Όρος που χρησιμοποιείται στην επιστήμη της μηχανολογίας για το παχύμετρο όταν αυτό χρησιμοποιείται για να μετρήσει το βάθος μιας οπής. Αυτό το πετυχαίνουμε με την χρήση του οπίσθιου στελέχους του οργάνου.

-Να το μετρήσουμε με το κωλοβυθόμετρο καλύτερα, μην κάνουμε κανα λάθος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Καθημερινή έκφραση που δηλώνει την έκπληξή μας σχετικά με μη αναμενόμενες ενέργειες. Την χρησιμοποιούν κυρίως κάτοικοι της Βορείου Ελλάδας, χωρίς αυτό να αποτελεί κανόνα.

(μεταφορά από δηλώσεις εργαζόμενης σε super market στην τηλεόραση...)

-Και μπήκε μέσα και μου λέει ληστεία και του λέω.... πλάκα με κάνεις.

Ωραίο μπανεράκι του Μουσείου της Τράπεζας της Ελλάδος. Πλάκα μας κάνετε ρε παιδιά... (από patsis, 18/11/11)(από Khan, 19/11/11)

Δες ακόμη: θεσσαλονικιώτικα, σε λέω, με λες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σεξουαλικό παιχνίδισμα κατά το οποίο η παρτενέρ ταλαντεύει με δύναμη τα στήθη της στο πρόσωπο του ανήμπορου να αντιδράσει αρσενικού. Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να λάβει χώρα ένα βυζοσκάμπιλο είναι τα στήθη να είναι αρκούντως μεγάλα (εξού και η ανικανότητα του αρσενικού να αντιδράσει αφού έχει μείνει κάγκελο από το μέγεθος).

- Ρε Μήτσο, πώς είσαι έτσι ρε μαλάκα. Σε πλακώσανε στο ξύλο πάλι;
- Άσε ρε μαλάκα... Γνώρισα μια 40άρα εχθές το βράδυ και με τάραξε στα βυζοσκάμπιλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, ο οποίος απευθύνεται σε γυναίκες συνήθως εύσωμες, άσχημες και διανοητικά ένα κλικ πίσω.

Ρε βλάκα σού 'χω πει να μην την ξαναπέσεις σε μπουρούχα γκόμενα. Χαλάς την πιάτσα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτή που εκφράζει τα συναισθήματά της έντονα, φωνάζοντας ουρλιάζοντας και τονίζοντας επιδεικτικά κάθε της κίνηση ... όπως ακριβώς κάνει η χήρα στο κρεβάτι.

Πώς κάνει έτσι αυτή Λίτσα μωρέ παιδί μου, λες και δεν έχει ξαναδεί τσαπού στην τηλεόραση, σαν τη χήρα στο κρεβάτι κάνει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καβλιτζέκι (το). Χαρακτηρισμός αντικειμένων σφηνοειδούς συνήθως μορφής με μήκος τουλάχιστον τριπλάσιο του πλάτους. Την λέξη χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε τέτοιου είδους αντικείμενα όταν τα χρειαζόμαστε, αλλά είναι λίγο πιο μακριά απ' ό,τι φτάνει το χέρι μας.

(ο μάστορας προς το παιδί για όλες τις δουλειές...)

- Πιάσε αυτό το καβλιτζέκι να το βάλω στη θέση του να τελειώνουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός αντικειμένων παλαιάς τεχνολογίας, μεγάλου όγκου, που έχουν χάσει την λειτουργικότητά τους.

Ρε βλάκα άντε πάρε κανάν υπολογιστή, αυτή η μπουρούχα, ο 386 που έχεις είναι για το μουσείο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο σακάτης. Αυτός που κουτσαίνει.

-Τι του βρήκε και τον παντρεύτηκε ήθελα να 'ξερα. Αυτός είναι κούτσαυλος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο βοηθός διαιτητή (για τους παλαιότερους ο επόπτης γραμμών). Ο αφανής ήρωας κάθε Κυριακής δεδομένου ότι λόγω της μικρής απόστασής του από την εξέδρα ακούει τα εξ αμάξης.

(οπαδός προς τον επόπτη γραμμών μετα από σώστή υπόδειξη οφ-σαϊντ)

-Ρε λαλάκα πλαϊνέ, πού το είδες αυτό... Θα μπώ μέσα και θα σε λαλήσω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο γυμνός από τη μέση και πάνω.

- Λαλάκη μου... μη γυρνάς ξεμπλέτσωτος γιατί θα μου κρυώσεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία