Πρόσωπο, ζώο ή πράγμα που αποδεικνύεται εκ των υστέρων αναξιόπιστο, αναληθές, ψεύτικο και κατώτερο των αρχικών προσδοκιών.

  1. Ρε φιλαράκι, που με έστειλες; Πολύ σότο η ταινία ρε.

  2. Ρε φιλαράκι, που τον έστειλες; Πολύ μεγάλο σότο το γκομενάκι. Σωστό μουστάκι.

  3. Πω πω ρε ψηλέ, τι σότο είναι αυτός ο παίχτης που πήραμε;

Δες και μούφα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γκόμενα που δεν βλέπεται με τίποτα. Βασικό διακριτικό στοιχείο αυτής της κατηγορίας το αντικειμενικά μη αναστρέψιμο της κατάστασης.

Μου κανόνισε ραντεβού με μια φίλη της η ξαδέρφη μου που αποδείχθηκε τρελό μουστάκι. Δεν διορθώνεται με την καμία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός για άντρες που φέρουν ογκώδες και βαρύ πλαίσιο, δύσκολο να το κουμαντάρουν και να ελιχθούν. Συνώνυμο της ντουλάπας.

  1. Φίλε χτες στο 5χ5 σε μια κόντρα έπεσε πάνω μου ένα κορμάδι και με ισοπέδωσε.
  2. Τι κορμάδι είσαι εσύ ρε αδερφάκι μου!!Τόσος καναπές, πάνω μου βρήκες να κάτσεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Χαρακτηρίζει απαξιωτικά τον άντρα που σέρνεται διαρκώς πίσω από μια γυναίκα αντικειμενικά πολύ άσχημη. Συνδυασμός λημμάτων μουνόδουλου και σαύρας.

  1. Μίλησα με τον Λάκη τον μουνόσαυρο να κανονίσουμε να την πέσουμε σπίτι του ΣΚ και αυτός για άλλη μια φορά έδωσε άκυρο για το μουστάκι την Γιώτα. Την έχει πατήσει σου λέω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία