Το ρήμα «κακαρώνω» χρησιμοποιείται στην αργκό με την έννοια «πεθαίνω ξαφνικά» (συν. άμεσο).

Είναι προελεύσεως αρχαιοελληνικής (αρχ. «κάρος» = αναισθησία, νάρκη, ρ. (κα)καρ-ώνω, πέφτω σε λήθαργο).

Συχνά χρησιμοποιείται με σκωπτική ή ειρωνική διάθεση, όταν αναφερόμαστε στον θάνατο κάποιου ή σε τεχνικό πρόβλημα συσκευής ή μηχανήματος.

  1. Τίτλος σχολίου blogger:

Τα κακάρωσε ο Χιθ Λέτζερ...

  1. Σχόλιο σε forum:

Δε δούλεψε η μέθοδος της μπαταρίας... Πάει τα κακάρωσε τελείως ο (αν-)εγκέφαλος... Άντε να δούμε ποιο νοσοκομείο (συνεργείο) εφημερεύει σήμερα Σάββατο μπας και μπορέσουν και το δουν.. Τι το ήθελα το VAG-COM ο έρμος...

  1. Άλλο ένα σχόλιο:

Αφού τα κακάρωσε ο μπάρμπας που μου τα 'σταζε, θα τα γυρέψω απ' τον πατέρα μου.

4.

Φίλε pan34 η Αμερική μας τελείωσε... και μαζί της και όλοι όσοι συνταχθήκαν(μ)ε με το κεφάλαιό της, φυσικό, συναισθηματικό και ιδεολογικό...
Όπως και η Σοβιετία επίσης τα κακάρωσε πριν μερικά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του βρωμόπουστα, χωρίς ουσιαστικές διαφορές, αλλά σίγουρα με κάποια διαφοροποίηση.

Ουσιαστικά η σύνθετη αυτή λέξη έχει χάσει τη σημασία του δεύτερου συνθετικού (-πουστας), με μεγαλύτερη έμφαση στο πρώτο (σκατό-) και τονίζοντας εμφατικά την κακότητα του χαρακτηριζόμενου ατόμου.

Βάσει εμπειρικού ακούσματος, πιστεύω ότι η χρήση της εν λόγω λέξης καταδεικνύει τον κακόψυχο και αναξιόπιστο άνθρωπο, που δεν έχει κανέναν ενδοιασμό στο να βλάψει άλλους.

  1. Περιγραφή σε νεανικό forum:

Επειδή έτυχε να το δώ στο σταρ που έπεξε ολόκληρο το βίντεο, να σας πω τι έκανε μετά ο σκατόπουστας. Οπώς είδατε έκανε αναστροφή μπήκε στην αριστερή λωρίδα, και άρχισε να ανεβαίνει. Οι οδηγοί έντρομη και με μεγάλες ταχύτητες πεταγόντουσαν στα δεξιά τους. Ο τύπος συνεχίζει να ανεβαίνει και αφού προσπέρασε την έξοδο καμια εικοσαριά μέτρα ξανακάνει αναστροφή και βγαίνει από την έξοδο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αν είδα καλά ενώ είχε βγεί στην έξοδο έκανε και προσπέραση σε έναν που ήταν μπροστά του που ήταν ήδη μέσα στην έξοδο.

  1. Έκφραση αποτροπιασμού από blogger:

Πόσο άρρωστος, μικρόψυχος και μισαλλόδοξος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος για να μπει και να σβήσει το μπλογκ μιας κοπέλας που μάλιστα εκείνη τη μέρα συμμετέχει στην πρώτη έκθεση μπλόγκερ στην Ελλάδα;
Πόσο πουτάνα μπορεί να είναι η μάνα του και πόσο σκατόπουστας ο πατέρας του που μεγάλωσαν ένα τέτοιο διεστραμένο και κακιασμένο πλάσμα; Πόσο προβληματικές μπορεί να είναι οι σχέσεις με τους γύρω του και πόσο διεστραμένη σχέση έχει με την πραγματικότητα;

«Σκατόπουστοι», στο 2:16. (από vikar, 30/06/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποτιμητικός και υβριστικός χαρακτηρισμός με αποδέκτη τις κυρίες προχωρημένης ηλικίας. Παράγεται από το ουσιαστικό «γριά».

  1. Forumoδιάλογος
    - Έτσι κι εγώ πριν καμια δεκαρια χρόνια στα 17 μου whistle1 γύρναγα κάθε (μα κάθε) ΣΚ όλη την Ελλάδα με ένα Fiat 127, 900 κυβικά και 38 άλογα. Πολύ συχνά με 4-5 άτομα μέσα και τίγκα πράματα και σερφ και ορειβατικά και σκι και ότι μαλακία υπήρχε.
    - Χέσε μας μωρή γριέντζω κι άσε μας να θυμηθούμε τις δόξες μας....

  2. Σχόλιο χρήστη του διαδικτύου:
    έμη διάβασα τη μαλακία του Πρετεντεράκου! Καλά ρε πούστη ο τύπος αυτός βγάζει λεφτά και, μάλιστα, πολλά, για να γράφει σαν υστερική γριέντζω;;;;

  3. Έτερο σχόλιο forum:
    Σε περιφερειακό πανεπιστήμιο της νησιωτικής Ελλάδος υπηρετεί ως τακτικός καθηγητής παρακαλώ, μια από τις μεγαλύτερες κακιασμένες αδερφές του ελέους. Ο τύπος είναι τόσο γλοιώδης και οπορτουνιστής, που τα τρώει από μια γριέντζω με μπόλικα μπικικίνια, η οποία τυγχάνει να είναι και πρόεδρος ενός ιδιωτικού ιδρύματος με πολλές διασυνδέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Δεν σχετίζεται με το γριά. Σχετικά: τζατζόγρια, γιαγιά, γρίντζελο, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα, γρέτζω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ρήμα λακάω ή λακίζω σημαίνει, ότι απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο.

Προέλευσης αρχαιοελληνικής [αρχ. λακῶ σκάω - τρέχω].

Προσωπικά το έχω ακούσει στην Πελοπόννησο (άλλη μία ιστορική φράση από εκεί) περιγράφοντας τη φυγή στην οποία τρέπονται τα ζωντανά, πρόβατα κυρίως, όταν αντιλαμβάνονται ανθρώπινη παρουσία.

  1. Αθλητικό σχόλιο στο διαδίκτυο:

Για άλλον πήγαινε, άλλον που δεν περίμενε είδε μαζί του και όπου φύγει-φύγει!! Είδε αυτόν που μετά χαιρέτισε κι αγκάλιασε ο Θανάσης Πολίτης και φιλήθηκε σταυρωτά μαζί του! Για τον άλλο πήγαινε, άλλον είδε και λάκισε! Το θέμα βέβαια, είναι γιατί…

  1. Ρητορικό ερώτημα διαδικτυακού forum:

russo, μήπως λάκισε ο γαμπρός γιατι δεν έδινες καλή προίκα;;;

  1. Έτερο σχόλιο ποδοσφαιρικού blog:

Λάκισε; Είναι πιθανό.
Ισως ο ίδιος έψαχνε αφορμή να φύγει μετά τη διαρροή της
περίφημης παραίτησής του:
αν αυτό συνέβη, δεν μου κάνει εντύπωση, ο Νικολαΐδης δεν δύναται
να λειτουργήσει υπό προθεσμία.
Αυτό που μέρες τώρα με τρώει είναι από πού λάκισε.
Συγχωρήστε μου την αδυναμία, αλλά δεν βλέπω και τίποτα που να μοιάζει σπουδαίο στον χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη «γκιαούρης» είναι υποτιμητικός χαρακτηρισμός με αποδέκτες τους άπιστους, τους χριστιανούς, από τους Οθωμανούς. Συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη στη λογοτεχνία, με στόχο να καταδείξει το μίσος των αλλόθρησκων εναντίον των χριστιανών. Λέξη προελεύσεως τουρκικής [τουρκ. gâvur, δάνειο από τα Φαρσί - gäbr 'πυρολάτρης'].

  1. Από blog στο διαδίκτυο:

Αυτό συμβαίνει γιατί στερούμαστε Δικαιοσύνης, αγάπης, ειρήνης, κατανόησης. Ποτέ δεν βάλαμε τον εαυτό μας στην θέση του άλλου. «Είσαι αρμένης; Να ψοφήσεις. Είναι Ρωμιός; Να πάθεις τα χειρότερα, βρώμιε γκιαούρη». Με τι καρδιά τα λέμε όλα αυτά; Ποιοι είμαστε τελικά; Έχετε ακούσει κανέναν να λέει: «Ας ακούσουμε τα παράπονα των Κούρδων;». Μήπως οι αριστεροί συζήτησαν από την τηλεόραση τα γεγονότα του παρελθόντος; Λογοδότησε η νοοτροπία που θεωρεί του Αλεβίτες ανύπαρκτα όντα;

  1. Στίχοι ρεμπέτικου άσματος:

Όταν του έρθει ο σεβντάς
πεθαίνει ο γκιαούρης,
τότε γεμίζει ο ντουνιάς
και βγαίνει ο καμπούρης.

Το παλληκάρι της σκιάς
με το μακρύ το χέρι
ανάβει το φως της καρδιάς,
αθάνατο ξεφτέρι.

Είναι ο μύθος του φτωχού,
του λόγου παραστάσεις,
κι έγινε θρύλος του λαού,
του γέλιου αντιστάσεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Με τη λέξη αυτή χαρακτηρίζουμε μία ομάδα ατόμων ελεεινών και αθλίων, με ροπή προς τη διαφθορά. Ο σκύλος, ως γνωστόν, χρησιμοποιείται ως υβριστικός χαρακτηρισμός σε πολλές γλώσσες (αραβικά, τουρκικά, κ.τλ.).

  1. Blogoσχόλιο:

Πέντε μέρες έχουν περάσει από την ομολογία των εγκλημάτων πολέμου του Αττίλα από τον Αττίλα στην Κύπρο και το Ανανικό σκυλολόι δεν έχει αναχαράξει κουβέντα! Τα εγκλήματα πολέμου κατά της χώρας που τους έχει δώσει υπηκοότητα δεν τους απασχολούν.

  1. Νιτσεϊκό απόσπασμα:

Η ζωή είναι μια πηγή χαράς, εκεί όμως που πίνει και το σκυλολόι όλα τα πηγάδια είναι δηλητηριασμένα.
Μου αρέσει καθετί καθαρό, αλλά δεν αντέχω να βλέπω τα στόματα με τα δόντια που τρίζουν και την δίψα των ακάθαρτων.
Έριξαν τα μάτια τους βαθιά στα πηγάδια: τώρα ανεβαίνει ως εμένα το αντιπαθητικό τους χαμόγελο. Έχουν δηλητηριάσει το άγιο νερό με την ακολασία τους: και καθώς ονόμασαν χαρά τα βρώμικα όνειρά τους, δηλητηρίασαν ακόμη και τις λέξεις.
Η φλόγα γίνεται απρόθυμη όταν πλησιάζουν τις υγρές καρδιές τους στη φωτιά, το ίδιο και το πνεύμα κοχλάζει και καπνίζει εκεί όπου το σκυλολόι πλησιάζει τη φωτιά.
Γλυκερός και παραώριμος γίνεται στα χέρια τους ο καρπός: το βλέμμα τους ρίχνει τα φύλλα των καρποφόρων δέντρων και μαδάει τις κορυφές τους.
Και μερικοί, που αποστράφηκαν την ζωή, αποστράφηκαν μόνο το σκυλολόι: δεν ήθελαν να μοιραστούν τα πηγάδια και την φλόγα και τους καρπούς με το σκυλολόι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά το ρ. ξεπατώνω σημαίνει «βγάζω τον πάτο». Ο πάτος, ως γνωστόν, είναι και ο κώλος, άρα το ρήμα είναι συνώνυμο του ξεκωλιάζω (βλ. ξεκωλιάρης, -άρα, -άρικο).

Σημασιολογικά χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του «κουράζω υπερβολικά», «εξοντώνω από την κούραση». «ξεθεώνω».

  1. Ερωτική διαδικτυακή ιστοριούλα:

Πώς την ξεπάτωσε ο πατρινός
Είπα και εγώ να γράψω την ιστορία μου που επιτέλους έγινε πραγματικότητα την Κυριακή το βράδυ στη Πάτρα.

Πάνε 2 χρόνια περίπου που μιλάω με τον γαμιά μου μέσω chat και η αρχική μας επαφή είχε γίνει επίσης σε ένα chat ένα καυτό βράδυ του Ιουλίου.

  1. Περιγραφή συνεύρεσης στο διαδίκτυο:

Οι τύποι αφού την ξεπάτωσαν από παντού με τα παλούκια τους την έχυσαν ένας, ένας στα μούτρα.

Δες επίσης και μου έφυγε ο πάτος, ξεκωλώνομαι, πήρε φωτιά ο κώλος μου

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο έχων μεγάλο κώλο, στην ίδια συνομοταξία με τον ψωλαρά και τον πουτσαρά. Κοινώς γνωστός και ως χοντροκώλης.

  1. Ποίησης εγκώμιον:

Ο κωλαράς Μενέλαος, ο μέγας Αχιλλέας, ο Οδυσσέας κι ο Πάτροκλος, το αρχίδι της παρέας. Έξω απ' τα τείχη κάθισαν τσαμπουκαλήδες όλοι και έκαναν προσπάθεια να πάρουνε την πόλη. Τα γύρω τα περίχωρα τα είχανε ξεκάνει κι όλο τον τόπο γενικά μπουρδέλο είχαν κάνει.

(από BuBis, 26/08/09)

Δες και -άρας, -αράς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο έχων μεγάλο ανδρικό μόριο βλ. επίσης πουτσαράς. Παραχθέν από τη λέξη ψωλή, δηλ. πέος αρχαιοελληνιστί.

  1. Αισθησιακή διαδικτυακή περιγραφή:

Κατάλαβε ο ψωλαράς ότι άρχιζε να μου αρέσει το ξέσκισμα με τον δονητή και άρχισε να με γαμάει με μεγαλύτερη δύναμη και πάθος. Άρχισα να μουδιάζω ολόκληρος από το σκληρό γαμήσι που μου έκανε με τον δονητή του. Εννοείται ότι όλη αυτή την ώρα, το καυλί του δεν βγήκε από το στόμα μου, αφού μου το γαμούσε κι αυτό με δύναμη.

  1. Ποιητικό πόνημα στο διαδίκτυο:

ης Πηνελόπης η φωνή τους βγάζει από την πλάνη
(τον έχει ακόμα μέσα της κι από τις πάντες κλάνει).
- Ειν' ο Οδυσσέας κι αν μπορεί κανείς ας με διαψεύσει
λάθος δεν κάνω εγώ ποτέ, τον γνώρισα απ' τη γεύση.
Τότε - τι θαύμα φοβερό - εκείν' οι ψωλαράδες
κατάχαμα ξαπλώσανε σαν να 'τανε κυράδες.

(από joe909, 17/08/11)

Δες και -άρας, -αράς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά το ματσούκι είναι το μακρύ και χοντρό ραβδί. Η προέλευση της λέξης είναι ιταλική [ιταλ. mazzoca]. Μεταφορικά, η λέξη σημαίνει ξυλοδαρμός. Συνώνυμη λέξη είναι το μπερντάχι. Ως ρήμα χρησιμοποιείται το γνωστό ματσουκώνω. Βλ. επίσης κρεατομάτσουκο.

  1. Άρθρο του Ριζοσπάστη: Το ματσούκι κι ο μικρός Ματσούκα
    Είχα καιρό να πάω σινεμά. Κι είδα τη χιλιάνικη ταινία «Ματσούκα». Οσοι προλάβετε, σύντροφοι, να τη δείτε γιατί βέβαια δε φιλοξενείται και στα σινεμά-πολυκαταστήματα. Θα θυμηθείτε. Το πραξικόπημα στη Χιλή το '73 μέσα από μια υπέροχη παιδική φιλία δυο ταξικά αντίπαλων εφήβων που ξεπερνούν τη φρίκη της θηλιάς που σφίγγει τη ζωή και τη σχέση τους. Θα πονέσετε με την αφύσικη βιαιότητα γεγονότων και αισθημάτων, αλλά θα αποκρυπτογραφήσετε και το σημερινό νεοταξίτικο «πολιτισμό» της κατανάλωσης και του τρόμου που σκιάζει τα όνειρα των νέων και αλλοτριώνει τους λίγο μεγαλύτερους για να μας τους φέρει κατάμουτρα, εδώ και τώρα, σήμερα. Είναι η ...άρχουσα τάξη.

  2. Σχόλιο αναγνώστη του Ριζοσπάστη: «Θα τους πάρω με το ματσούκι
    Η μαρτυρία ανήκει σε 70χρονο συνταξιούχο, που τηλεφώνησε αγανακτισμένος στην εφημερίδα μας: «Ο γιατρός του ΙΚΑ έδωσε παραπεμπτικό στη γυναίκα μου να κάνει ακτινογραφία για οστεοπόρωση. Και επειδή το ΙΚΑ δεν έχει τέτοιο μηχάνημα, πήγε σε ένα συμβεβλημένο ιδιωτικό εργαστήριο χτες, όπου της κλείσανε ραντεβού για τον Οκτώβρη! Τι να κάνω, θα πάω σε άλλο εργαστήριο και θα τα πληρώσω. Αλλά μην τολμήσουν και περάσουν από δω για να ζητήσουν την ψήφο μου, θα τους πάρω με το ματσούκι». Η μαρτυρία αποτελεί χαρακτηριστικότατο παράδειγμα των πολύμορφων συνεπειών της πολιτικής εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης της Υγείας, που προώθησαν και προωθούν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Οσο για το «ματσούκι», μάλλον είναι η πλέον ενδεδειγμένη απάντηση στους πολιτευτές που στηρίζουν και προωθούν την αντιλαϊκή πολιτική του δικομματισμού και την άλλη ώρα βγαίνουν για να ζητήσουν την ψήφο του λαού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία