Παράφραση του υποκοριστικού «ευαισθητούτσικο».

Την λέξη δημιούργησε ο Σταμάτης Φασουλής στην απόδοση του θεατρικού έργου Εξ Επαφής (Closer) που είχε ανεβάσει πριν από μερικά χρόνια.

Όπως λεγόταν και στο έργο:

«μου είσαι κι ευαισθητοπούτσικο»

(από Khan, 16/02/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τρυφερός εραστής όπως λέγεται στα καλιαρντά, τα (ή καλιαρντή). Αυτός που ως εραστής είναι αγαπησιάρης και πολύ συναισθηματικός. Ενδείκνυται δε να κάνει τακτικά εξετάσεις αίματος προκειμένου να ελέγχει τα επίπεδα σακχάρου καθώς η μεγάλη κατάναλωση σιροπιού τον ανάγει σε ομάδα υψηλού κινδύνου για εκδήλωση διαβήτη.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος, στο βιβλίο «Καλιαρντά», λέει για την λέξη:

Βγαίνει από το πιπίλας και γαμούλης (<γαμώ), όπου ο «πιπίλας» είναι ο αγαπητός, ο προσφιλής (από τα «πιπίλα», «πιπιλίζω» και έχει συνώνυμα τα πιπιλάκης και πιλίπης από αναγραμματισμό).

Συνώνυμα του πιπιλογαμούλη:
γατουλογαμούλης, πιλίπης-γατάκης και πιπιλογατούλης.

- Τι κάνατε ρε χθες το βράδυ; βγήκατε τελικά με τους νιόγαμους;
- Άσ' τα..
- Γιατί ρε, δεν περάσατε καλά; τι έγινε;
- Άσ' τα σου λέω... ρε συ τι πιπιλογαμούληδες είναι τούτοι; όλο το βράδυ κουβέντα δεν γύρισαν να μας πουν, μες το μπαλαμούτι και τις γλύκες ήταν, δεν είχαν μάτια παρά μόνο ο ένας για τον άλλον, άσε που κόντεψαν να τα βγάλουν και μπροστά μας... κολλήσαμε από τα σορόπια πια!
- Άντε από 'δω ρε μπαγλαμά, μη δεις ερωτευμένο άνθρωπο, αμέσως να ξινίσεις... να 'τανε η ζήλια ψώρα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά είναι αυτός που μεταμφιέζεται στις απόκριες. Αυτός που χρησιμοποιώντας μάσκα και αμφίεση (μασκαριλίκια) αποκρύπτει ή μεταβάλλει την πραγματική του ταυτότητα για να σατιρίσει πρόσωπα και καταστάσεις, να προκαλέσει γέλιο ή απλά να συμβαδίσει με τα έθιμα των ημερών.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται για τον γελοίο στην εμφάνιση αλλά κυρίως στη συμπεριφορά. Στη δεύτερη περίπτωση αποτελεί ύβρη για άνθρωπο (;) αναξιόπιστο, απατεώνα, λαμόγιο. Για κάποιον που είτε με φαρισαϊκά σχήματα ή με πουστιές προσπαθεί να αποσπάσει εμμέσως τα επιδιωκόμενα και να οδηγήσει τις καταστάσεις προς όφελός του, υποβιβάζοντας τη νοημοσύνη των άλλων.

Η βρισιά είναι κλασική και από τις προσφιλέστερες που πολύ εύστοχα χρησιμοποιεί ο λαός για να αποκαλεί ή να χαρακτηρίζει τους πολιτικούς που ο ίδιος επιλέγει (έτερον εκάτερον) να τον εκπροσωπούν και να τον κυβερνούν.

  1. Από στίχους των Active Member:

Και να σου πάλι η αφεντιά σου στο βήμα και είναι κρίμα
επαναστάτης να μην τα λέει όλα χύμα
με το κοινό από κάτω να γελάει ευχαριστημένο
να ακούει αυτά που θέλει από κομπάρσο πουλημένο
μασκαρά, φουκαρά, ποπολάρο, ξεχασμένο,
αναγεννημένο, με υποβολέα κρυμμένο
που 'χει μπερδέψει χαρτιά από σενάριο πειραγμένο,
μα δεν γαμιέται, άλλο ένα παιχνίδι στημένο.

  1. Οι στίχοι του «Γκρέκο Μασκαρά» από τον Γιάννη Μηλιώκα:

Τσίρκο, παράγκα, φίρμα γκρέκα
τέμπο, μουργέλα, αγγαρεία
γκράντε μαέστρο καλαμπόρτζο
ράτσα μπαρούφα, ομελέτα, ιστορία
γκράντε μαέστρο καλαμπόρτζο
ράτσα μπαρούφα, ομελέτα, ιστορία

Μασκαρά, γκρέκο μασκαρά
μασκαρά, γκρέκο μασκαρά

Μάτσο αμάκα καπιτάλε
σκάρτο, τανάλια, πολιτσία
φράγκο, ρεζέρβα, φαλιμέντο
περκέ μαντζάρε σοσιαλίστε κομπανία
φράγκο, ρεζέρβα, φαλιμέντο
περκέ μαντζάρε σοσιαλίστε κομπανία

Μασκαρά, γκρέκο μασκαρά...

Σβέλτα, μαντόνα, μανιβέλα
φρένο, στραπάτσο, αραμπόλα
μόδα, καβάλα, ντόλτσε βίτα
τρόμπα, φιγούρα, σαχλαμάρα κι άρπα-κόλλα

  1. Στίχοι από «Της αμύνης τα Παιδιά»

Μια μέρα θα το γράψει η ιστορία
που έδιωξε απ' την Αθήνα τα θηρία
που έδιωξε βασιλείς και βουλευτάδες
τους ψευταράδες και τους μασκαράδες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος άνθρωπος, το κοπρόσκυλο.

Παλιά βρισιά που έλεγαν οι παππούδες μας.

Επίσης χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούσε ευρέως αποθανών πολιτικός κατά την προηγούμενη δεκαετία σε τηλεοπτικές του εκπομπές, κατά των πολιτικών του αντιπάλων -ότι δηλαδή ενώ ήταν ανεπρόκοποι αξίωναν την ψήφο του λαού.

- Δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή του και θέλει να γίνει και υπουργός! Περίπτερο να του δώσεις να κουμαντάρει, θα το ρίξει έξω ο παλιοσκερβελές!

Μηλιώκας - Αλλού τρως: στο νου μου ο σκερβελές σε μαύρα χάλια, που λέει και το άσμα... (από Cunning Linguist, 26/10/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι ...κοιλιακές διαταρραχές. Είναι αυτό που λέμε διακριτικά «μ' έπιασε η κοιλιά μου», ενώ στην πραγματικότητα δεν προλαβαίνω να χεζοκλάνω ηχηρώς, ασυστόλως και κατά συρροήν. Αλλιώς ευκοίλια ή η κατάστασις κατά την οποία κατουρώ απ' τον κώλο, πάντα με τα ανάλογα ηχητικά εφέ.

- Ρε συ, αυτό το γάλα έληξε χθες, τι λες; Θα πάθω τίποτα άμα το πιω;
- Άσ' το ρε μαλάκα μην σε πιάσει καμιά πορδόλυσσα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιπαιχτικά και υποτιμητικά ο ξανθός άντρας ή η ξανθή γυναίκα.

Τόσο η ξανθόψειρα όσο και ο συνώνυμός της, ξανθομπάμπουρας, δείχνει μία αμφιλεγόμενη και αγνώστου αιτίας τάση να συνδυάζουμε ως λαός τους ξανθούς με διάφορα έντομα.

Μαρία: Τι παιδί κι αυτός ο Γιάννης, θεογκόμενος!
Καίτη: Άσε μας ρε φιλενάδα με τον ξανθόψειρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που ζει απ' τον ιδρώτα του πούτσου του, χρησιμοποιεί δηλαδή το όργανό του για βιοποριστικούς σκοπούς. Απόδοση στα ελληνικά της λέξης «ζιγκολό».

Χ: Άλα της και τσίλικο χλιδάτο κάμπριο το τεκνό...
Ψ: Ποιος, αυτός ρε; Α;υτός είναι επαγγελματίας, τα μασάει από ματσωμένες υπεραιωνόβιες!
Χ: Έτσι εξηγείται, ψωλοδίαιτος ο τύπος, είπα κι εγώ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση αδιαφορίας και γραψίματος που εμπεριέχει δόσεις επιθετικότητας και μπιτσοσύνης.

Λέγεται από γυναίκα κατ' αντιστοιχία των στ' αρχίδια μου, ζμπούτσαμ, στον πούτσο μου λουλούδια, κ.λπ.

- Μωρή πες αλεύρι...
- Έλα λέγε.
- Είδα τον πρώην σου.
- Χεστηκαμάν!
- Ναι σιγά, κι άμα σου πω ότι τον είδα με παρέα; (κλείσιμο ματιού)
- Στο μουνί μου το ιδιότροπο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα συχνότερα, αλλά και ο άντρας, προχωρημένης ηλικίας.
Ανήκει σε κατηγορία λέξεων που σκοπός τους είναι τα καυστικά πειράγματα γύρω από αυτό που δεν έρχεται μόνο του αλλά πάει πακέτο μαζί με άλλα όπως το πέσιμο, το χέσιμο, τα ξεμωράματα, οι γεροντοέρωτες κ.λπ. Χρησιμοποιείται όμως και για άτομα που το πόδι τους απέχει αρκετά μακρύτερα απ' το λάκκο.

Άλλες λέξεις που εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό: Ακρόπολη, Πελοπόννησος.

Η Καπνικαρέα είναι μικρή ιστορική εκκλησία που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας (Ερμού) και η μνεία της σε θέματα ηλικίας προφανώς οφείλεται στο ότι υπάρχει εκεί από τον 11ο αιώνα.

- Θυμάσαι εκείνους τους σχολικούς γαμοχορούς το 80; Μωρ' τι ζωντόβολα που 'μαστε τότε!
- Κρύβε λόγια μωρή, θα μας πάρουν χαμπάρι τις καπνικαρέες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που προέρχεται από ολ-τάιμ-κλάσικ ανέκδοτο, τόσο πετυχημένη ώστε η ευρεία διάδοση και χρήση της με την πάροδο του χρόνου να την μετατρέψει σε γνωμικό που χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια πια ανεξάρτητα του αρχικού ανεκδότου.

Σαν γνωμικό πλέον έχει πάρει καυστική χροιά και λέγεται σκωπτικά και με μπόλικη δόση κακεντρέχειας, κοροϊδεύοντας στην ουσία τον άλλον που βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας είτε να γαμήσει κυριολεκτικά ή να πράξει κάτι που επιθυμεί με τον τσαμπουκά του, σε στυλ «αφού ρε loser δεν είσαι άξιος να... (γαμήσεις ή ό,τι άλλο), άντε τράβα για απόσυρση».

Θυμίζει στο υφάκι το πιο φρέσκο αλλά εξίσου απαξιωτικό «get a life».

το ανέκδοτο περ σε:

Πάει κάποιος σε ένα πολυκατάστημα να ζητήσει δουλειά σαν πωλητής, βρίσκει το διευθυντή, του λέει ότι θέλει δουλειά και εκείνος του απαντάει πώς είναι φουλ και ότι δεν χρειάζεται πωλητή.

Ο τύπος επιμένει, ο διευθυντής του επαναλαμβάνει το ίδιο και ετοιμάζεται να τον διώξει, οπότε ο τύπος απελπισμένος του λέει πως θα δουλέψει χωρίς μισθό για ένα μήνα και αν δεν του κάνει τότε να τον διώξει.

Συμφωνεί ο διευθυντής και ο τύπος πιάνει δουλειά.

Μετά από 15 μέρες οι πωλήσεις του πάνε στα ύψη, ο διευθυντής παθαίνει πλάκα και αποφασίζει να τον παρακολουθήσει για να δει πως τα καταφέρνει και πουλάει τις κάλτσες του σε κάθε πελάτη που αναλαμβάνει να εξυπηρετήσει.

Τον βλέπει λοιπόν εκείνη τη στιγμή να κουβεντιάζει με ένα πελάτη και στήνοντας αυτί γίνεται μάρτυρας του παρακάτω διαλόγου:

πωλητής: - Για το ψάρεμα χρειάζεστε πετονιά, καλάμι, αγκίστρι και δόλωμα.
πελάτης: - Οκ, θα τα πάρω.
πωλητής: - Ναι, αλλά τα μεγάλα ψάρια όμως είναι βαθιά όποτε πρέπει να πάρετε μια βάρκα με μια δυνατή μηχανή και όλο τον εξοπλισμό της.
πελάτης: - Να την πάρω κι αυτή.
πωλητής: - Για να μεταφέρετε όμως τη βάρκα πρέπει να πάρετε και ένα τρέιλερ και φυσικά και ένα τζιπ για να πηγαίνετε όπου σας αρέσει.
πελάτης: - Θα τα πάρω κι αυτά και βάλτε και ό,τι άλλο χρειάζομαι.
Κλείνει την παραγγελία και φεύγει ο πελάτης.

Ο διευθυντής πλησιάζει τον πωλητή σαστισμένος και του λέει:
- Καλά βρε συ, δεν πιάνεσαι με τίποτα, πώς τα κατάφερες ρε θηρίο να σου 'ρθει ο άλλος για μια πετονιά και να φύγει με χίλια είδη; - Δεν ήρθε για πετονιά κύριε διευθυντά, σερβιέτες ήρθε να πάρει για τη γυναίκα του και του είπα «δε γαμείς που δε γαμείς, δεν πας για ψάρεμα;»

πηγή: Ελληνική Λίστα Ανεκδότων

(από salina, 01/11/12)ντοτ κόμ... (από MXΣ, 07/11/12)(από Khan, 21/01/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία