Μονολεκτική απειλή προς άτομο που θεωρούμε ότι παρεκτράπηκε και καλούμε προς συμμόρφωση. Χρησιμοποιείται από βαριούς τσαμπουκαλήδες ή από πατεράδες.

Πρόκειται φυσικά για την προστακτική του έρχομαι, με τη μεταβίβαση του τόνου να επιρρώνει την έμφαση. Στην προφορά, το άλφα πρέπει να ακούγεται βραχύ και δασύ (ν' ακούγεται δηλαδή ένα κοφτό χνότο εκεί στο «α»).

Συνώνυμα: για συμμαζέψου, λογικέψου, σύνελθε και τα όμοια.

  1. - Άσε με ρε μπαμπά να κατέβω κι' εγώ για μπάλα!!!... Άααντέεεε!!!... Καί ο Λάκης κατέβηκε καί ο Μάκης καί ο Σάκης καί ο Τάκης καί ο Γάκης!... Έλα ρε μπαμπάαααααα!!... Και ο Ρούλης και ο Σούλης και ο Βούλης και ο Λούλης και ο Κούλης καί ο-
    - Ελά!!...
    - ...

  2. - Ά ρε κωλλόγαυρα, δέν θ' ανέβετε ρε μουνιά να σας δείξουμε ποιόν έχετε πατέρα;
    - Ελά!... Τουμπεκί ο τουρκόγυφτος.
    - [Σηκώνεται σαν αίλουρος] Ποιόν πά' να κάνεις τσαμπουκά ρε φλλ<φάπα>ώρε μη σου γαμ<φάπα>ήσω και χριστ<φάπα>ό και παναγ<φάπα>ία και <φάπα>άγιους απ<φάπα>όστολλους και σ<φάπα>ύνταγμα και βουλλ<φάπα>ή, ανύπαρκτε... Βλλ<φάπα>άκα...
    - ...
    - <φάπα>...
    - ...
    - Ναί ρε μουνί, ΜΠΑΟΚ!...
    [Εδώ πάνω ξεκινάει υπόκρουση Μπούρζουμ ή Μητροπάνου, επαφίεται στον σκηνοθέτη.]

έλα, ελά! (από Jonas, 04/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η διασημότερη όπως λένε λέξη του ελληνικού λεξιλόγιου (και μάλλον είναι, βγάζοντας τουλάχιστον τα παλαιοελληνικά απ' την εξίσωση). Και τι σημαίνει;... έ, το λέει και η λέξη.

Αχέμ.

Χρήσεις

Μαλάκες βγαίνουν σε πολλά χρώματα, αλλά θα προσπαθήσω να πιάσω εδώ τη βασική παλέτα.

α. Φιλική, οικεία προσφώνηση, στην κλητική

Αυτή είναι ίσως η πιο συνηθισμένη χρήση της λέξης, που δηλώνει οικειότητα, ή τουλάχιστον διάθεση οικειότητας.

- Ρε μαλάκα πού το παρκάραμε τ' αμάξι χθές, θυμάσαι;
- Μμμ... στον κώλο σου;...
- Λέγε ρε και βιάζομαι!
- Κάτσε ρε μαλάκα να θυμηθώ... ακόμα δε ξύπνησα... ά... στο περίπτερο.
- Όκέι, τα λέμε σε διωράκι-τριωράκι.
- Έγινε, ψήνω φραπέ.

Εξαιρετικά διαδεδομένη χρήση στην καθομιλουμένη και την αργκό, κάνει τρελή παρέα με το μόριο ρε, και μετριάζεται μόνο από τον κίνδυνο παρεξήγησης λόγω των υπόλοιπων κακόσημων χρήσεων (βλέπε παρακάτω).

Συνώνυμα: συ/εσύ, φίλε. Φράσεις: μαλάκα/μαλάκα μου! (επιφώνημα έκπληξης και θαυμασμού). Σε άλλες γλώσσες: man (αμερικάνικα), mate (βρετανικά, αυστραλέζικα), Du/Alter (γερμανικά).

β. βλάκας, ηλίθιος, χαζός

Αυτός που δεν αντιλαμβάνεται, ο αργόστροφος, βραδύνους, ξέχνα τον, δεν το πιάνει, δε νιώθει ρε παιδί μου, άσ' το να πάει άσ' το, πες τον ζώον, βλίτο, σμπόκο, ούγκα-ούγκα -από πού ν' αρχίσεις και πού να τελειώνεις, κάθε συνώνυμο και μια 'ποτυχημένη, οικτρή προσπάθεια να τον νικήσεις...

αμα ειναι μαλακας ο αλλος και δεν καταλαβαινει...προβλημα του!!!!!αστον να ναι!!!!!

απ' το φέισμπουκ

άντε να εξηγήσεις στο μαλάκα Ελληνάρα, τον Μπάμπη από το Μπουρνάζι με το Punto, ότι το αλκοόλ θολώνει αντανακλαστικά. Άντε να του βγάλεις από τον εγκέφαλο ότι εκτός από οδηγός της πλάκας, είναι και επικίνδυνος αν ανοίξει το γκάζι πάνω από τα 80.

από ιστολόι

Μικρή πίπα: Παρόμοια με κάθε τέτοιον χαρακτηρισμό, είναι και δώ σαφές ότι όταν καλείς κάποιον μαλάκα με αυτήν την έννοια, δέν υποδηλώνεις ότι δεν αντιλαμβάνεται ενγένει (δεν πρόκειται δηλαδή ακριβώς για ρατσιστικού τύπου χαρακτηρισμό όπως να τον έλεγες «καθυστερημένο»), αλλά οτι δεν αντιλαμβάνεται με τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι εσύ· άμεσα προκύπτει το θεμελιακό, ότι για το μαλάκα είσαι μαλάκας. Σκληρό, αλλά για ν' αποφύγεις το αυτοψυχοψάξιμο, η λύση είν' απλή: παράμεινε μαλάκας για το μαλάκα, σιγά μην κάθεσαι να κατανοείς νοοτροπίες μαλάκων τώρα, ορίστε μας...

να σε ενημερωσω πως οτι βρισια και να γραψεις , ουτε με αγγιζει , ουτε και θα με κανει να κατεβω στο παιδικο επιπεδο του "εισαι μαλακας , οχι , εσυ εισαι μαλακας" .. αυτα ειναι για σενα και τους ομοιους σου.

από το φόρουμ τζι αρ

Η λούπα του παραδείγματος παρατηρείται τόσο συχνά σε εμβριθέστατες και βαθιές συζητήσεις εντός γενέτειρας της φιλοσοφίας, που είναι ν' αναρωτιέται κανείς πώς και μας πρόλαβαν οι μοχθηροί φρίτσηδες στη ντρέτη διαπραγμάτευση του απείρου, ή οι τεχνοκράτες άγγλουρες στη ντρέτη διαπραγμάτευση της αποτελεσματικότητας... Μικρή πίπα τέλος.

Φράσεις: άμα ο άλλος είναι μαλάκας, είναι μαλάκας, είσαι μαλάκας ή γιωτάς;, κάνω το μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: jackass, dickhead / shithead (αγγλικά), connard (γαλλικά), Depp (γερμανικά).

γ. αφελής, εύπιστος, θύμα, κορόιδο

Πολύ κοντινή χρήση στην προηγούμενη, συνοδεύεται συχνά από οριστικό άρθρο, ο μαλάκας, και αναφέρεται σε κάποιον που περιέρχεται σε μειονεκτική θέση ή και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ή αποδιοπομπαίος τράγος, λόγω αφέλειας, καλοπιστίας.

Αποκαλυπτικοί είναι οι διάλογοι του Χάρη Τομπούλογλου, που συνελήφθη για χρηματισμό, με τον μεσάζοντα της ιδιωτικής εταιρείας, ο οποίος του έδωσε και τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα. «Δεν είμαι εγώ ο μαλάκας να κονομάνε όλοι από δουλειές και εγώ να μην παίρνω μία», φέρεται να αναφέρει ο πρόεδρος του νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού», ο οποίος συνελήφθη την Τρίτη επ’ αυτοφώρω να λαμβάνει 25.000 ευρώ.

απ' τον διαδικτυακό τύπο

Φράσεις: βγαίνω ο μαλάκας, για μαλάκες ψάχνεις;, o μαλάκας της παρέας, ο μαλάκας της υπόθεσης, στην υγειά του μαλάκα, πιάνω κάποιον μαλάκα.

δ. Αυτός που αυνανίζεται, που μαλακίζεται

Η σημασία αυτή φέρεται να είναι η κυριολεξία.

μαλακας ειναι αυτος που παιζει με το πουλακι του...

απ' το φέισμπουκ

Η εντύπωσή μου είναι ότι τόσο συχνότερα χρησιμοποιείται στην κυριολεξία, όσο περισσότερο κατεβαίνουμε σε ηλικίες, ενώ στο βαθμό που το να τραβάς μαλακία είναι ποταπή, ανήθικη, τσσ-τσκ-τσκ πράξη, χρησιμοποιείται ήδη η λέξη ευρύτατα ως βρισιά.

ΑΝΤΕ ΤΡΑΒΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΜΩΡΗ ΠΑΛΙΟΛΙΝΑΤΣΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΨΕ ΝΑ ΤΡΩΣ, ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ πουλάκι ΣΟΥ, ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, Ε ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΕ!!

από ιστολόι

Η δαιμονοποίηση της «αποκλίνουσας» σεξουαλικότητας είναι εξάλλου βασικότατο μοτίβο στις βρισιές (που πρέπει να τις πιάσουμε κάποτε καλά στο σάιτ!), βλέπε γαμιόλα, πούστης, και πόσα άλλα.

Κάποια συνώνυμα, που ως τέτοια όμως λαμβάνουνε συχνά και τις άλλες σημασίες του μαλάκας: αυνάνας, πεοκρούστης, πεομπαίχτης, τρόμπας, χειρογάμης, ψωλοβρόντης. Φράσεις: τη μαλακία πολλοί αγάπησαν, το μαλάκα ουδείς, το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, καλή η μαλακία, αλλα με το γαμήσι γνωρίζεις κόσμο. Σε άλλες γλώσσες: jerk, wanker (αγγλικά), Wichser (γερμανικά)

ε. Λέξη-πασπαρτού για κακόσημους χαρακτηρισμούς και βρισιά

Το μαλάκας είναι απ' τις επεκτατικότερες του ελληνικού λεξιλογίου, καθώς υποκαθιστά δυνητικά οποιονδήποτε κακόσημο χαρακτηρισμό. Άν κάποιος δεν είναι σίγουρος για το πώς να χαρακτηρίσει κάποιον απ' τον οποίο έχει ενοχληθεί (πες το «λεξιπενία», πες το «θόλωσ' ο Μπροκά 'π' τα νεύρα», πές το «αχαρτογράφητη άβυσσος η ψυχή του αθρώπου, ούτ' ο Ντοστογέφσκι θα μπορούσε να σ' τον περιγράψει αυτόνανε» -ή πες το απλά σπαρίλα να τελειώνουμε), τον λέει απλά «μαλάκα» και τελειώνει η υπόθεση.

Ιδού μια τυπική, τυπικότατη περίπτωση.

- Ο Λέλος θά 'ρθει;
- Δέν του είπα.
- Δέν τού 'πες;!...
- Δέν τού 'πα, δέ γούσταρα.
- Γιατί;
- Δέ ξέρω... μαλάκας είναι, γι' αυτό.
- Τί «μαλάκας» δηλαδή;
- Ε μαλάκας, ρε παιδί μου, ξέρω γώ, μαλάκας, πώς το λένε;...
- Δηλαδή τί ρε παιδί μου;!...
- Ε ρε τί θες τώρα, αναλύσεις να πούμε;... Κάνει μαλακίες... Αλλα θα μου πείς, μαλάκας είναι, μαλακίες θα κάνει!... hά...
- Δέ σε πιάνω.
- Ε 'φού 'σαι και σύ μαλάκας, τί να σ' εξηγώ τώρα, ώωω...

Ιδού και άλλη μία.

Αν πιστεύεις ότι κάποιος είναι μαλάκας όπως λες, θα πρέπει να έχεις ξεκαθαρίσει πρώτα τι εννοείς "μαλάκας" και αν το έχεις, τότε μπορείς να εκφέρεις επιχειρήματα για αυτό.

εδώ

Ως κακόσημη λέξη-πασπαρτού είναι βέβαια και μία από τις πιο συχνές βρισιές. Μάλιστα, από τις αποτελεσματικότερες: αν σε πεί ο άλλος «μαλάκα» και το εννοεί, είτε το βουλώνεις και την κάνεις, είτε το λόγο τον παίρνει ο Ταβερνιέ, αφού συχνά σημαίνει οτι έχει τόσα νεύρα, που δέ μπορούσε να σκεφτεί καμία άλλη λέξη φαντεζί.

στιγμιότυπο από την τηλεοπτική σειρά «Οι τρεις Χάριτες»
ΜΑΡΙΑ: Κάποια στιγμή όμως εκνευρίζομαι πάρα πολύ, γυρνάω και του λέω «τί θές ρε μαλάκα; αφου βλέπεις δέ σου απαντάω!»
ΟΛΓΑ: Μπράβο Μαρία! πολύ σωστά του μίλησες...
ΕΙΡΗΝΗ: Και εγώ στη θέση σου το ίδιο θά 'κανα!...
Μ: Να δείς αυτός στη θέση του τι έκανε όμως...
Ε: Τί;...
Μ: Γυρνάει μου τραβάει ενα φούσκο και μου λέει «ποιόν είπες μωρη "μαλάκα";»... κι' εξαφανίστηκε.
Ε: Ά το μαλάακααα!...

Μαλάκας λοιπόν, σε ήπιο ή μή ύφος, μπορεί να σημαίνει «άξεστος» και «ακοινώνητος», οτι «δεν ξέρει να φερθεί» που λέμε (σύγκρινε με σημασία β), «φταίχτης» και «υπαίτιος» (σύγκρινε με σημασία γ), μπορεί να σημαίνει απλά «κουραστικός» και «φορτικός», μπορεί να σημαίνει «υπερόπτης», «ακατάδεχτος» και «επηρμένος», μπορεί να σημαίνει και «αναξιόπιστος», «ανέντιμος», «ανήθικος», «υστερόβουλος», «ύπουλος», «μηχανορράφος», «υποκριτής», «διπρόσωπος», «μικρόψυχος», «εκδικητικός», «μνησίκακος», και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά.

Φράσεις: βγάζω κάποιον μαλάκα, για έναν μαλάκα, μαζί μου ασχολείσαι, πόσο μαλάκας είσαι;, φάε ένα μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: asshole (αγγλικά), Arschloch (γερμανικά).

Ετυμολογία

Η λέξη βγαίνει από τη λέξη μαλάκα (θηλυκό) στα μεσαιωνικά ελληνικά, η οποία με τη σειρά της βαστάει από το ακόμη πιο παλαιοελληνικό επίθετο μαλακός. Ο Τριαντάφυλλος το θέτει ως εξής:

μαλάκ(α) η 'μαλάκυνση' -ας < ελνστ. μαλακ(ός) 'παθητικός ομοφυλόφιλος' (αναδρ. σχημ.), με αλλ. της σημ. κατά το μαλακία· μαλάκ(ας) -ούλης

ΛΚΝ

και ο Μπάμπης πάνω-κάτω τα ίδια, με ένα τσικ επιπλέον πληροφορία:

< μεσν. θηλ. μαλάκα «μαλακία» (πβ. μάγκας - μάγκα, η), ουσιαστικοπ. τ. του αρχ. επιθ. μαλακός [...], το οποίο ήδη στον Ηρόδοτο δήλωσε τον ανήθικο, διεφθαρμένο άνθρωπο (όπως τον παθητικό ομοφυλόφιλο. 3ος αι. π.Χ.)

ΛΝΕΓ (τρίτη έκδοση)

Χρονολόγηση

Η υβριστική, κακόσημη χρήση υπάρχει τουλάχιστον απ' την αρχή-αρχή του εικοστού αιώνα, όπως μας μαθαίνει ο δαιμόνιος χαρτοπόντιξ κυρ-σαράντ -τα σέβη μου- τον οποίο και παραθέτω με συνοπτικές.

[...] βρήκα, με έκπληξη ομολογώ, να γράφεται, σε εφημερίδα του 1906, η συχνότερη ελληνική τρισύλλαβη λέξη. Λέει ο Άννινος ότι “Περί τα τέλη του βίου του [Παράσχου], κάποιος εκ των λογίων, δυσαρεστηθείς διά δυσμενή κρίσιν του Αχιλλέως περί τινος θεατρικού του έργου, τον απεκάλεσεν εν τη οργή του μαλάκαν. – Εγώ μαλάκας! απήντησεν εξαφθείς ο ποιητής. Και μου το λέγεις συ, ο Παδισάχ της μαλάκας!…” Παναπεί, και τότε έβριζαν οι ποιητές αλλά δεν είχαν Φέισμπουκ να διαδίδει τα ξεκατινιάσματά τους στο πανελλήνιο.

απ' το ιστολόι του κυρ-σαράντ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παραγωγικότατο συνθετικό της αργκό. Σχηματίζει όνομα από λέξη που κατά τον ομιλητή χαρακτηρίζει την γυναίκα στην οποία αναφέρεται.

Η σημασία της σύνθετης λέξης φαίνεται να καθορίζεται σχεδόν αποκλειστικά από το εκάστοτε πρώτο συνθετικό, το οποίο στην πράξη μπορεί να είναι οποιοδήποτε όνομα (ουσιαστικό ή επίθετο). Το δεύτερο συνθετικό περιορίζεται στο να λειτουργεί ως απλή μετωνυμία για τη γυναίκα, η δέ χρήση του άλλοτε δίνει απλά μάγκικο τόνο, άλλοτε σεξιστικό και υποτιμητικό ή περιπαιχτικό, άλλοτε υβριστικό, άλλοτε ακόμη και έναν τόνο χαρακτηριστικής αντρικής στοργής.

Ασφαλώς, υπάρχουν και σύνθετα στα οποία το πρώτο συνθετικό αναφέρεται κυριολεκτικά στο μουνί (πιχί αραχνομούνα, βλέπε στα παραδείγματα).

Άλλοι τύποι είναι -μούνι και -μούνω. Το -μουνο διαφοροποιείται στο ότι τείνει να χρησιμοποιείται μόνον σεξιστικά, απαξιωτικά ή και υβριστικά –στην τελευταία περίπτωση χρησιμοποιείται συχνά και για άντρες: σκατόμουνο, παλιόμουνο και λοιπά. Το δέ αρσενικό -μούνης είναι σπανιότερο και είναι επίσης απαξιωτικό-υβριστικό.

Σε πολιτικά ορθότερα συμφραζόμενα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το -γκόμενα.

Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη σε ημέτερα λήμματα.

Και η Αλμούνα! ακα αλμουνάκι (από Hank, 11/07/09)Μαγαζάκι στην Χώρα της Άνδρου. No comments. (από Vrastaman, 12/09/10)

Σύγκρινε με -ψώλης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γνωστή γραφική φιγούρα της Θεσσαλονίκης, ενεργός τουλάχιστον απ' τις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα ώς κουτσά-στραβά και σήμερα –άν και γι' αυτό δέν είμαι σίγουρος, ας μιλήσουν κι' οι αυτόπτες.

Ο Ρέψας, τουλάχιστον σαρανταφεύγα πια, είναι κουλουρτζής. Όταν δε δουλεύει, μπίχλας, περιφέρεται στο Κέντρο γέρνοντας δεξιά κι' αριστερά σαν εκκρεμές, ατσούμπαλος, σκυφτός και πάντ' αμίλητος, γυαλί-πατομπούκαλο και σαλιωμένη αξυρισιά, και βλέμμα που συνήθως φεύγει στο υπερπέραν αλλά καμιά φορά σε καρφώνει με σχεδόν κοροϊδία, συνηθίζει ν' ανεβαίνει στ' αστικά, να διπλαρώνει επιβάτες και να τους ταράζει στο ρέψιμο σε απόσταση ανάσας –μπάσο, πηγαίο, ασυναγώνιστο, κελαρυστό ρέψιμο– αποσπώντας αμηχανία, αηδία, νευρικό γέλιο, μέχρι και πρόωρη αποβίβαση ή και κλάμα από ευαίσθητες νεανίδες (όπως με πληροφορεί ο αλίβ σε πιμί). Άλλοτε πάλι, πιο σπάνια, τον βρίσκεις να στέκεται σε κεντρικές γωνιές και να μοιράζει βόθρους στους περαστικούς σα φοιτητής τα φέιγ βολάν.

Στη φιλολογία γύρω από τον Ρέψα, κεντρικά ερωτήματα είναι (α) είναι γεννημένο ταλέντο; και αν όχι, με τι διάολο εξάσκηση έφτασε να 'χει τέτοια τεχνική (γιατί όταν ο Ρέψας ρεύεται, ο Τσάκ Νόρις τα κλάνει) (β) πάσχει όντως από κάποιου είδους νοητική υστέρηση όπως δείχνει, ή κοροϊδεύει όλη την πόλη ψιλό γαζί, όντας κατά τ' άλλα απόλυτα ικανός για ντεμέκ φυσιολογική συμπεριφορά; κάποιοι ισχυρίζονται ότι έχουν μέχρι και συζητήσει μαζί του στο νορμάλ (αν και ποτέ δε μας είπαν περιτίνος), ενώ άλλοι εξηγούν ότι έχει φτυστό αδερφό που προκαλεί τη σύγχυση.

Ο Ρέψας λεν ότι προτιμά να διπλαρώνει κοριτσάκια (κι' εγώ αυτό προτιμάω εδώ που τα λέμε), ωστόσο θύματά του είναι εξίσου και άντρες, και θα 'λεγα μάλιστα οποιασδήποτε ηλικίας, απ' όσο τον θυμάμαι. Αρκετά συχνό επεισόδιο το θύμα να του απαντά στην ίδια γλώσσα, ώς και κάποιες φορές να μαζεύονται πιτσιρίκια και να του την πέφτουν ομαδικά με ρεψίματα κι' αυτοί –αλλά τί να κλάσουν, ο άνθρωπος είν' ασυναγώνιστος λέμε (χωρίς πλάκα). Τέλος, παλιότερα τουλάχιστον, θα του την έπεφταν πού και πού κι' οι νταήδες της πόλης να ξεσπάσουν, ελλείψει ακόμα αλβανών μεταναστών, και θα τριγυρνούσε μετά μελανιασμένος.

Να 'ναι καλά τελοσπάντων ο Ρέψας, απ' τους λίγους τρελούς παλιάς κοπής στην ερωτική συμβασιλεύουσα που ακόμη τριγυρνάνε, αν και αραιά πια, γιατί όπως είπε κι' ο Ακύλας Κουλοσάββας σε ανύποπτο χρόνο: «σκατά η Θεσσαλονίκη: της έχουν μείνει οι μισοί τρελοί, κι' απ' αυτούς οι περισσότεροι χαντζ-φρι». Ίσως βέβαια η καλή η κρίση αυτό να τ' ανατρέψει για καλά.

— Και καλά, όλο τον Αύγουστο εδώ την έβγαλες; Ούτε μιά Χαλκιδική δε πήγες;
— Τρ'λός εισαι; Η Σαλονίκη τον Αύγουστο είναι καύλα ρε, αγία αδειοσύνη. Νά 'ν' ο Ρέψας Ναβαρίνο και να τον ακούς στα Λαδάδικα...

(από vikar, 06/11/12)(από vikar, 06/11/12)

Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειρωνική επωδός σε παρατεταμένα ή επαναλαμβανόμενα κούφια λόγια, σε ξύλινη γλώσσα, αοριστολογίες, παπαρολογίες, καθώς και σε ήδη ειρωνείες.

Κοντινά λήμματα: αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά, κασέτα.

Φοίνικες και ταλαράκια το πουγκί μου κουδουνίζει,
και το στόμα μου σαμπάνιες και ρυζόγαλο μυρίζει·
χαιρετάτε με με σέβας, με βαθύν προσκυνισμόν·
επιστάτης, κύριοί μου, έγινα οικοδομών.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.

Έκτακτε Διοικητή μου, πόσα γρόσια θησαυρίζεις;
Όσα παίρνω σ' ένα μήνα σ' ένα χρόνο τα κερδίζεις;
Έκτακτα τον μήνα παίρνεις εσύ χίλια… κι ας να μη!
Εγώ παίρνω τρεις χιλιάδες εις την κάθε πιθαμή.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.

Η αυτού Πανεξοχότης μ' αγκαλιάζει κάθε μέρα.
Μα ρημάζω το Ταμείον; Αλλού βλέπει, βρέχει πέρα,
φθάνει μόνον, πουρνό βράδυ, να τον λέγω εις τ' αυτί
τι φρονεί ο ένας κι άλλος και τι δρόμο περπατεί.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.

Σήμερον το Ναύπλιόν μας η πρωτεύουσά μας είναι·
αύριο θα είναι, λέγουν, αι περίφημαι Αθήναι.
Τότε, γρόσια μιλιούνια τότε δα θα ξοδευθούν,
και πατόκορφ' απ' εμένα αι Αθήναι θα κτισθούν.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.

Κριματίζει όποιος λέγει πως εγώ μισώ τα φώτα·
τα σχολεία, στην τιμή μου, τ' αγαπώ απ' όλα πρώτα·
και πολλές φορές λαχαίνει στ' όνειρό μου να ιδώ
πως οικοδομώ Μουσεία, κι απ' το στρώμα τραγουδώ:
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.

Με κολνούνε οι γυναίκες και γλυκές ματιές με ρίχνουν·
μ' όλες μου τες άσπρες τρίχες πως μ' ορέγουνται με δείχνουν·
γαμβρός είμαι όπου πάγω, κι εις το κάθε σπιτικό
ταπεινότατες προτάσεις υπανδρείας αγρικώ.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.

Αλέξανδρος Σούτσος, 1831, απο δώ

Εκείνη την εποχή ήταν ακόμη άγνωστο πότε θα αναπτυχθεί βιομηχανικά η Ελλάδα [...], ήταν όμως ήδη γνωστό πως το ογδονταένα, μετά την αλλαγή φρουράς των συντηρητικών ραμολιμέντων στην εξουσία, είχε έρθει η σειρά των νέων και σφριγηλών εκσυγχρονιστικών δυνάμεων της χώρας που υπόσχονταν και διαλαλούσαν πως επρόκειτο να διαχειριστούν τα κοινά με αξιοκρατία και κοινωνική ευαισθησία στο πλαίσιο του νέου κράτους των Ελλήνων εργαζομένων, του κράτους της Αλλαγής που χρόνια το περίμεναν. Τεριρέμ. Ψαλμός για να κρατά το ίσο στη διάρκεια της τελετουργικής κατασπάραξης του δημόσιου πλούτου από τα νέα αφεντικά, σοσιαλιστικά αυτή τη φορά, που 'χαν περιβληθεί την πορφύρα και την ανέμιζαν στον αέρα όπως μοντέλα στην πασαρέλα. Και ήταν οι ίδιοι οι χθεσινοί τους όμοιοι, οι οποίοι τους είχαν εντωμεταξύ εκλέξει να διαχειρίζονται το κοινό ταμείο, και είχαν επιδιώξει όχι μόνο να εκπροσωπούνται απ' αυτούς, αλλά και απαιτήσει να είναι ολοφάνερα αρχοντική η συμπεριφορά τους – όχι μόνον να είναι, αλλά και οπωσδήποτε να μοιάζουν άρχοντές τους. Ποιος ξέρει, ίσως επειδή, προσβλέποντας και στη δική τους μελλοντική αναρρίχηση σε κάποιο ρετιρέ της εξουσίας, έστω πρώην πλυσταριό ταράτσας, ήθελαν να εξασφαλίσουν πως όλες αυτές οι χάντρες, τα λιλιά, τα καθρεφτάκια και τα διαδήματα θα στόλιζαν κάποια στιγμή και τα δικά τους μούτρα, θα μακιγιάριζαν και τη δική τους προσφορά στην κοινωνία, όταν θα ερχόταν η ώρα της επόμενης αλλαγής, η ώρα ενός ζεϊμπέκικου που καπνίζει πούρο. Τεριρέμ. Οποιοσδήποτε ελάχιστα νηφάλιος νους είχε αφήσει να παρασυρθεί απ' τον πασοκικό στρόβιλο τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, τον γνώριζε τον ψαλμό. Τεριρέμ.

Δημήτρης Νόλλας, «Μάρμαρα στη μέση», Ίκαρος, 2015

Προέλευση και ολίγη ευθυμία

Η λέξη προέρχεται απο τη βυζαντινή μουσική, οπου, μαζί με άλλες ανάλογες λέξεις, εκφέρεται κατα την ψαλμωδία για καθαρά ρυθμικούς λόγους, στα λεγόμενα κρατήματα (υπόψιν και η έκφραση κρατάω το ίσο). Το φαινόμενο στη μουσική είναι γνωστό, απο τη χρήση του αμάν στους αμανέδες και το γιο του χίπ-χόπ, ώς φυσικά και την παράδοση του σκάτ στην τζάζ. Βλέπε και ορισμό στο Βικιλεξικό.

Παράδειγμα οριτζινάλ από τον Θεόδωρο Βασιλικό.

παρμένο απο ιστολόι

- Can anyone tell me what the word "τεριρέμ" means?
- Nothing. It's a nonsensical syllable used in Byzantine Orthodox Ecclesiastical music in order to prolong the melody and fill the gaps during the Service. The syllables "terirem", "tenena", "terute" are called «κρατήματα» (kra'timata, plural neuter nominative of the noun «κράτημα» ('kratima)-->lit. grip, handhold).

απο συζήτηση στο φόρουμ του γουόρντ ρέφερενς

Η λέξη, καθότι εκκλησιαστική, έχει δώσει έναυσμα σε διάφορες χαριτωμένες, ευφάνταστες θεωρίες που επιχειρούν να τη δικαιολογήσουν.

Πρόκειται για τη στιγμή που η κοσμική εξουσία συναντά την Υπέρτατη! Είναι η ώρα που ο βασιλεύς της Βασιλευούσης εισέρχεται στο παλάτι του Βασιλέα των βασιλέων! Είναι το χρονικό σημείο που ο προσκυνούμενος θα γίνει προσκυνών! Φανταστείτε τον ψίθυρο και την αναταραχή κατά τη στιγμή που ο πρώτος τη τάξει της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εισέρχεται στην Αγία Σοφία ευθυτενής και αγέρωχος, λαμποκοπώντας ανάμεσα σε χρυσάφια και πορφύρες, σέρνοντας σαν κομήτης ουρά από παρατρεχάμενους ανάλογης ενδυμασίας και αναγνωρισιμότητας. Όλες οι βασιλικές μετακινήσεις και συμπεριφορές –ακόμη και σήμερα- διέπονται από πρωτόκολλο που καθορίζει τον τόπο, τον τρόπο και τον χρόνο που θα γίνει το κάθε τι, προβλέποντας και την τελευταία λεπτομέρεια. Είναι συνεπώς αδύνατο, συνάντηση κορυφής, αντάμωμα εξουσιών, να γίνεται απουσία πρωτοκόλλου. Είναι αδύνατο για παράδειγμα ο αυτοκράτορας να εισέλθει στο ναό έπειτα από του Αγίου Ευαγγελίου το ανάγνωσμα ή μετά τον Ακάθιστο. Αδύνατη βεβαίως και η έλευση του εν μέσω αυτών. Διότι αν μία και μόνο καλλονή, όπως ανέφερα σε προηγούμενη ανάρτηση, προκαλεί ενδεχόμενη αναταραχή στο εκκλησίασμα, μπορεί ο οποιοσδήποτε να καταλάβει τι επικρατεί τη στιγμή της ελεύσεως του αυτοκράτορα. Χάος! Πολυάσχολος ων ο βασιλεύς, αφ’ ενός λόγω του βεβαρημένου προγράμματος της διακυβέρνησης της αυτοκρατορίας και αφ’ ετέρου λόγω πρωτοκόλλου το οποίο αποτελεί κώλυμα ως προς την ταχεία διεξαγωγή ορισμένων διαδικασιών, τις περισσότερες φορές καθυστερεί να προσέλθει στο ναό. Τι γίνεται σ’ αυτή την περίπτωση; Πως οι ιερωμένοι θα παρατείνουν τον χρόνο της Λειτουργίας ώστε ο αυτοκράτορας να μην καταστεί ετεροχρονισμένος; Τίνι τρόπω θα κωλυσιεργήσουν χωρίς αυτό να γίνει άμεσα αντιληπτό απ’ το εκκλησίασμα; Η απάντηση και λύση -χωρίς να είναι η μοναδική- είναι το προαναφερθέν «κράτημα τεριρέμ». Οι επαναλαμβανόμενες αυτές συλλαβές αποτελούν στάση αναμονής για την επικείμενη συνάντηση κορυφής αλλά και ηχητικό κόκκινο χαλί κατά κάποιο τρόπο στο οποίο θα πατήσει ο αυτοκράτορας. Βέβαια, οι Πατέρες της εκκλησίας δεν ήταν ανόητοι να φυτέψουν ασυναρτησίες ανάμεσα στα τροπάρια και στις δοξολογίες. Φρόντισαν συνεπώς η στάση αυτή να έχει θεόπνευστο χαρακτήρα και να είναι τεχνηέντως επενδεδυμένη με Θείους συμβολισμούς. Έτσι δημιουργήθηκε το «κράτημα τεριρέμ» το οποίο συνοδεύεται από πολλές θεωρίες ως προς το τι ακριβώς συμβολίζει. Σε τόσο βαθιά νερά δεν καταδύθηκα ούτε πρόκειται να το κάνω, υπόκειται στη δική σας κρίση και διάθεση να το πράξετε.

απ' το ιστολόι όπως πρίν

Επίσης:

Όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί, ιδιαίτερα όμως οι φιλακόλουθοι, έχουν ακούσει πολλές φορές να ψάλλεται, κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας ή και άλλων ιερών ακολουθιών ένα μακρόσυρτο μουσικό μέλος, χωρίς λόγια, το γνωστό ως «τερερέμ». Πρόκειται για συλλαβές χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο που χρησιμοποιήθηκαν δίκη κειμένου σε έντεχνα, ιδιαίτερων τεχνικών και φωνητικών απαιτήσεων, μαθήματα της βυζαντινής μουσικής, καλοφωνικές, μελισματικές, όπως λέγονται, συνθέσεις και κρατήματα. Για τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιήθηκαν και άλλα πλέγματα συλλαβών. Απ’ όσους άκουσαν ή κατά καιρούς ακούνε το συγκεκριμένο μουσικό μέλος, θαρρώ πως ελάχιστοι είναι εκείνοι, οι οποίοι γνωρίζουν τον βαθύτερο συμβολισμό και τι μυστικό νόημα πίσω από το θαυμάσιο αυτό μουσικό μέλος, που αποτελεί ταυτόχρονα και γλυκύτατο ευχάριστο άκουσμα, όταν εκτελείται σωστά από καλλίφωνους διακόνους του εκκλησιαστικού αναλογίου. Πολλοί το θεωρούν επίδειξη μουσικής τεχνικής δεξιότητας και ικανότητας, άλλοι το ονομάζουν «νανούρισμα» του Χριστού από την Παναγία μητέρα Του, όταν ήταν ως άνθρωπος βρέφος, ενώ δεν αποκλείονται κι’ εκείνοι οι οποίοι το θέλουν ως κλαυθμυρισμό του «μικρού Ιησού». Άλλοι τέλος δίνουν διαφορετικές ερμηνείες που στηρίζονται σε ακροβατικούς ευσεβείς συλλογισμούς.

απο έτερο ιστολόι

Πράγματι, μεταξύ χριστιανορθόδοξων ερευνητών (χρειαζόμαστε λήμμα-ομπρέλα για το πιό σύντομο ανέκδοτο), κυκλοφορεί η άποψη οτι η λέξη φιλοδοξεί να προσομοιώσει, ή μάλλον (για να λέμε τα πράγματα με τ' όνομά τους!), αναπαράγει πιστά αγγελικές «άναρθρες φωνές». Για μπόλικη χάρντκορ θολούρα περι αυτού, πασπαλισμένη με «αποδείξεις» βασισμένες απροκάλυπτα σε αριθμολογίες και πορτοκαλισμούς, παραπέμπω εκεί, απ' οπου και παραθέτω ενδεικτικά τα εξής, για να σπάσει το χειλάκι μας:

[...] «Πού βρήκαμε και πήραμε την άναρθρη φωνή με το «Τεριρέμ» και την χρησιμοποιούμε στη Θεία Λατρεία μας»; Η απάντηση είναι απλή [ςικ]. Οι ίδιοι οι Προφήτες μας πληροφορούν, ότι άκουσαν φωνές στον Ουρανό « ως φωνήν υδάτων πολλών » (Ψαλμός 92, 4 Ιερεμίας 28, 51, 16 – Ιεζεκιήλ 1, 24 κ.λ.π.). Και αυτό είναι βέβαιο, διότι καθώς η φωνή και ο χτύπος (δηλαδή ο θόρυβος) του νερού, είναι ή-χος (χτύπος), μα δεν είναι λόγος έναρθρος, έτσι και οι Άγγελοι έψαλλαν, με άρρητη (άναρθρη) φωνή. Αυτό άλλωστε, μας το δηλώνει και ο Απόστολος των Εθνών Παύλος, ο οποίος ανέβηκε – όπως μας λέει καθαρά – «έως τρίτου Ουρανού» και μας πληροφορεί στην Β΄. προς Κορινθίους Επιστολή του ιβ΄. Κεφ. Παρ. 4, ότι εκεί «ήκουσεν άρρητα ρήματα, ά ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσει». Δηλαδή, άκουσε μέλος και αρμονία, δίχως λόγια (λέξεις). Το «Τεριρέμ» κατά την συμβολική Θεολογία, δεν σημαίνει τίποτ’ άλλο ή δεν στοχεύει σε τίποτ’ άλλο, παρά στο ακατανόητο της Θεότητος. [...] Αυτή την άναρθρη φωνή, επισημαίνει και ο θεσπέσιος Δαβίδ, όταν λέει στον 41ο Ψαλμό, παρ. 4 «ήχος εορταζόντων». Δεν εννοούσε φωνή, λόγο ή ρήμα, αλλά ήχο, χτύπο. Δηλαδή φωνή μοναχή και μέλος. Απ’ όσα άκουσαν οι Προφήτες, δεν ξεχώρισαν παρά μόνο το « Αλληλούια ». Έτσι η Εκκλησία μας που τα γνωρίζει καλά όλ’ αυτά, για να μην στερηθεί ΚΑΙ των ρητών ΚΑΙ των αρρήτων, ψάλλει διπλά, με λόγια ρητά και με φωνές άρρητες. Με λόγια, ονόματα και ρήματα, απευ-θύνεται προς τους ανθρώπους, ενώ με τα άρρητα, δηλαδή με τον «Τερερισμό», απευθύνεται στην άρρητη Θεό-τητα. Αυτό γίνεται, γιατί δεν υπάρχουν άλλες λέξεις, πιο εκφραστικές και κατάλληλες στον ανθρώπινο λόγο, για να αποδοθεί το άπειρο μεγαλείο της Αγίας Τριάδος. Είναι λοιπόν ο «Τερερισμός», προέκταση της προσευχής του ανθρώπου και της Δοξολογίας του, προς τον Θεό. Αφού χρησιμοποιήσει και εξαντλήσει, όλα τα στοιχεία του ανθρώπινου λόγου, δηλαδή τους ύμνους και τη μουσική, που μεθοδεύει κατά επιστημονικό τρόπο, συνεχίζει το διάλογο με τον Ουρανό, με την «αμέθοδο μέθοδο» του «Τερερισμού».

Η απάντηση ήταν απλή μα την αλήθεια... Παρακάτω:

Τέτοια «Κρατήματα», αναφέρονται πολλά μέσα στους Αρχαίους λεγόμενους Κώδικες, οι οποίοι κοσμούν την Εθνική μας Βιβλιοθήκη και το Βυζαντινό Μουσείο των Αθηνών. [...] Από την Γραμματική της Μουσικής, του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, διαβάζουμε τα εξής : (1) Το «Τερερέμ», «Τοτοτό» και «Τιτιτί», καθώς επίσης και το «Νενανανές», μαζί με όλα τα υπόλοιπα μονοσύλλαβα, προτυπώνουν τις Αγγελικαίς Δοξολογίες, με σημαντικές και ασήμαντες λέξεις. Οι λέξεις αυτές, λένε : «Πρόσεχε άνθρωπε, σε ποιόν τόπο παρευρίσκεσαι, με ποιόν συνομιλείς (και εννοεί τον Θεό) και τι σιγοψάλλεις». Το «Τερερέμ». Η λέξη αυτή, προέρχεται από το «ΤΗΡΕΙ ΡΟΥ», που σημαίνει, πρόσεχε τη ροή της ζωής σου, η οποία τρέχει και ρέει σαν ποτάμι. Πρόσεχε πως αξιοποιείς το χρόνο σου, για να μη φτάσεις στη θάλασσα, σαν ποτάμι θολό, μελανιασμένο, φορτωμένο κρίματα, αλλά να βγείς ολοκάθαρο, αγνό, κρυστάλλινο, ηθικότατο και γεμάτο με έργα αγάπης και καλοσύνης. (2) Το «Τοτοτό», προέρχεται από το «ΤΟΤΕ». Τότε, όταν έλθει για σένα η Δευτέρα Παρουσία, θα είναι αργά. Πολύ αργά. Να συλλογίζεσαι το ΤΟΤΕ (δηλαδή την άλλη ζωή), τον Ουρανό, τον παράδεισο και πάντα να έχεις στο μυαλό σου «Εν ώ ευρεθεί τις, εν τούτω πορεύεται». Αν βρεθείς τότε με Εξομολόγηση, δάκρυα μετανοίας και Χριστιανική ζωή, τότε θα συνεχίσεις την ίδια μακάρια ζωή και στους Ουρανούς. (3) Το «Τιτιτί». Η λέξη προέρχεται από τι «ΤΙ ΤΙΝΙ», που σημαίνει, πρόσεχε τι θα δώσεις και σε ποιόν. Να χαρίζεις τριαντάφυλλα καλοσύνης, για να απολαμβάνεις το άρωμά τους. Να συγχωρείς απ’ τα βάθη της καρδιάς σου τους εχθρούς σου και να χαρίζεις στον συνάνθρωπό σου, γέλιο και χαρά.

Μετά την ανάλυση αυτή, οφείλουμε να επαναξιολογήσουμε και το ανάλογο ημέτερο λήμμα. Δίνει πάντως ο ιστολόγος και καναδυό χρήσιμες πληροφορίες:

[Α]ς δούμε τώρα, ποια είναι η περίπτωση που πρέπει να λέγεται, σύμφωνα πάντα με την Ορθόδοξη Μουσική μας Παράδοση. Το «Τεριρέμ» ή ακριβέστερα «Τερερέμ», έρχεται σαν συμπλήρωμα, σε διάφορα αργά μαθήματα της Βυζαντινής Μουσικής. Άλλοτε το συναντάμε στο τέλος των ψαλλομένων μαθημάτων και άλλοτε στη μέση. Σύμφωνα με τα θεσπισμένα απ’ την Αγιασμένη μας Παράδοση, δεν επιτρέπεται στους Ιεροψάλτες, να ψάλλουν αυτά τα «Κρατήματα» όπως λέγονται, όποτε και σε όποια στιγμή θέλουν αυτοί. Σύμφωνα με την μελέτη του Καθηγητή της Θεολογίας Κ. Ιωάννου Κωστάκη, οι κατάλληλες στιγμές της Θείας Λατρείας μας, που είχαν τη δυνατότητα ή «ευλογία» εάν θέλετε, να ψάλλουν τέτοια μαθήματα, ήταν αυστηρά προκαθορισμένες και συνοψίζονταν στις εξής: (α) Μετά την αναφορά αποκλειστικά και μόνο, του Ονόματος της Παναγίας Τριάδας. Δηλαδή, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. (β) Κατ’ εξαίρεση, μπορεί να γίνει χρήση του, μόνο για την Παναγία Παρθένο, όχι όμως για τους Αγίους ή άλλα πρόσωπα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Συγκεκριμένα, αναφέρονται οι περιπτώσεις χρήσεως του «Τερερέμ», ως εξής : (1) Στον Τρισάγιο Ύμνο, μετά το «Άγιος ο Θεός», «Τερερέμ». Μετά το «Άγιος Ισχυρός», «Τερερέμ». Μετά το «Άγιος Αθάνατος», «Τερερέμ». (2) Στον Χερουβικό Ύμνο, μετά την φράση «και τη ζωοποιώ Τριάδι», «Τερερέμ», καθώς επίσης και μετά την φράση «ως τον Βασιλέα των όλων», «Τερερέμ». (3) Μετά την φράση «Αινείτε τον Κύριον», «Τερερέμ». (4) Στο τέλος των Ψαλμών των Πολυελέων, εκεί που προστίθενται Τριαδικές εκφράσεις, όπως π. χ. «Η Υπεράρχιος Θεότης, Πατήρ ο αγέννητος, Υιός γεννητός και το Πνεύμα το εκπορευτόν», ύστερα ψάλλεται το «Τερερέμ». (5) Στην Ακολουθία του Εσπερινού, όταν ψάλλονται τα «Ανοιξαντάρια» και μετά από τις Τριαδικές αναφορές.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι πολλές οι λέξεις και οι εκφράσεις που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι έλληνες σε συνομιλίες, όταν θεωρούν τα λεγόμενα των συζητητών γελοία, εσφαλμένα, βαρετά, ανεπίκαιρα, ή ακόμη εριστικά και προσβλητικά, και τελοσπάντων, άξια γείωσης εδώ και τώρα. Αυτή η γείωση μπορεί να γίνει με δύο βασικούς τρόπους: (α) αντρίκεια και στα ίσια, σε φάση «σόρι κιόλας, αλλα δέν έχω όρεξη ν' ακούω τις παπαριές σου και θα το εκτιμούσα αν το βούλωνες», ή (β) μάγκικα και έμμεσα (σ.ς. τώρα καταλαβαίνω γιατί θα μπορούσε, όπως έχει ειπωθεί, ο Πετρόπουλος να αποκάλεσε την αργκό «γλώσσα των φλώρων»). Εδώ θα πιάσουμε τη δεύτερη κατηγορία, μιά και η πρώτη δέν χρειάζεται ανάλυση, είναι αυτό που είναι.

Τις μάγκικες αυτές ατάκες, που μπορούμε να τις πούμε ακυρωτικές, απαξιωτικές, αποστομωτικές, αφοπλιστικές, καπελωτικές, ξενερωτικές και αλλιώς ίσως, εδωπέρα θα τις λέω για συντομία γειώσεις.

Οι γειώσεις μπορούν να είναι απλές δηλώσεις, εμβόλιμες στη συζήτηση με μορφή σχολίου, ή συνηθέστερα ευθείες απαντήσεις σε ερώτημα που έχει τεθεί –πράγμα φυσιολογικό, μια και σε τέτοιες περιπτώσεις συνήθως βαριέται κανείς να γειώνει τον κάθε πρήχτη, εκτός κι' αν ο άλλος του απευθύνει σαφώς το λόγο. Απώτερος στόχος κάθε γείωσης είναι η άμεση λήξη της συζήτησης ή απλά η γελοιοποίηση του συζητητή, ενώ πολλές φορές μπορεί να λέγεται και πειραχτικά, για αστείο.

Στοιχειώδης γραμματική ανάλυση

Μία γείωση αναιρεί τα συμφραζόμενα αυτού που έχει ειπωθεί με τρόπο που να το αφήνει μετέωρο και έτσι να το απαξιώνει, να το γελοιοποιεί και τελικά να το ακυρώνει, και αυτό μπορεί να γίνει τουλάχιστον σε δύο επίπεδα, το συντακτικό και το σημασιολογικό.

Στο πρώτο, το συντακτικό, και μάλλον το πιο συνηθισμένο, η ατάκα μπορεί να είναι παρήχηση των προλεγόμενων ή και να ομοιοκαταληκτεί:

— Δέ μπορώ να το χωνέψω ρ' εσύ!... Να μου πεί εμένα που τον έχω κάνει θεό οτι με βαρέθηκε τόσους μήνες που τάχα λέει τον έπρηζα και όλο λέει του τσαμπούναγα μαλακίες;!... Άκου «του τσαμπούναγα»!... «Του τσαμπούναγα» μου είπε ρ' εσύ... Μα, «του τσαμπούναγα»;...
— Και την πούτσα μου κούναγα...
— Ορίστε;
— Λέω, πάρ' το απόφαση φιλενάδα: οτι είσαι ολίγον τί πρηχτρί, είσαι. Πάμ' παρακάτ'.

Τα συντακτικά αυτά λογοπαίγνια μπορούν να είναι πολύ αποτελεσματικές γειώσεις, μια και η σημασία που δευτερεύοντα προκύπτει είναι συνήθως χτυπητά διαφορετική από τη σημασία των προλεγόμενων.

Άλλο πολύ συχνό είδος συντακτικής γείωσης είναι μία ερώτηση να απαντιέται πάλι με ερώτηση:

— Πώς;
— Έλα;
— Τί είπες;
— Ποιός ήρθε;
— Με κοροϊδεύεις ρε;
— Εσύ τί λές;

Από την άλλη, σε σημασιολογικό επίπεδο, η ατάκα ερμηνεύει τα προλεγόμενα σε διαφορετικά συμφραζόμενα από τα αρχικά, πιχί, από μεταφορά στην κυριολεξία ή αντίστροφα:

— Πέτυχα χθές το Βούλη φίλε.
— Δέ μ' ενδιαφέρει, τά 'χω κόψει αυτά...
— Άκου ρε να σου πώ. Έχει καβατζώσει λέει πράμα πρώτης, καλαματιανό τεφαρίκι που σε στέλνει. Βάζουμ' απο μιά πενηνταρού;
— Σε στέλνει και πού σε πάει;
— Στο υπερπέραν ρε φίλε, άκου «πού σε πάει»!...
— Δέν θέλω να πάω στο υπερπέραν, πέφτει μακριά 'π' την έβγα και δέ μπορώ τους μπάφους χωρίς σοκολάτα.
— Καλά, γιατί γίνεσαι μαλάκας τώρα ρε φίλε;
— Γιατι δέ μ'ενδιαφέρει ρε σου λένε, τό 'κοψα, καταλαβαίνεις ελληνικά;!...

Η επανερμηνεία μπορεί να γίνει και σε εντελώς ασυνάρτητα συμφραζόμενα (πολύ χρήσιμος εδώ ο τιραμισουρεαλισμός), και χωρίς αυτό να είναι αποτέλεσμα συντακτικού λογοπαίγνιου:

— Έφερες πατάτες;
— Ναί.
— Και λάδι που δεν είχαμε;
— Κι' απ' αυτό.
— Κρεμμυδάκι;
— Ναί...
— Φρέσκο λέω, να βάλουμε στη σαλάτα.
— Κατάλαβα.
— Γιατι χωρίς κρεμμυδάκι δέν γίνεται σωστή η πράσινη.
— Ναί.
— Ε έφερες;
— Βασικά, πέρασα 'π' τον Μπάμπη το μανάβη και μου λέει οτι δέν έχει κρεμμυδάκι, το κάπνισε όλο χθές που ξέμειν' απο χόρτο.
— ...
— Έφερα τελοσπάντων.

Ακόμη, ατάκες που διαβρώνουν καί το συντακτικό καί το σημασιολογικό επίπεδο της κουβέντας, και μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν γειωτικά, είναι οι λετριστικές:

— Ρε ποιός Αϊνστάιν να πούμε... Τί θα ήταν ο Αϊνστάιν αν δεν ήταν ο Καραθεοδωρής, άσχετοι; Αφού κι' ο ίδιος το έγραψε, «όλα τα χρωστάω στο μεγάλο μου δάσκαλο, τον έλληνα Καραθεοδωρή».
— Όλα έ;
— Όλα. Αφού το έγραψε ο ίδιος λέμε –δέ ξέρω, στο βιβλίο του εκεί με τη θεωρία της σχετικότητας ξερω 'γώ–, έγραψε «τις θεωρίες μου και τις ιδέες μου τις οφείλω όλες στο δάσκαλό μου, τον»–
— «Έλληνα Καραθεοδωρή», εντάξει. Αλλα δέ μας λές, εσύ που τα ξέρεις αυτά: ο Καραθεοδωρή τί λέει, το σύμπαν είναι ολόπρωτο και ζινεξεριτάλ κατα την αβήλωτο;
— Έ;... τί;...
— Γιατι ρε παιδί μου λέω, αν πρόκειται για κόλνυμπαν και πέριστρο και δή το περιτάλι, στην Αστρονομία του εικοστού πρώτου αιώνα εννοώ –και μετά τον Αϊνστάιν–, τότε να το δεχτώ αυτό με τον Καραθεοδωρή.
— ...Ε... εντάξει... Κοίτα να δείς, αυτό που λές δέν το θυμάμαι τώρα καλά–
— Ε τότε παράτα τα 'φτά, και γύρνα το επιτέλους γιατι μύρισε νύχι να πούμε [παπαρολόγε ελληνάρα, σιχτίρ]...

Παγιωμένες γειώσεις

Οι γειώσεις είναι φαινόμενο γενικό στον καθημερινό λόγο και ειδικά στην αργκό, το οποίο παίρνει διαφορετικές μορφές ανάλογα με την περίσταση κάθε φορά. Πολλές απ' αυτές πάντως έχουν παγιωθεί και ακούγονται αρκετά συχνά ώστε η καταγραφή τους να 'χει νόημα –κάποιες τέτοιες ακολουθούν στα παραδείγματα (που με τη βοήθεια του κοινού, μπορούν να συμπληρώνονται με τον καιρό):

Νομίζω ότι εδώ υπάρχουν αρκετές στρατηγικές γείωσης. (από Khan, 21/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βήτα συστατικό της καθομιλουμένης και της αργκό, που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους.

Η κυριότερη σημασία που προκύπτει είναι η «μπόχα», η «(δυσάρεστη) μυρωδιά» που αναδίνει το πρώτο συστατικό, είτε στην κυριολεξία της (αρχιδίλα, μουνίλα) είτε και μεταφορικά (πιχί κορεκτίλα). Συνηθισμένη χρήση στην καθομιλουμένη είναι και η «απόχρωση» με βάση το πρώτο συστατικό (κοκκινίλα, κιτρινίλα), που και πάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά (μαυρίλα για την «κακή διάθεση»). Οι μεταφορικές χρήσεις είναι τόσο συχνές, που ο Τριαντά πολύ σωστά απομονώνει ως κύρια σημασία και τη «δυσάρεστη κατάσταση» (στην αργκό πιχί τσατίλα, ψοφιμίλα), που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται να προέρχεται από τη σημασία της μπόχας.

Μ' αυτήν την έννοια η σημασία είναι κατά κανόνα μειωτική, καθώς οι συνδηλώσεις είναι συχνότατα μπόχας και βρομιάς, παρά απόχρωσης. Στο βαθμό δε που η βρομιά στην αργκό απενοχοποιείται*, μπορούμε φυσικά να μιλάμε και για θετικές χρήσεις (καφρίλα, σαπίλα), αυθεντικά αργκοτικές.

Άλλες χρήσεις, σε συνδυασμό ή και όχι με τα προηγούμενα, είναι η επίταση (αφαγία -> αφαγανίλα, τζάμπα -> τσαμπίλα, χέσιμο -> χεσίλα, δες και παράδειγμα 3), η περιληπτική (δες πιχί τη ρατσιστίλα εδώ), και είτε ο εξελληνισμός ξένων δανείων (εϊτίλα, τουματσίλα, χαρντκορίλα, δες και παράδειγμα 2) είτε γενικότερα η ουσιαστικοποίηση κατά τ' άλλα δυσουσιαστικοποίητων(!) άλφα συστατικών (θεΐλα, δες και παράδειγμα 5) –παράβαλε και την αντίστοιχη χρήση του -ιά (καμενίλα και καμενιά).

Παράγωγο: -ίλας, για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται απο την αντίστοιχη -ίλα (κορεκτίλα -> κορεκτίλας, δες και παράδειγμα 6, όπου το βρομίλας, με έλξη βέβαια απο το βρομύλος, εδώ ωστόσο προέρχεται απο τη βρομίλα).

Λίγες πίπες για τα συστατικά στην αργκό

Με το -ίλα συμβαίνει αυτό που συμβαίνει κατακόρον με επιθήματα και άλλα συστατικά της αργκοτικής: τα ονόματα που σχηματίζονται είναι πολύ συχνά προσωρινά, χωρίς αξιώσεις παγίωσης στη γλώσσα, προορισμένα να υποστηρίξουν μόνο και μόνο τη διατύπωση της στιγμής.

Το φαινόμενο παρατηρείται ήδη στην καθομιλουμένη –βλέπε τη χρήση του ξε- στη σημασία IV του ορισμού εδώ– και στην αργκό ίσως περισσότερο· χαρακτηριστική η περίπτωση του ψιλο-, το οποίο είναι τόσο ισχυρό συστατικό ώστε να έχει αυτονομηθεί ως επιρρηματικό.

Θα το έθετα λοιπόν ως εξής: στην αργκό υπάρχει αυξημένη τάση, μορφολογικά συστατικά να αυτονομούνται συντακτικά. Την αυτονομία αυτή την καταλαβαίνει κανείς αν αναλογιστεί το μάταιο στο να λημματογραφηθεί σε ένα λεξικό κάθε (καταγραμμένη) χρήση τέτοιου συστατικού –το λεξικό του Τριανταφυλλίδη θα έπρεπε τότε να έχει περίπου άλλο μισό λημματολόγιο μόνο και μόνο λόγω του ξε-...

(Το θέμα σηκώνει παραπάνω και συστηματική κουβέντα, ντάξει. Σταϋπόψη...)


* Για την αλλαγή προσήμου της βρομιάς στην αργκό, λέω κάτι χαζά εδώ στα σχόλια.

  1. Παραδείγματα που ήδη υπάρχουν στο σάιτ: ανετίλα, ανιωθίλα, αντρίλα, ανωτερίλα, αριστερίλα, αρχιδίλα, αυνανίλα, αφαγανίλα, βαλκανίλα, βαρβατίλα, βουτυρίλα, διχρονίλα, δωματίλα, εϊτίλα, επικίλα, καινουργίλα, καμενίλα, κατρουλίλα, κλανίλα, κομμουνίλα, κορεκτίλα, κορίλα / χαρντκορίλα, κωλίλα, μαντσίλα, μαυρίλα, μεϊνστριμίλα, μεταχειρίλα, μουνίλα, μπακαλιαρίλα, μπεκρίλα, μπουρντίλα, μπριζολίλα, ξεραΐλα, ουρδίλα, παπαρίλα, πατίλα, περιπτερίλα, πιουρίλα, πουτσίλα, προποτζίλα, σαπίλα, σατανίλα, σκατίλα, σκοτεινίλα, σπαρίλα, τουματσίλα, τραγίλα, τρενιχίλα, χεσίλα, χορτασίλα, ψαρίλα, ψοφιμίλα

  2. Όπλα, επιχειρηματίες που διαπρέπουν στον “αθλητικό χώρο”, συνδεση με την αστυνομία, παράνομες ελληνοποιήσεις, πλαστογραφίες με παρανόμως κτηθείσες αστυνομικές σφραγίδες, ματσίλα και εμφανής σεξουαλική στέρηση: η διάσπαση του πυρήνα της Χρυσής Αυγής στην Κεφαλονιά μάς ανοίγει μια τρύπα για να θαυμάσουμε το στερέωμα του φασιστικού υπονόμου. (από εδώ)

  3. Βαρειά κουβέντα; Για να φανταστείς πόση ανοητίλα τους δέρνει σου λέω το εξής απλό: Εφήυραν και επέβαλλαν την λέξη ανταγωνισμός Αν το καλοεξετάτάσεις θα δείς ότι είπαν πως το μηδέν είναι το άπαν. Πως την πατήσαμε εμείς; Μα οι περισσότεροι θεωρώντας ότι ο καθένας κάνει την δουλειά του σκύβαμε το κεφάλι και δουλεύαμε. Αυτοί το λοιπόν εύρισκαν ευκαιρία και μας ….. Τώρα που άνοιξε ο μάτης να τους δώ τους ξυπνοπουλάκηδους. (εδώ)

  4. — Είχα πάει που λες στην Όταβα, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Καναδά.
    — Τι μου λες!
    — Ναι παιδί μου, λούσα, ωραία πόλις, περιποιημένη. Πολλή αγγλίλα όμως βρε παιδί μου. Απαπα! Λες και ήμουν στο Λίντς ή στο Μάντσεστερ ή στο Μπέλφαστ.
    (εδώ)

  5. By the way λόγω τη φύσης του επεισοδίου αυτή ήταν η πρώτη φορά που μου έλειψε ο τρομερός Pierce...η χλαπατσίλα του στο πρώτο D&D ήταν η απόλυτη στιγμή του...στο 2ο D&D ο Dean ήταν απλά επικός...τρομερά δυνατό επεισόδιο (εδώ)

  6. Ο μικρούλης μου είπε 5 ετών και τελευταία παρατήρησα ότι μυρίζει η μασχάλη του!!! Δεν είναι σε φάση που μυρίζει ας πούμε όταν περνάει από δίπλα σου ,αλλά μία μέρα όπως τον πήρα αγκαλίτσα κάτι μου μύρισε και σκέφτομαι, μπα δεν είχαμε σήμερα κεφτεδάκια για φαγητό , τι μυρωδιά είναι αυτή... Και όπως κολλάω τη μύτη μου στη μασχαλίτσα του ...ωχ...μποχίτσα.. [...] Μίλησα με την παιδίατρο και με ρώτησε αν έχει τρίχες στο πουλάκι του ή κάτι τέτοιο , είπα ΟΧΙ.Ε μην ανυσηχείς είναι το δέρμα του τέτοιο , έτσι μου είπε. Εχετε παρατηρήσει κάτι τέτοιο στο μικρό σας; Πω πωωωωωωωω , λέτε να μου γίνει βρομίλας;;;; (αγωνιών γονιός, εδώ)

(από σφυρίζων, 06/10/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φτάνω στα όριά μου ή και τα ξεπερνάω. Τα όρια νοούνται συνήθως ανοχής, αντοχής, υπομονής, αλλά και απόδοσης.

Το πιράκι είναι υποκοριστικό του πίρος, ο οποίος γράφεται και με έψιλον γιώτα, εξού και η γραφή χτυπάω πειράκια. Γράφεται όμως και χτυπάω πυράκια παρετυμολογημένα απ' το πυρ. Τέλος, ως συνήθως σε παρόμοιες εκφράσεις, το χτυπάω μπορεί να αντικατασταθεί από το βαράω.

Η παρούσα είναι μία από τις μπόλικες συνώνυμες λαϊμπνίτσειες καρτεσιανές εκφράσεις (ο άνθρωπος δεν είναι παρά μία μηχανή) που κυκλοφορούν: βαράω τιλτ, χτυπάω κόκκινα, χτυπάω μπιέλα, χτυπάω στρόφαλο.

  1. Και το ερώτημά μου είναι: είχε φτάσει ο Παναθηναϊκός ως «μηχανή» το maximum των δυνατοτήτων του με τις μεταγραφές των Σπανούλη, Ζίζιτς, Περπέρογλου, Ουίνστον; Μήπως πάλι ο Σάρας είναι η παραγωγική μονάδα που θα οδηγήσει τον «κινητήρα» σε maximum λειτουργία ή υπάρχει ενδεχόμενο να αποτελεί την πλεονάζουσα παραγωγική μονάδα η οποία θα κάνει τον κινητήρα να «χτυπήσει πιράκια»; (από φόρουμ)

  2. Μην λεμε για μαθηματα αγωνιστικης οδηγησης γιατι κατι με πιανει, βαραω πειρακια πως το λενε! Διαφωνω καθετως σε αυτο δεν πας να [έχεις] κανει 1000 μαθηματα αν δεν το εχεις μεσα σου δεν γινεται τιποτα.. (από φόρουμ)

  3. Περνω τους κωδικους μπαινω στο my.otenet.gr για να ορισω username και pass και μετα παω στο router να τα περασω.....οσο και αν πατουσα APPLY δεν τα επαιρνε.....του κανω fimware update βαζοντας την ver 1.35 RC24 δοκιμαζω και παλι αλλα τιποτα.....παταω το reset και επιτελους μετα δεχτηκε τους κωδικους καθως και τις υπολοιπες ρυθμισεις.....το προβλημα ειναι οτι δεν κανει μονο του connect.....ενω παλια εκανε μονο του.....αν πχ εχουμε μια διακοπη ρευματος και κλεισει το router οταν θα ανοιξει και παλι ο μονος τροπος για να συνδεθει ειναι να μπω στο webinterface του ρουτερ και να πατησω connect....υπαρχει καποια λυση; ειναι καποια ρυθμιση που μου ξεφευγει και πρεπει να την κανω; Η ετσι απλα μαλλον χτυπησε πυρακια το router;!! (από φόρουμ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παίζω πολύ καλά, αριστοτεχνικά, είμαι βιρτουόζος. Συνώνυμα: παίζω παπάδες, παίζω τ' άντερά μου.

Σκάει με μπλουζάκι Μαντόνα, και λέω πού πέσαμε τώρα... Και με το που πιάνει τις μπαγκέτες ρε φίλε έχουμε καραφλιάσει όλοι... Παίζει τις κάλτσες του το άτομο, θεός.

(από electron, 13/12/09)Άξιος καλτσαδόρος. (από vikar, 31/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αφοριστικό σχήμα λόγου, βασισμένο σε κάποιο αυθαίρετο κριτήριο αντροσύνης. Το μεταχειριζόμαστε, ειδικότερα, είτε για να ψέξουμε κάποιον που δεν το πληρεί, ή και για να επιδοκιμάσουμε -ενίοτε και για να δικαιολογήσουμε- κάποιον που το πληρεί (συνήθως τον εαυτό μας, ως άdρες που είμαστε).

Τα κριτήρια αντροσύνης μπορούν να πλασάρονται ως παράδοξα και προκλητικά (άντρας που δεν είναι τρύπιος, δεν είναι άντρας, μού 'παν κάποτε ότι είχε δηλώσει ο Κερτ Κομπέιν, αλλά δεν κατάφερα ποτέ να το διασταυρώσω -στο οποίο σπεύδει εξάλλου η θυμοσοφία να διευκρινίσει ότι άντρας είναι αυτός που τον έφαγε και δεν του άρεσε), έως και προχώ και ψαγμένα (άντρας που δεν έχει σκάψει το λάκο του, δεν είναι άντρας, θα σου πουν πιχί οι Τρύπες), αλλά συνήθως πρόκειται απλά για καρακλισάντζες του κερατά, αμφίβολης ή χαίρω πολύ ισχύος, απ' αυτές που ακούει κανείς απο παιδάκι στην ελλάδα τόσο συχνά όσο ας πούμε και ότι οι έλληνες επινόησαν τη δημοκρατία -όπα, λάθος· «ανακάλυψαν» το λένε (θα τη βρήκαν φαίνεται σκάβοντας εκεί κατ' απ' το Βράχο).


Άντρας που δεν έχει πέσει πάνω σε κολώνα ενώ κοίταζε κώλους, δεν είναι άντρας (εδώ)


Αντρας που δεν ξερει να χορευει σωστο ζεϊμπέκικο δεν ειναι ΑΝΤΡΑΣ! Απλα! (εδώ)


Τοσα ατομα υπαρχουν που δεν πηγαν στρατο και στην ζωη τους παρολα αυτα ειναι πρωτοι μαγκες και σωστοι ανθρωποι...αλοιμονο αν πεσω στην παγιδα αυτωνων που λενε οτι οποιος δε παει στρατο δεν ειναι αντρας! (εδώ)


Με είχε όμως συγκλονίσει μια φράση, που μου είχαν πει σε ένα ορεινό χωριό… «Δε φταίνε τα κοπέλια. Όταν η μάνα τα μεγαλώνει με τη φράση: «Ο άντρας που δεν κάνει φυλακή, δεν είναι άντρα[ς]…», ε, τι θέλεις να κάνουν σαν μεγαλώσουν; Φονικά και να πάνε φυλακή…» (εδώ)


Άντρας που δεν έχει φάει χυλόπιτα δεν είναι άντρας! (εδώ)


«Ξοδεύεις χρόνο για την οικογένειά σου. Ωραία. Γιατί ο άντρας που δεν ξοδεύει χρόνο με την οικογένειά του δεν είναι άντρας». Τα είπε όλα ο Ντον των Ντον. (εδώ)


- Για ποιον λογο πιστευετε οτι δημιουργουντε οι παραλληλες σχεσεις;; Λογω παθους;Λογω χαμηλης αυτοπεποιθησης που με αυτον τον τροπο νομιζουν οτι αξιζουν σαν ανδρες ή γυναικες;
- Γιατι θελει να εχει σχεση με την μια και να πηδαει την αλλη. Γιατι θελει να επιβεβαιωθει. Γιατι δεν εκτιμαει. Γιατι ειναι αχαριστος. Γιατι ειναι εγωιστης. Γιατι ειναι ψευτης. Γιατι ειναι δειλος. Γιατι ειναι σκατοχαρακτηρας. Γιατι...γιατι...γιατι...μεχρι το πρωι μπορω να σου γραφω. Με απλα λογια γιατι ειναι μαλακας.Και αντρας που δεν ειναι ειλικρινης για εμενα δεν ειναι αντρας. (εδώ)

(κάν' το μόνος σου).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία