Πληρώνω κάποιον για σεξ. Χρησιμοποιείται και υβριστικά ή κοροϊδευτικά.
Τι 'ταν ετούτ' η ξεβράκωτη που μας έφερε ψες ο γιος σου σπίτι μωρή; Απο πού την ψώνισε, μου λες;
Πληρώνω κάποιον για σεξ. Χρησιμοποιείται και υβριστικά ή κοροϊδευτικά.
Τι 'ταν ετούτ' η ξεβράκωτη που μας έφερε ψες ο γιος σου σπίτι μωρή; Απο πού την ψώνισε, μου λες;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Νευριάζω, γίνομαι έξαλλος, βγαίνω εκτός εαυτού.
Συνώνυμα: τα παίρνω (στο κρανίο), μου ανάβουν τα λαμπάκια.
- Ρε του τά 'χει φορέσει κανονικά μιλάμε: κέρατο με τον υδραυλικό, κέρατο με τον πιτσαδόρο, κέρατο με τον κολλητό του, κέρατο με το αφεντικό του, κέρατο μέχρι και με την αδερφή του, η παλιολέσβω!
- Πω πω πω, ούτε τσόντα νά 'τανε.
- Ρε ούτε Φώσκολος, ποια τσόντα!
- Για πότε θα την ψωνίσει άμα τα μάθει όλ' αυτά για τη δικιά του... Θα τους δούμε στις ειδήσεις, να μου το θυμηθείς.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Γυναίκα που δουλεύει στον πάγκο του μαγαζιού, η μπαργούμαν.
Δες και -μούνα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Απογοητεύω, αφήνω σύξυλο, κόβω τον αέρα από κάποιον.
Δες και γειώσεις.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Βλάκας, χάφτας, χαζός, ηλίθιος, γκαφατζής.
- Τί κλαίγεται πάλι για γκόμενες ο Πασχάλης ρε μαλάκα; Προχθές με τη Φούλη δεν βγήκε;
- Ε και;
- Τί «ε και»; Δεν τού 'κατσε η Φούλη; Αυτή είναι τρελή παρτόλα.
- Άν αυτή είναι τρελή παρτόλα, αυτός ειναι τρελός σμπόκος. Δέν φαντάζεσαι τι της είπε...
- Τι της είπε;
- Την έχει ρε στο αμάξι και την πηγαίνει σπίτι της. Η γκόμενα μες στα ζουμιά, «έλα πάνω μαζί μου» και «να πιούμε και κάτι ακόμα στο σπίτι» και λοιπά. Ο δικός σου ο αρχίφλωρας τουμπεκί κι ιδρώτας. Σε κάποια φάση αυτή απηυδισμένη, αλλα μες στη γκαύλα, του το πετά στα ίσια, «θέλω νά 'ρθεις σπίτι να με πάρεις».
- Σώπα ρε μαλάκα... Κι αυτός;
- Τη γείωσε. «Επειδή σε πήρα με το αυτοκίνητο νομίζεις οτι θα σε πάρω κιόλας;»
- Έλα ρε τον σμπόκο!...
- Ε τι σου λέω; Η τύπα στο επόμενο φανάρι απλά τον έβρισε και την έκανε. Και τον άφησε με το πουλί στο χέρι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Στα κρυφά, στα μουλωχτά, λαθραία.
— Τί έγινε ρε με τον Ανέστη; Γύρισ' απο Άμστερνταμ;
— Καλά δέν τά 'μαθες; Τον τσάκωσαν στο αεροδρόμιο το σμπόκο για κατοχή! Πήγε να περάσει δυό γραμμάρια στη ζούλα ο ανεκδιήγητος...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Μόριο που χρησιμοποιείται κατα την κλητική προσφώνηση (αντίστοιχο του αρχαίου ελληνικού ώ).
Ρε Σάκη, πάμε καμιά μπαρότσαρκα απόψε;
Ρε καραγκιόζη! Σε σένα μιλάω ρε!
Σου μιλάω ρε κούκλα, γιατί δεν απαντάς;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Γεμάτος, πλήρης.
Συνώνυμα: πήχτρα, φουλ, κάργα.
- Πώς περάσατε στο πάρτι με τον έτσι προχθές;
- Ξενέρααα... Κατάσταση καυλόσπυρο και γυαλί-πατομπούκαλο. Τίγκα στα σπασικλάκια... Ούτε σε συνέδριο μαθηματικών να με πήγαινε.
- Τόσο χάλια;
- Ρε πίναν λεμονάδες και τρώγαν τυροπιτάκια λέμε...
- Έλα ρε...! Κι ο δικός σου γούσταρε;
- Τα τυροπιτάκια ναι, τη χυλόπιτα δεν ξέρω.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Σοβαροφανές αλλά γελοίο άτομο, φλώρος που το παίζει ξύπνιος.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αναίσθητος, νεκρός. Στη φράση αφήνω σέκο, συνώνυμο του αφήνω στον τόπο. Μεταφορικά σημαίνει και εμβρόντητος.
- Πού 'ναι ρε ο Μήτσος, έχω να τον δω πάν' από μήνα.
- Ε δέν τά 'μαθες; Στην πορεία την πρωτομαγιά, την είπε σ' έναν κρυφολίτη χαφιέ, τον έδωσε ο άλλος στους δικούς του, πιάστηκαν στα χέρια, τον αρχίζουν με τα γκλόμπ, τον άφησαν σέκο, τα αρχίδια...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!