Όταν βγαίνει βόλτα μια αντροπαρέα τότε λέμε ότι παίζει φάση τσατσάρα παρομοιάζοντας με μια τσατσάρα το σχήμα που δημιουργείται από τους άντρες στη σειρά και σε πλήρη στύση.

- Φίλε ανεβήκαμε φέτος το καλοκαίρι στη Χαλκιδική 6 μπακούρια!
- Έλα ρε! Φάση τσατσάρα δηλαδή!

Η χιονάτη θέλει επειγόντως χτένισμα. Ερρρρρχεται τσατσάρα με 7 πτυσσόμενα δόντια (από GATZMAN, 19/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μικρό γλυκό γκομενάκι ηλικίας 17 με 23.

  1. (ελαφρύ πέσιμο σε παστάκι στο δρόμο)
    - Ωπ, παστάκι, κρίμα που δεν έχω φέρει κουταλάκι μαζί μου σήμερα!
    - (οι αντιδράσεις ποικίλουν)

  2. - Ρε φίλε, τι γαμάτο μαγαζί είναι αυτό! Τίγκα στα παστάκια!

Σχετικά: πιπίνι, μπουγατσάκια

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τύπος με χαίτη. Το λήμμα προέρχεται από τη συγχώνευση των λέξεων χαίτη και Χετταίος.

Σημείωση: Οι Χετταίοι ήταν ένας λαός ινδοευρωπαϊκής καταγωγής που εγκαταστάθηκε στις πεδιάδες της Μικράς Ασίας στη 2η χιλιετία π.Χ.

Σημείωση 2: Οι Χαιτταίοι ήταν λαός ο οποίος κατέκλυσε όλη την υφήλιο στη δεκαετία του 80.

Ρε φίλε θυμάσαι τον Τσιαντάκη που έπαιζε παλιά στο Θρύλο; Τρελός Χαιτταίος, ετσι;

(από vikar, 09/05/12)

Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό

Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λογοπαίγνιο για τον εσπρέσσο λούνγκο: πιο ελαφρύς, με περισσότερο νερό, πίνεται από λούγκρες που δεν είναι αρκετά άντρες για να τον πιουν ριστρέττο!

- Φτιάξε ένα εσπρεσσάκι ρε μαλάκα, δεν την παλεύω, θα γράφω κώδικα όλη νύχτα!
- Διπλό;
- Όχι, φτιάξε ένα λούγκρο, έχω πιει πολλούς από το πρωί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία