Παλιά έκφραση που χαρακτηρίζει στενές (φιλικές) σχέσεις. Συνώνυμα: κολλητοί, κώλος και βρακί

[Οι δικαστικοί] τα 'λεγαν μεταξύ τους [...]. Δεν είχαν επαφή με άλλους ανθρώπους, κι αυτό συνηθίζεται πολύ στους δικαστικούς κύκλους. Γιατί και η πιο απλή καλημέρα μπορεί να παρεξηγηθεί. Διότι, κύριε Άλφα ή κύριε Βήτα, [...] σε κάνω παρέα, τραβάμε κι ένα ντρινκ μαζί, λέμε κι ένα αστειάκι για να χαχανίσουμε σε πολύ φιλικό τόνο. Και αύριο μου έρχεσαι ως κατηγορούμενος να σε δικάσω [...] και τυχαίνει να έχεις δίκιο. Και σε απαλλάσσω [...]. Τι θα πουν τα φαρμακερά στόματα [...]; «Ε, βέβαια, παρέα κάνουν μαζί, φιλί κλειδί είναι, πώς να του ρίξει άδικο»!

(Π. Παπαδούκας, «Ξενοδοχείον 'Εξέλσιορ'»)

Wiki: "Love padlocs [...] sweethearts affix padlocks to a fence or similar public fixture to symbolize their everlasting love". (από Galadriel, 08/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άτομο υποταγμένο στις επιθυμίες άλλου (συνήθως μέσα σε φιλική ή ερωτική σχέση). Συνώνυμα: σκλάβος, υπηρέτης

- Την είδες ρε την Φούλα τελευταία; Απο τότε που τά 'φτιαξε με το βόιδι τον Φούλη έχει γίνει άλλος άνθρωπος. Ούτε συναυλίες πάει πια, ούτε πορείες, ούτε τίποτε. Άσε που χάλασε και τα ράστα.
- Γιατί έτσι;
- Γιατι δέν την αφήνει ο Φούλης. Κάνει ό,τι της λέει αυτός, το σκυλάκι του κατάντησε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αυτοκίνητο. Παιδική ηχομιμητική λέξη που χρησιμοποιείται και από ενήλικες ειρωνικά και μάγκικα ή και γουτσίστικα.

- Όταν βρέχει (πολλή βροχή), σε πολλά σημεία λιμνάζουν νερά. Στους υπέροχους ελληνικούς δρόμους, πιθανόν να υπάρχουν μικρές έως τεράστιες λακκούβες κάτω από την επιφάνεια, που όμως δεν φαίνονται, παρά μόνο αν περάσεις, αλλά θα είναι αργά γιατί θα 'χεις πέσει ήδη μέσα. Μια αθώα φαινομενική λιμνούλα μπορεί να έχει από κάτω μια τρούπα νααααα!! Οπότε τι κάνεις αν είσαι αναγκασμένος να περάσεις; Αφήνεις έναν άλλο να περάσει πρώτος και αν είναι οκ ακολουθείς την γραμμή του!! Κακό ε; Πιάνει όμως.
- Είναι πολύ πιο απλό φίλε μου! Απλά όταν βρέχει πας με το τουτού για να μην βρέχεσαι κιόλας!
(από φόρουμ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Εκνευρισμένος, νευριασμένος, έτοιμος για καβγά. Συνώνυμα: παρμένος, συφιλιασμένος

  2. Αποφασισμένος, ετοιμοπόλεμος, με τσαμπουκά.

  1. - Τι έχει πάλι ο Πίπης; Του είπα γεια και μόνο που δεν με βάρεσε. Γυρεύοντας πάει;
    - Όχι μωρέ. Ποιός ξέρει, πάλι φορτωμένος απ' τη γκόμενα θα είναι. Τού 'χει κάνει τη ζωή πατίνι τελευταία, σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε. Πού να ξεσπάσει κι' αυτός...

  2. Γαμώ τα ματς ρε φίλε, μπήκαν μέσα τελείως φορτωμένοι. Μέσα σε δέκα λεπτά βάλαν δύο γκολ μιλάμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μικρόσωμος, καχεκτικός. Συνώνυμα: δείγμα (άντρα, γυναίκας)

  1. Εμφανίζεται η Ρωσίδα και τι να δω; Μισή μερίδα γυναίκα. Ύψος 155, κιλά 45. (από το διαδίκτυο)

  2. Αν ήξερα [...] δεν θα τον έπαιρνα τη μισή μερίδα. Μισός άνθρωπος και 'γω νταρντάνα. (από ιστολόγιο)

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισοριξιά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάτοικος των Εξαρχείων στην Αθήνα. Λογοπαίγνιο με το επίθετο εξαχρειωμένος, που πολλοί πιστεύουν ότι άλλωστε αρμόζει στη συγκεκριμένη περιοχή (δες πρώτο παράδειγμα).

  1. Όλοι προτείνουν κάποιες λύσεις για την πάσχουσα περιοχή. Εκτός από τους κατοίκους των Εξαρχείων —αυτοί είναι εξαχρειωμένοι. (από άρθρο ενός Ηρακλή Λογοθέτη στην «Αυγή», εδώ)

  2. Παρασκευή αύριο, εργάσιμη, μα οι Εξαρχειωμένοι ζουν ένα αιώνιο Σάββατο —κι ας έχουν τα οχτάωρα της δουλειάς πίπα-κώλο. (Α. Κορτώ, «Ο αφανισμός του Νίκου»)

Δες και Εξάθλια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πονοκέφαλος και γενικότερα η αδιαθεσία απ' το μεθύσι (της περασμένης βραδιάς): κεφάλι καζάνι, στόμα παπούτσι, στομάχι χάλια, συγκέντρωση μηδέν, και άλλα διάφορα συμπτώματα που μπορούν να ποικίλλουν από ασθενή σε ασθενή –δε α τον κάνουμε και Γκρέιζ Ανάτομι τον ορισμό.

Γράφεται και χαγκόβερ.

Απευθείας δάνειο από τα αγγλικά, όπου hangover σημαίνει γενικότερα «απομεινάρι», «κατάλοιπο», και με την τωρινή σημασία μαρτυρείται από το 1904. Στα ελληνικά, το ακούω προσωπικά τουλάχιστον από δεκαετία Ενενήντα (και λίγο βάζω).

  1. 24 τροφές που νικούν το χανγκόβερ (οδηγίες προς χανγκάιβερ, εδώ)

  2. Το αλκοόλ ξέρω ότι θα το βαρεθείς, το μόνο που θα σου πω είναι πρόσεχε την ποιότητα αυτών που πίνεις γιατί σε κάποιες φάσεις θα νιώθεις ότι χάνεις την όραση σου μετά από τρελά χανγκόβερ. Είναι γιατί ήπιες πετρέλαιο και όχι βότκα κόλα. (εδώ)

  3. Σκεφτόμουν πολύ ώρα μέχρι που με πήρε ο γλυκός ύπνος της μέθης. Κλασικά, ξύπνησα πρισμένος, με ένα κεφάλι λες και το σφίγγαν όλη νύχτα στη μέγγενη και ένα στομάχι σκατά. Έξω είχε ήδη νηχτώσει. Πήγα έπιασα άλλη μια μπύρα κι άναψα τον αργιλέ. Ένιωθα ξες πολύ ροκ σταρ κι όλες αυτές τις γαματοσύνες που νιώθεις στο χανγκόβερ. (εδώ)

  4. Η φράση «η επόμενη μέρα» συνδέεται συνήθως με τη λέξη «χαγκόβερ»- τον πονοκέφαλο που ακολουθεί την οινοποσία. (εδώ)

Και χέντακας. Σε άλλες γλώσσες: hangover (αγγλικά), gueule de bois (γαλλικά), Kater (γερμανικά)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δοκιμαστική ηχογράφηση που προορίζεται για ιδία χρήση ή για προώθηση.

Τα «Μωρά» είχαν ηχογραφήσει σ' ένα ντέμο πριν διαλυθούν ένα τραγούδι με τίτλο «Αδρεναλίνη». Όταν διαλύθηκαν, ο Παυλίδης το πήρε, άλλαξε τους στίχους (κράτησε μόνο το γενικό νόημα), κράτησε ένα-δυο ριφάκια από το αρχικό και έκανε την «Αδρεναλίνη» που γνωρίζουμε σήμερα. (από το διαδίκτυο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παύω κάτι πρόωρα, πριν ολοκληρωθεί. Συνώνυμα: σκοτώνω

  1. Τό 'πνιξε πάλι το φανάρι ο ταρίφας...

  2. Αφού λοιπόν στέκομαι μπροστά του όπως με γέννησε η μανούλα μου, τι μου ζητάει; «Πιάσε με το χέρι σου το πέος σου και σήκωσέ το.» [...] Ο άθλιος βλαξ μου ζητούσε να σηκώσω το πουλί μου για να δει τι έχω από κάτω. Μου ήρθε να του πω: Καλά κυρ αστυνόμε δεν την έχω δα και τόσο μεγάλη. Αλλά το έπνιξα αμέσως ευθύς, για να μην έχουμε άλλα τράβαλα. (από το διαδίκτυο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ηλιοφάνεια που συνδυάζεται με (πολύ) χαμηλή θερμοκρασία. Η έκφραση χρησιμοποιείται και μεταφορικά (όπως στο τρίτο παράδειγμα).

  1. Ήλιος με δόντια και βόλτα στο πάρκο: [...] Έχει μια πολύ ωραία μέρα σήμερα. Καθαρός ουρανός, λιακάδα, ελάχιστο αεράκι. Αλλά και κρύο. Αυτή τη στιγμή έχει 1 βαθμό! Από το παράθυρο νομίζεις ότι θα βάλεις κοντομάνικο, αλλά στην πραγματικότητα χρειάζεσαι απαραιτήτως γάντια. (από ιστολόγιο)

  2. Ήλιος με δόντια σήμερα και αύριο: Χωρίς βροχές αλλά με τσουχτερό κρύο ως τα μέσα της εβδομάδας. Προς νέα πτώση η θερμοκρασία το επόμενο Σαββατοκύριακο (από τον τύπο)

  3. Ήλιος με δόντια στο Χ.Α.: Ελάχιστοι επενδυτές πείστηκαν ότι η χθεσινή λιακάδα, που έφερε το δείκτη στις 2.415 μονάδες με κέρδη 0,96%, θα μπορούσε να προοιωνίζεται κάτι καλύτερο από μια φυσιολογική αντίδραση της αγοράς έπειτα από τη σφοδρή καταιγίδα των τελευταίων ημερών. (από τον τύπο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία