται για κάτι δοκιμασμένο, για «αξία σταθερή στο χρόνο».

Έχει παρατηρηθεί να δηλώνει και τη λύση ανάγκης.

Από παλιά διαφήμιση της χλωρίνης Klinex, στο τέλος της οποίας ακουγόταν εκείνη η γνωστή, αντρική φωνή με την ιδιαίτερη χροιά που παρέπεμπε σε αυθεντία: «Χλωρίνη Klinex. Αυτήν ξέρετε, αυτήν εμπιστεύεστε!»

Είναι slang τώρα αυτό;

-Και πού πάμε τέτοια ώρα χωρίς να 'χουμε κλείσει τραπέζι;

-Στο ΧΥΖ. Αυτό ξέρετε, αυτό εμπιστεύεστε.

(Έχασε) (από patsis, 19/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τρόπος παιξίματος του κακού ντράμερ (συνήθως αυτοδίδακτου και ημιμαθούς). Γνωστό επίσης και ως μπαστουνιές. Συνεπώς, χασάπης ο ανωτέρω ντράμερ, δεν γνωρίζω όμως αν ο χασάπης προέκυψε από τις χασαπιές ή το αντίστροφο. Ετυμολογικά από τις κινήσεις των χεριών μάλλον: οι ντράμερ κάνουν απίστευτη οικονομία κινήσεων, παίζοντας κυρίως με τους καρπούς. Ο χασάπης θυμίζει κρεοπώλη με μπαλτά, που παίζει με μεγάλες κινήσεις, ανεβοκατεβάζοντας τις χερούκλες του.

- Καλή η συναυλία χτες;
- Καλή ήταν, αλλά ο ντράμερ, ρε πούστη μου... Τι χασαπιές ήταν αυτές!
- Ξεκόλλα, ρε Βαγγέλη. Όλους τους ντράμερ σκάρτους τους βγάζεις. Τι κόλλημα είν' αυτό;

(από BuBis, 20/05/09)

βλ.και χασάπηηη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ορνιθολέων είναι ζώον θηλαστικό που ενδημεί στην Ελλάδα. Είναι πρωτεϊκής μορφής, έχοντας την ιδιάζουσα ικανότητα να λεονταρίζει εφ' όσον βρεθεί ανάμεσα σε όρνιθες, ενώ ευρισκόμενο εν μέσω λεόντων, μετατρέπεται αυθωρεί σε κότα κακαρίζουσα.

Άνθρωποι κάθε τάξης και επαγγέλματος μπορεί να είναι ορνιθολέοντες, ενώ πολλές φορές και κανονικοί Homo sapiens γίνονται περιστασιακά ορνιθολέοντες, όταν οδηγούν, π.χ, ή άμα πιουν κάνα ποτηράκι παραπάνω.

Μαχαλόμαγκας οδηγός χειρονομεί προς και βρίζει χυδαιότατα νεαρή οδηγό σταματημένη στο φανάρι. Ο νεαρός φίλος της κοπέλας (αόρατος ως τώρα από τον εν λόγω οδηγό) βγαίνει από το αυτοκίνητο. Είναι γύρω στα 95 κιλά -χτισμένα- και χαμογελάει περίεργα. Ο αρχικός οδηγός κλειδώνει τις πόρτες και ανεβάζει όλα τα παράθυρα. Κάνει μορφασμούς συγκατάβασης πίσω από τα τζάμια και έχει αρχίσει να ιδρώνει εμφανώς. Ο νεαρός του τα ψέλνει ένα χεράκι εις επήκοον όλων, καταγράφει το συμβάν στο κινητό του, και ανεβάζει το βίντεο στο youtube. Ο οδηγός είναι χαρακτηριστική περίπτωση περιστασιακού ορνιθολέοντος.

Ορνιθολέων πήγε για μαλλί... (από Vrastaman, 20/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πάθημα, η απάτη, η ταλαιπωρία στην οποία μας υποβάλλει κάποιος. Από το τουρκικό «huner» που σημαίνει επιτηδειότητα, επιδεξιότητα, τεχνική. Το λλέμε πολλύ στο Βορρά.

Κατ' επέκταση μπορεί να σημάνει και την εκδίκηση, ή την τιμωρία.

Τί χουνέρι μου έκανε πάλι η προκομμένη η κόρη σου, ξέρεις; Βγήκε προχτές με τις τρελές τις φιλενάδες της και δεν πήγε το πρωί να δώσει Ισπανικά γιατί κοιμόταν, η κατσίκα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει πως, αν κάνεις μονίμως τα χατίρια σε μια γυναίκα, θα σου κάνει τη ζωή δύσκολη. Πρέπει να την παιδέψεις και λίγο (κατ' άλλους: να της ρίχνεις και καμιά ψιλή) για να σ' έχει εκείνη στα όπα-όπα (να σε λέει, όπως λέμε «θείο»).

Ετυμολογικά, προέρχεται από τους ψαράδες που, κατά παράδοση, είθισται να «σβουρίζουν» τα χταπόδια για να μαλακώσουν: τα κοπανάνε με δύναμη σ' έναν βράχο αρκετές φορές (από 40 ως 100, αναλόγως τον ψαρά, και οι αριθμοί πάντα διακρίνονται από ακρίβεια όσο και συμβολισμό). Όπως το λαχταριστό μαλάκιο, λοιπόν, έτσι και η γυναίκα (το μουνί, στην προκειμένη φράση, συνεκδοχικά) μαλακώνει και γίνεται πιο τρυφερή και χαδιάρα όσο την παιδεύεις, όσο την «χτυπάς» (μεταφορικά, ελπίζω). Η πρακτική αποτελεσματική, καθώς αν το χταπόδι είναι φρέσκο, γίνεται αρκετά σκληρό, ιδίως στη σχάρα. Δεν είναι, ωστόσο, απαραίτητο να γελοιοποιείται κανείς στην παραλία: το ίδιο και καλύτερα αφραταίνει το χταπόδι αν το αφήσετε μια-δυο μέρες στην κατάψυξη. Δεν το συνιστώ για τη γυναίκα, φυσικά.

- Πάλι την έφτυσες, ρε, τη Ράνια; Θα σε παρατήσει, κακομοίρη μου, και θα τρέχεις...
- Ρε, το μουνί και το χταπόδι, όσο το χτυπάς απλώνει, λέμε.
- Ναι, και το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν το ξέρει ιδρώνει, αλλά λέω μη σου τα φορέσει καμιά μέρα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αφθονία, ο πλούτος. Από το τουρκικό (σώωπαα!) «bereket» που πάει να πει «αφθονία, ευλογία».

«Τρωγοπίναμε από τις εφτά το απόγευμα μέχρι μετά τα μεσάνυχτα. Αραχτοί πλάι στο κύμα, και να 'ρχονται αβέρτα τα μελανούρια και οι σαργοί κι οι παντελήδες, από το παραγάδι κατευθείαν στη σχάρα, κάναμε και καμιά βουτιά ανάμεσα να ξελαμπικάρουμε κομμάτι, και μετά πάλι σαρδέλα θυμαρίσια που 'λεγες πως σπαρταράει ακόμα, και να τα τσίπουρα και τα κρασιά και οι φρέσκες οι ντομάτες... Μπερεκέτι αδερφάκι μου, μπερεκέτι.»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε