Η γυναίκα-σκύλα. Οι διαβαθμίσεις της κυμαίνονται από τη δυναμική γυναίκα που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της έως την συμπλεγματική που επιχειρεί να επιβάλλεται πάντα, παντού και στον οποιονδήποτε με επιθετικούς τρόπους και εξίσου συμπλεγματική συμπεριφορά, ενδίδοντας στον ψυχαναγκασμό του να αποδεικνύει συνεχώς την (κακώς εννοούμενη) αξία της. Ο χαρακτηρισμός είναι συνηθέστερος γι' αυτό το άκρο και με προσβλητική έννοια.

Σαφής η προέλευση της λέξης από την αγγλική bitch η οποία έχει ενσωματωθεί στα ελληνικά και αυτούσια (μπιτς). Καμία σχέση όμως με την παραλία (beach, όπου το ι εδώ προφέρεται πιο μακρόσυρτα) αν και αυτό δεν αποτρέπει τη μπιτσάρα να παίρνει και την στάση παραλίας, άσχετο.

  1. (Έχουσα το γνώθι σ' εαυτόν:)
    Μου 'ρθε ο Γιώργος σήμερα με λουλούδια και συγγνώμες για τα χθεσινά αλλά δεν μάσησα και τον έστειλα στον αγύριστο! Δεν τού 'φτανε το χθεσινό χεσίδι, ήθελε κι άλλο σήμερα! Θα του δείξω εγώ με τι μπιτσάρα έχει να κάνει!

  2. (Συζητούν δύο συνάδελφοι:)
    - Καλά, τι φρούτο είναι αυτή η καινούρια προϊσταμένη;
    - Άστα, απ' την μέρα που πάτησε το πόδι της στο γραφείο μας πάει κωλοφεράντζα... Αντί να ξεστραβωθεί να μάθει που παν τα τέσσερα πρώτα... Τι θέλει ν' αποδείξει δεν μπορώ να καταλάβω!
    - Τι να θέλει η μαλάκω, ότι είναι και γαμώ τα μανατζίρια, ότι αυτή είναι και κανείς άλλος!
    - Λες να το κάνει τώρα στην αρχή και με τον καιρό να το αφήσει το μαστίγιο;
    - Ας γελάσω! αυτή το 'χει στο DNA της, δεν την κατάλαβες τι μπιτσάρα είναι;

  3. (Συζητούν δύο συνάδελφοι [έχει πέραση σε εργασιακούς χώρους]:)
    - Τι είναι αυτή η Νίκη ρε παιδί μου, δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω...
    - Κοίτα, η γυναίκα το κατέχει το πράγμα καλά και έχει τεκμηριωμένη άποψη, νομίζω δικαιολογημένα στη βγήκε στο μίτινγκ...
    - Ναι δεν λέω, την είπα την πίπα μου κι εγώ, αλλά πολύ μπιτς η γυναίκα ρε φίλε...
    - Με την καλή έννοια! η Νίκη είναι τσακάλι στη δουλειά της και δεν σηκώνει έτσι για πλάκα μα και μου!

(από King_Alobar24, 21/09/08)(από patsis, 18/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που προέρχεται από ολ-τάιμ-κλάσικ ανέκδοτο, τόσο πετυχημένη ώστε η ευρεία διάδοση και χρήση της με την πάροδο του χρόνου να την μετατρέψει σε γνωμικό που χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια πια ανεξάρτητα του αρχικού ανεκδότου.

Σαν γνωμικό πλέον έχει πάρει καυστική χροιά και λέγεται σκωπτικά και με μπόλικη δόση κακεντρέχειας, κοροϊδεύοντας στην ουσία τον άλλον που βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας είτε να γαμήσει κυριολεκτικά ή να πράξει κάτι που επιθυμεί με τον τσαμπουκά του, σε στυλ «αφού ρε loser δεν είσαι άξιος να... (γαμήσεις ή ό,τι άλλο), άντε τράβα για απόσυρση».

Θυμίζει στο υφάκι το πιο φρέσκο αλλά εξίσου απαξιωτικό «get a life».

το ανέκδοτο περ σε:

Πάει κάποιος σε ένα πολυκατάστημα να ζητήσει δουλειά σαν πωλητής, βρίσκει το διευθυντή, του λέει ότι θέλει δουλειά και εκείνος του απαντάει πώς είναι φουλ και ότι δεν χρειάζεται πωλητή.

Ο τύπος επιμένει, ο διευθυντής του επαναλαμβάνει το ίδιο και ετοιμάζεται να τον διώξει, οπότε ο τύπος απελπισμένος του λέει πως θα δουλέψει χωρίς μισθό για ένα μήνα και αν δεν του κάνει τότε να τον διώξει.

Συμφωνεί ο διευθυντής και ο τύπος πιάνει δουλειά.

Μετά από 15 μέρες οι πωλήσεις του πάνε στα ύψη, ο διευθυντής παθαίνει πλάκα και αποφασίζει να τον παρακολουθήσει για να δει πως τα καταφέρνει και πουλάει τις κάλτσες του σε κάθε πελάτη που αναλαμβάνει να εξυπηρετήσει.

Τον βλέπει λοιπόν εκείνη τη στιγμή να κουβεντιάζει με ένα πελάτη και στήνοντας αυτί γίνεται μάρτυρας του παρακάτω διαλόγου:

πωλητής: - Για το ψάρεμα χρειάζεστε πετονιά, καλάμι, αγκίστρι και δόλωμα.
πελάτης: - Οκ, θα τα πάρω.
πωλητής: - Ναι, αλλά τα μεγάλα ψάρια όμως είναι βαθιά όποτε πρέπει να πάρετε μια βάρκα με μια δυνατή μηχανή και όλο τον εξοπλισμό της.
πελάτης: - Να την πάρω κι αυτή.
πωλητής: - Για να μεταφέρετε όμως τη βάρκα πρέπει να πάρετε και ένα τρέιλερ και φυσικά και ένα τζιπ για να πηγαίνετε όπου σας αρέσει.
πελάτης: - Θα τα πάρω κι αυτά και βάλτε και ό,τι άλλο χρειάζομαι.
Κλείνει την παραγγελία και φεύγει ο πελάτης.

Ο διευθυντής πλησιάζει τον πωλητή σαστισμένος και του λέει:
- Καλά βρε συ, δεν πιάνεσαι με τίποτα, πώς τα κατάφερες ρε θηρίο να σου 'ρθει ο άλλος για μια πετονιά και να φύγει με χίλια είδη; - Δεν ήρθε για πετονιά κύριε διευθυντά, σερβιέτες ήρθε να πάρει για τη γυναίκα του και του είπα «δε γαμείς που δε γαμείς, δεν πας για ψάρεμα;»

πηγή: Ελληνική Λίστα Ανεκδότων

(από salina, 01/11/12)ντοτ κόμ... (από MXΣ, 07/11/12)(από Khan, 21/01/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο λυκειάρχης.

Και «λύκαινα» στην περίπτωση που η λυκειάρχης είναι γυναίκα.

Έτσι αποκαλούνται από μαθητές κυρίως, στην σχολική αργκό, προφανώς λόγω της ηχητικής συγγένειας των λέξεων.

Από τη σελίδα των schooligans:

«Γεια σας. Σας στέλνουμε από ένα κωλοχώρι της Εύβοιας. Στην αρχή όταν ο λύκος (σ.σ. ο λυκειάρχης) άκουσε ότι μπορεί να κάνουμε κατάληψη ήρθε στην τάξη και μας είπε ότι «η επαρχία δεν κάνει τέτοια». Όταν τελικά είδε ότι η επαρχία κάνει τέτοια, μας είπε ότι έχει βγει εγκύκλιος και ότι «έστω και για μια μέρα κατάληψη οι εκδρομές κόβονται αυτομάτως». Νόμιζε ότι θα μας φοβίσει! Τι να τις κάνουμε τις εκδρομές με τόσο μαλακία σύστημα;»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Περιπαιχτικά και υποτιμητικά ο ξανθός άντρας ή η ξανθή γυναίκα.

Τόσο η ξανθόψειρα όσο και ο συνώνυμός της, ξανθομπάμπουρας, δείχνει μία αμφιλεγόμενη και αγνώστου αιτίας τάση να συνδυάζουμε ως λαός τους ξανθούς με διάφορα έντομα.

Μαρία: Τι παιδί κι αυτός ο Γιάννης, θεογκόμενος!
Καίτη: Άσε μας ρε φιλενάδα με τον ξανθόψειρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται και για να χαρακτηρίσει κάτι που έχει πολύ έντονη γεύση, συνήθως πολύ καυτερή ή πολύ όξινη.
Απαντάται συχνότερα σαν χαρακτηρισμός του πολύ δυνατού ξιδιού, ίσως γιατί με την πολύ όξινη γεύση του σε κάνει να το βάζεις στα πόδια. Ακούγεται όμως και στην περίπτωση άλλων πολύ δυνατών εδεσμάτων.

Πωπω, ρε συ, αυτή η σκορδαλιά είναι πολύ δυνατή, μιλάμε μου πέταξε τα μάτια έξω! Δραπέτης είναι σου λέω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ενώ το ταγάρι αποτελεί χαρακτηρισμό συγκεκριμένου τύπου γυναίκας, η χρήση της έκφρασης «μου έγινε ταγάρι» γίνεται σε περιπτώσεις φορτικών, αδιάκριτων και ενοχλητικών τύπων, ανεξαρτήτως φύλου, που γίνονται της προσκολλήσεως.

Η επιλογή της λέξης «ταγάρι» πιθανόν να κολλάει με το γεγονός ότι αυτό ήταν αναπόσπαστο χρηστικό αξεσουάρ των χωρικών. Κάτι σαν την σημερινή πουστιέρα, όπου έβαζαν μέσα τα καθημερινά απαραίτητα και έπρεπε να το σέρνουν μαζί τους όπου πήγαιναν.

Αλλιώς: μου έγινε τσιμπούρι, βδέλλα, κολλιτσίδα.

- Ωραία μέρα σήμερα... δεν πάμε για κανά καφεδάκι;
- Και δεν πήγαμε!
- Γιατί μαρή; Πάλι δεν προκάμεις;
- Σούρτα-φέρτα τα παιδιά, εφορία, τράπεζα, σουπερμάρκετ... σου φτάνουν ή θες κι άλλα; α! να πάω και τ' αυτοκίνητο για πλύσιμο, το υποσχέθηκα του Τάκη!
- Ωραία, θα 'ρθω κι εγώ μαζί σου να σε βοηθήσω και μετά, όταν τελειώσουμε, θα πάμε για καφέ...
- Να σου λείπουν τα λούσα! θα τρέξω να τελειώσω τις δουλειές μου γιατί θέλω να προλάβω και το κομμωτήριο, κατάλαβες ή να κάνω και κακά;
- Ε, και τι σε πειράζει να 'ρθω κι εγώ;
- Με πειράζει γιατί δεν θα τελειώσω ποτέ των ποτών και στην τελική σαν πολύ ταγάρι δεν μου έχεις γίνει τελευταία ρε φιλενάδα;;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιά φράση που εμπνεύστηκε από τη μαγκιά, την αντρίλα και το ζοριλίκι που απέπνεε στους κινηματογραφικούς του ρόλους ο γνωστός έλληνας ηθοποιός. Οι χαρακτήρες που ενσάρκωνε είχαν κοινό παρονομαστή την «σκληράδα» που δεν του επέτρεπε να κωλώνει πουθενά και μπροστά σε τίποτα - σε κακούς, καλούς, άντρες, γυναίκες, με ιδιαίτερη σπεσιαλιτέ τα τσαμπουκαλέματα πάσης φύσεως.

Ο Γιώργος Φούντας απόδωσε αυτούς τους χαρακτήρες με τόσο ζήλο που η υποκριτική του τέχνη παραστρατούσε συχνά-πυκνά προς τη γραφικότητα και την υπερβολή. Σε κάθε περίπτωση όμως άφησε εποχή με την έντονη παρουσία του στον ελληνικό (και διεθνή κάποιες φορές) κινηματογράφο των δεκαετιών του '50 και του '60.

Αυτή η γραφικότητα και η υπερβολή αποτυπώθηκαν σε αυτήν την φράση που λεγόταν/λέγεται όταν κάποιος είναι στα πρόθυρα λήψης ρίσκου, λίγο πριν προβεί σε απονενοημένο διάβημα που (εκ πρώτης τουλάχιστον) φαίνεται καταδικασμένο. Λέγεται από κάποιον είτε αυτοσαρκαστικά ή με κομπασμό για το μέγεθος των αρχιδιών του (αναλόγως των αποθεμάτων χιούμορ που διαθέτει).

1
- Ρε φίλε αυτό το Μαράκι το γουστάρω τρελά, λέω στα σοβαρά να της πω να πάμε για κανά ποτάκι...
- Πού πα ρε Καραμήτρο; Το Μαράκι είναι γκόμενα χλιδάτη, με τα φράγκα του μπαμπάκα της, να τρέχει στα Παρίσια κάθε τρεις και δύο, είναι γι' άλλα κόλπα το κορίτσι... εσύ με τις τρεις κι εξήντα θα την βγάζεις στα παγκάκια για πασατέμπο; Φιρί φιρί πας να την φας τη χυλόπιτα...
- Γάμησέ μας ρε Αλέκο… σε είδαμε κι εσένα, όλο μη αυτή και μη εκείνη, στο τέλος όλο με τη χείρα με τα πέντε ορφανά τη βγάζεις! Εγώ θα της μιλήσω κι ας φάω και χυλόπιτα στο φινάλε! ε μα πια, σιγά μην κωλώνει ο Φούντας!
- Ε καλά ρε μεγάλε, δεν είπαμε και τίποτα, πάω πάσο… αφού γουστάρεις, έμπαινε!

2
Διάλογος μεταξύ ταβλαδόρων πάνω σε κρίσιμη στιγμή στο πλακωτό:
- Καλά ρε μαλάκα, είσαι με τα καλά σου; την παραμάνα σου αφήνεις;!
- Γιατί ρε; κωλώνει ο Φούντας;

Κωλώνουν ο Βούδας, ο Φούντας, το πεζικό στην κατηφόρα;...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το χρήμα. Σε μία από τις πολλές εννοιολογικές αποχρώσεις που υποδηλώνει την ύπαρξη ή την ανάγκη αφθονίας (του χρήματος).

Η φήμη ότι αποτελεί γενικά είδος εν ανεπάρκεια τα τελευταία χρόνια είναι μύθος για λαϊκή κατανάλωση. Το μαρούλι για το πόπολο είναι διαχρονικά προστατευόμενο είδος. Ο απλός λαός πάντα έπασχε και πάσχει από χαμηλό χρηματοκρίτη, σε συνδυασμό όμως με την ανίατη καθεπερσία, νομίζει ότι η οικονομική του κατάσταση υπήρξε κάπου, κάποτε ευρωστότερη. Αυτό είναι όμως προϊόν της φαντασίας του. Καθώς η πικρή αλήθεια είναι ότι το καλό μαρούλι ευδοκιμεί μόνον σε θερμοκήπια Miesens, αποκλειστικά με λίπασμα Ταπαίρνογλου και ωσεκτουτού οι μόνοι πραγματικοί κατέχοντες είναι οι εκπρόσωποι της γενιάς των 700 εκατομμυρίων ευρώ. Όλα τ' άλλα (μαρούλια) είναι απλές οδοντόκρεμες!

Συναντάται και στον πληθυντικό, τα μαρούλια.

Συνώνυμα και παρεμφερή
- που υποδηλώνουν αφθονία χρήματος: το χαρτί, η χαρτούρα, το μαλλί, το μπαγιόκο (το πάκο από μετρητά).
- που δηλώνουν κυρίως χρήμα σε μορφή μετρητού, το «ζεστό»:
καύσιμο, κασέρι, μπικικίνια και για ασήμαντα ποσά το ψιλικοκό.
- καλιαρντιστί ο μπερντές, και - ποδανιστί τα γκαφρά, ματαχρή, φταλέ.
Επίσης, μία αξιόλογη συγκέντρωση συνωνύμων, βλ. επίσης στο λήμμα μίζα.

«Ολα γίνονται για το... μαρούλι! »Την ατάκα αυτή χρησιμοποίησε πριν από τρία χρόνια σε γενική συνέλευση της ΕΠΑΕ ο πρόεδρος του Ιωνικού...
(από το διαδίκτυο)

Το Χρήμα (το μαρούλι που λέμε και στα Ελληνικά) και η Δόξα δεν πηγαίνουν απαραιτήτως στους έξυπνους ανθρώπους, στους μηχανικούς, τους σχεδιαστές, ή στις μεγαλοφυΐες. Τα χρήματα «γίνονται» και πηγαίνουν στις πωλήσεις και στο Marketing.
(από blog)

Τα παρακάτω αναφέρονται σε μοτοσυκλετιστές (από φόρουμ)

MΠΕΜΒΕΔΑΚΙΑΣ
Εύκολο νά τόν ξεχωρίσεις έστω καί χωρίς τήν μηχανή του. Τά πάντα πού χρησιμοποιεί έχουν τό σήμα επάνω: Κλειδιά, τσαντάκια, κράνος, μπουφάν (αν καί μερικοί υποκύπτουν στά Dainese) μπότες κλπ. κλπ. Αν μπορούσε θά αγόραζε καί εσώρουχα ΒΜW. Τό μαρούλι όμως πρέπει νά πέφτει άφθονο. Ετσι λοιπόν, λόγω image καί κόστους η φίρμα δέν τραβάει πολλούς εικοσάχρονους ινδιάνους.

ΤΣΟΠΕΡΑΣ
Βασικά ο τσοπεράς ονειρεύεται νά γίνει Χαρλεάς, αλλά εκτός τήν επιθυμία χρειάζεται καί μαρούλι. Οπότε βολεύεται είτε μέ Γιαπωνέζικο πού τού έχει αλλάξει τά φώτα στά χρώμια καί κρόσσια, ή μέ παλιά BSA ή BMW πού όπως τά έχει καταντήσει, έτσι καί έρθει ο Αγγλος ή Γερμανός πού τό φτιάξαν θά πέσουν κάτω από καρδιακή προσβολή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποτελεί περιγραφή χρώματος (!) και εντάσσεται σε μία ευρύτερη ομάδα λέξεων που προσπαθούν να προσδιορίζουν ακαθόριστα χρώματα και αποχρώσεις.

Όλα ξεκίνησαν πριν από πολλά χρόνια με τις γυναίκες κυρίως να χρησιμοποιούν κάτι περίεργες λέξεις για να περιγράψουν διάφορα χρώματα και αποχρώσεις, κυρίως ρούχων και υφασμάτων, ενίοτε και άλλων πραγμάτων όπως μαλλιών, ψιμυθίων, αξεσουάρ, κ.λπ. Οι λέξεις αυτές ήταν εντελώς ακατανόητες από την πλειονότητα των αρσενικών που στην καλύτερη περίπτωση ζητούσαν επεξηγήσεις, συνήθως όμως περιορίζονταν σε συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού. Το ελληνικό λεξιλόγιο εμπλουτίστηκε πάραυτα με λέξεις αμφίβολης προέλευσης που επιπλέον τις χαρακτήριζε η θολούρα ως προς την ουσία του χρώματος που σκόπευαν να περιγράψουν, όπως για παράδειγμα:

Εκρού - καθώς και εκρού του νεκρού (σε μια απέλπιδα προσπάθεια επεξήγησης) -, ιβουάρ, εκάι, πετρόλ, αρζάν, βεραμάν, καφέ-ο-λέ, παστέλ, οφ-μπλακ, λιλά, άσπρο του πάγου, αλλά και λουλακί, κροκί, κοραλί, ουρανί, κ.λπ. Καθώς το πράγμα ξεσάλωνε περαιτέρω, επιστρατεύτηκε το φυτικό βασίλειο (σαπιομηλί, λαχανί, φυστικί, ροδί, κανελί, λαδί, κυπαρισσί, καροτί, ροδακινί, κ.λπ) αλλά και το ζωϊκό (ποντικί, ελεφαντί, τιγρέ, λεο-παρδαλέ, καναρινί, κορακί, κ.λπ).

Μέχρι εδώ, οι λέξεις αυτές δεν συνιστούν αργκό παρά την εισβολή τους στην καθομιλουμένη. Το θέμα που μας αφορά όμως εδώ είναι η εξέλιξη αυτής της παλέτας που συν τω χρόνω πήρε τη μορφή καζούρας. Πολλοί ήταν αυτοί που, ορμώμενοι από αυτές τις περίεργες περιγραφές χρωμάτων, άρχισαν να τις περιπαίζουν και να αυτοσχεδιάζουν με αποτέλεσμα την επέκταση σε ακόμη πιο σουρεάλ αποχρώσεις.

Στην αρχή έκαναν αθώα την εμφάνισή τους πιο χειροπιαστά χρώματα όπως το σκατί, το κουραδί, το τσιρλί, το κατρουλί, το μυξί, για να προστεθούν σύντομα πιο αφηρημένα «χρώματα» όπως το κλανί, το πορδί, το καμπινεδί (το οποίο απαντάται ως προσδιορισμός, π.χ. ροζ καμπινεδί), το κομοδινί κ.ο.κ., καθώς και το κλασικό πλέον σιμπιζάκι (από το γνωστό ανέκδοτο).

Έτσι πλέον μιλάμε για μία γκάμα λέξεων που χρησιμοποιούμε πια στην καθομιλουμένη και μπορεί να χαρακτηριστεί αργκό, όταν θέλουμε να περιγελάσουμε πρόσωπα, αντικείμενα και καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από περίεργες έως ανέφικτες πλην όμως γελοίες «χρωματικές αποχρώσεις». Το «κλανί» αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της εν λόγω συλλογής.

1
- Χρυσή μου, πού να στα λέω... εχτές έπεσα πάνω στην Σούλα που έβγαινε από το κομμωτήριο και κόντεψα να παραπατήσω! καλέ τι φανταχτερό κομοδινί έβαψε το μαλλί της!
- Α ναι, την είδα κι εγώ το πρωί στη στάση, καλέ αυτό δεν είναι κομοδινί, προς το πορδί φέρνει για την ακρίβεια!

2
- Κόψε σαραβαλάκι ο παππούς, πώς κυκλοφορεί ρε τούτο ακόμη!
- Κορόλα του '60 φίλε, η πρώτη που κυκλοφόρησε! και από χρώμα δεν μπορείς να πεις ε; σκίζει το τσιρλί!
- Τι τσιρλί ρε, κλανί δε λες καλύτερα;!

Οινοπνευματί Χριστουγεννιάτικη μπάλα. Η συγκεκριμένη απόχρωση απαντάται και στο μαλλί κυριών μιας κάποιας ηλικίας. (από allivegp, 17/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος άνθρωπος, το κοπρόσκυλο.

Παλιά βρισιά που έλεγαν οι παππούδες μας.

Επίσης χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούσε ευρέως αποθανών πολιτικός κατά την προηγούμενη δεκαετία σε τηλεοπτικές του εκπομπές, κατά των πολιτικών του αντιπάλων -ότι δηλαδή ενώ ήταν ανεπρόκοποι αξίωναν την ψήφο του λαού.

- Δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή του και θέλει να γίνει και υπουργός! Περίπτερο να του δώσεις να κουμαντάρει, θα το ρίξει έξω ο παλιοσκερβελές!

Μηλιώκας - Αλλού τρως: στο νου μου ο σκερβελές σε μαύρα χάλια, που λέει και το άσμα... (από Cunning Linguist, 26/10/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία