1. Στη φράση τα χαλάω με κάποιον: παύω τη σχέση μου (ερωτική, επαγγελματική) με κάποιον. Αντώνυμο: τα φτιάχνω.

  2. Στεναχωρώ. Ειδικότερα στην παθητική φωνή, χαλιέμαι: επηρεάζομαι αρνητικά απο ποτό/ουσίες. Δες και δεν σε χάλασε (καθόλου).

  3. Σκοτώνω (αργκό που μαθαίνουμε από παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο).

1.- Καλά ρε μαλάκα, τα χάλασες με την Πιπίτσα;
- Ε δεν πήγαινε άλλο με το μπίρι-μπίρι της. Σαν να τά 'χα με τη θειά μου ήταν.

  1. ΚΟΥΛΗΣ (παίρνει τον γάρο, τραβάει μια τζούρα, μιλάει μέσα απ'τον καπνό): Εγώ πάντως ρε σεις, ειλικρινά, χαλάστηκα πολύ που πέθαν' ο Χριστόδουλος να 'ούμε...
    ΤΟΥΛΗΣ: Σ' το 'πα ρε ζοβιόλη, κόφτο να 'ούμε... Αφού σε χαλάει, δεν το βλέπεις...;

  2. Πού πας μονάχος σου ωρε Παναή; Θα σε χαλάσουνε!

(από poniroskylo, 18/04/08)(από Galadriel, 12/10/11)

Δες ακόμη χαλιέμαι, αφού σε χαλάει, γιατί το πίνεις;, θα σε χαλάσω .

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μουσική αργκό. Το σταθερό ρυθμικό και αρμονικό υπόστρωμα που στηρίζει τη μελωδία ή τον αυτοσχεδιασμό σε ένα μουσικό κομμάτι. Γενικότερα, η μουσική υπόκρουση. Μάλλον απευθείας μεταφορά του αγγλικού carpet.

  1. Τα έργα λοιπόν του Σκαλκώτα για σόλο βιολί και για βιολί και πιάνο αποτελούν μια έμμεση συνομιλία του συνθέτη με την πρώτη του αγάπη, το βιολί. Το γεγονός ότι τα έχουμε σε ένα και μοναδικό cd είναι εξαιρετικά σημαντικό [...] καθώς τα έργα δωματίου φανερώνουν περισσότερο, όπως πιστεύω, τις προθέσεις του συνθέτη, επειδή αυτές δεν κρύβονται κάτω από το ορχηστρικό χαλί μιας μεγαλεπίβολης σύνθεσης, αλλά εκφράζουν με σαφήνεια τη συνθετική του λαλιά. (από εδώ)

  2. Η καφετιέρα γεμίζει με νερό που βράζει, εισαγωγή που ανεβάζει την ένταση για να // μπει το στυλό, ο χορός των γραμμάτων που συνωστίζονται στο άσπρο χαρτί ολοένα και περισσότερα, με την μύτη να κολλάει και αφήνεται σαν ένα σύστημα τηλέγραφου // που στην συνέχεια θα δώσει ζωή στα πλήκτρα του υπολογιστή, κτυπήματα γρήγορα και ιδιαίτερα .. // το μοτέρ του ψυγείου μπαίνει ξαφνικά, ένα μπάσο χαλί με ύφος συνθεσάιζερ όταν το φρέον γεμίζει την κατάψυξη. Το πόδι, με παντόφλα να κτυπά το κρύο μάρμαρο έχει μπει να δώσει τη λύση της εξίσωσης του τελικού ρυθμού στη ρίμα της σκέψης. (από ιστολόι)

  3. Τυπικά, μια γαμήλια λίστα μουσικής πρέπει να συμπεριλαμβάνει ένα μουσικό χαλί (ήχοι που θα ακούγονται κατά την είσοδο των καλεσμένων) [...]. (από εδώ)

  4. [...] κατά τη διάρκεια της προβολής τους θα έχουμε σαν «χαλί» τη μουσική του Παντελή. (από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πέος που έχει κλίση προς τα κάτω όταν είναι σε στύση.

- Τί κλαίς ρε μαλάκα κοτζάμ άντρας;
- Άσε ρε συ... Να την ψήνω ένα μήνα την πουτάνα, κι'όταν την καταφέρνω να μου την βγαίνει στην έτσι...
- Στην πώς δηλαδή;
- Την έχω από κάτω και πετάω το παντελόνι.
- Ωραία.
- Και τι μου λέει;
- Τι;
- Ρε παλικάρι, μου λέει, τι χαμηλοβλεπούτσα είναι τούτη;... Και να πώ οτι την έχεις μεγάλη και δέν κρατιέτ' απάνω...

Λογοπαίγνιο με το χαμηλοβλεπούσα. Δες και στραβοψώλης.

Τρανταχτό παράδειγμα:
Πήρα καινούρια παπούτσια, πανάκριβα.
Πήγα να τα δείξω στη γυναίκα μου όλο χαρά...
- Γυναίκα, βλέπεις τίποτα καινούριο πάνω μου;
- Όχι. Κι άσε με γιατί έχω δουλειές.
Νευρίασα. Πήγα στο μπάνιο, γδύθηκα τελείως κι άφησα μόνο τα παπούτσια.
- Τώρα βλέπεις;;;
- Βλέπω μια χαμηλοβλεπούτσα.
Νευρίασα περισσότερο!
- Είναι γιατί σου δείχνει τα καινούρια μου παπούτσια!!!
Και μου απάντησε:
- Ε τότε ας έπαιρνες καινούριο καπέλο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πονοκέφαλος και γενικότερα η αδιαθεσία απ' το μεθύσι (της περασμένης βραδιάς): κεφάλι καζάνι, στόμα παπούτσι, στομάχι χάλια, συγκέντρωση μηδέν, και άλλα διάφορα συμπτώματα που μπορούν να ποικίλλουν από ασθενή σε ασθενή –δε α τον κάνουμε και Γκρέιζ Ανάτομι τον ορισμό.

Γράφεται και χαγκόβερ.

Απευθείας δάνειο από τα αγγλικά, όπου hangover σημαίνει γενικότερα «απομεινάρι», «κατάλοιπο», και με την τωρινή σημασία μαρτυρείται από το 1904. Στα ελληνικά, το ακούω προσωπικά τουλάχιστον από δεκαετία Ενενήντα (και λίγο βάζω).

  1. 24 τροφές που νικούν το χανγκόβερ (οδηγίες προς χανγκάιβερ, εδώ)

  2. Το αλκοόλ ξέρω ότι θα το βαρεθείς, το μόνο που θα σου πω είναι πρόσεχε την ποιότητα αυτών που πίνεις γιατί σε κάποιες φάσεις θα νιώθεις ότι χάνεις την όραση σου μετά από τρελά χανγκόβερ. Είναι γιατί ήπιες πετρέλαιο και όχι βότκα κόλα. (εδώ)

  3. Σκεφτόμουν πολύ ώρα μέχρι που με πήρε ο γλυκός ύπνος της μέθης. Κλασικά, ξύπνησα πρισμένος, με ένα κεφάλι λες και το σφίγγαν όλη νύχτα στη μέγγενη και ένα στομάχι σκατά. Έξω είχε ήδη νηχτώσει. Πήγα έπιασα άλλη μια μπύρα κι άναψα τον αργιλέ. Ένιωθα ξες πολύ ροκ σταρ κι όλες αυτές τις γαματοσύνες που νιώθεις στο χανγκόβερ. (εδώ)

  4. Η φράση «η επόμενη μέρα» συνδέεται συνήθως με τη λέξη «χαγκόβερ»- τον πονοκέφαλο που ακολουθεί την οινοποσία. (εδώ)

Και χέντακας. Σε άλλες γλώσσες: hangover (αγγλικά), gueule de bois (γαλλικά), Kater (γερμανικά)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Έχω μειωμένη νοητική ή κοινωνική αντίληψη, είμαι βλάκας. Ακόμη: χάνω από κάπου. Συνώνυμα: δέν επικοινωνώ, δέν πάω καλά, είμαι στον κόσμο μου.

  2. Στη φράση τα χάνω: περιέρχομαι σε αμηχανία.

  1. Απο κάπου χάνει αυτή. Πενηνταδύο φορές της είπα πώς να πάει κι' ακόμα να το καταλάβει. Είπαμε, γκόμενες και προσανατολισμός δεν, αλλά του πούστη πια.

  2. Καλά ρε, χάνεις; Δεν είπαμε πέντε η ώρα θά 'σαι εδώ;

  3. Του φέραμε στριπτιζέζ στο πάρτι και με το που αρχίζει η τύπα να τα πετάει ένα ένα αυτός τά 'χασε. Ήτανε βλέπεις και η γκόμενά του εκεί.

Δες και χάνει το άτομο.

Σύγκρινε με χάνω τη μπάλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Με το χέρι, χειροκίνητα, σε αντιδιαστολή προς κάτι που γίνεται αυτόματα· απόδοση του αγγλικού manually. Κατεπέκταση, για κάτι που γίνεται πρόχειρα και όχι επίσημα ή οργανωμένα.

Δες ακόμη: πατέντα, -άτος.

  1. Ε, λοιπόν, το μπάχαλο που υπήρχε εδώ, μπορεί και να μην το έχω ξαναδεί. Οι παλιοί, ίσως να το έζησαν την εποχή που τα αποτελέσματα έβγαιναν «χεράτα». Άλλα αντι άλλων αποτελέσματα, έναρξη των ημερίδων έως και 45 λεπτά μετά την αναμενόμενη ώρα, διεξαγωγή λιγότερων ή και περισσότερων γύρων από αυτούς που είχαν ανακοινωθεί. (από ιστολόγιο για μπριτζ)

  2. Σε linux-firefox το μόνο πρόβλημα που εντόπισα είναι οτι δεν δουλεύει το select για την επιλογή καταλόγου, αν το κάνεις χεράτα, όλα μια χαρά. (από φόρουμ)

  3. — προς στατικούς-ελέγχοντες υφισταμένων κλπ: τα τευχη τα παλιά τα κοιτάτε καθόλου αν σας τα δίνουν ή περνάτε το φορέα και λυνεται με παλιους κανονισμούς και ότι βγάλει; οταν λέω τευχη, εννοώ τα παλιά, τα χεράτα.
    — Αν υπάρχει, ναι. [...] Το κοιτάς για υλικά-φορτία-διαστάσεις (π.χ. μείωση διατομών στύλων καθ'ύψος κ.λ.π.) Αν εννοείς το κοιτάς αν είναι σωστό απλό πλευράς υπολογισμών, όχι. Πάντως κάθε περίπτωση είναι και διαφορετική. Αν έχεις κάποιο φορέα και κάτι δεν σου πάει καλά, τότε το ψάχνεις και λίγο. Τα χεράτα ήταν πραγματικά χεράτα και παίζει ρόλο και τι ώρα τα γράψανε οι παλιοί συνάδελφοι μας.
    (από φόρουμ μηχανικών)

  4. Θα πρέπει να αποδώσω τις ελάχιστες εισφορές που αναλογούν στις ελάχιστες μηνιαίες αποδοχές ή τις εισφορές θα τις υπολογίσω επί των αποδοχών που δικαιούται για τις μέρες που εργάστηκε ο μηχανικός; Ρωτάω γιατί οι εισφορές όπως υπολογίζονται από την εφαρμογή του ΤΣΜΕΔΕ «Αρχείο εισφορών» είναι οι ελάχιστες. Θα πρέπει όντως να αποδώσω αυτές ή να τις βάλω χεράτα στην εφαρμογή; (από φόρουμ λογιστών)

  5. Μικρό μειονέκτημα η λίγη θέρμανση με φυσική κυκλοφορία όταν ανάβει μόνο το μπόιλερ [...], και η ανάγκη να κλείνει χεράτα η στήλη της θέρμανσης το καλοκαίρι (από φόρουμ ηλεκτρομηχανολόγων)

  6. Στο μεταξύ, όπως αναμενόταν, ο Πατέρας μοίρασε στους παίκτες το πριμ. Αν και στον δήμο τα λεφτά ήταν με επιταγή οι παίκτες πληρώθηκαν… χεράτα, παίρνοντας τα λεφτά που τους αναλογούσαν σε φακελάκια! (από ιστολόγιο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τρώω γρήγορα και συνήθως σε μεγάλες ποσότητες, καταβροχθίζω. Συνώνυμα: περιδρομιάζω, γουρουνιάζω (χρησιμοποιείται συνήθως από διαιτομανικές γκόμενες), τρώω τον περίδρομο/άμπακα/αγλέουρα, τρώω σαν ζώο.

  1. Bλέπω όλους αυτούς στις διαφημίσεις για παγωτά και τσιπς, να τα χλαπακιάζουν ξένοιαστοι στις παραλίες χωρίς να επηρεάζονται οι κοιλιακοί τους. Kανονικά με τόσες θερμίδες δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να έχουν μια μικρή μπάκα; (απο τη σελίδα της Athens Voice).

  2. [Τραπέζωσαν] τους συμπαίκτες τους, την τεχνική ηγεσία και τη διοίκηση, πριν το ντέρμπι με τον Ολυμπιακό. [...] Μαζεύτηκαν 35 νοματαίοι. Οι περισσότεροι χλαπάκιασαν μπιφτέκια και μπριζολίδια, σαλατικά, κάτι ψιλά ορεκτικά και λίγο κρασί. Αθλητές είναι οι άνθρωποι και πριν από ντέρμπι, δεν μπoρούσαν να ανοίξουν την κάνουλα και να γίνουν τσαλμπουράνια.

  3. «Θες το υπόλοιπο; Δε θα φάω άλλο». Μου πρόσφερε το γιαούρτι της. Δεν είχε φάει ούτε το μισό.
    «Δεν πεινάς;» τη ρώτησα.
    «Πώς δεν πεινάω. Απλά κάνω δίαιτα. Έχω πάρει μισό κιλό».
    Σκέφτηκα ότι, έτσι κι έχανε κι άλλα κιλά, θα εξανεμιζόταν. Παρ' όλα αυτά, της άρπαξα το γιαούρτι από το χέρι και το χλαπάκιασα με δυο μπουκιές. Είχα να φάω από το πρωί. (Χ. Φασούλας, «Με λένε Μοίρα»)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ηχομιμητική λέξη. Ο ρόγχος, ο ήχος από βραχνά στο στήθος, το σάουντρακ του θεριακλή καπνιστή ή του άρρωστου με αναπνευστικό πρόβλημα. Λέγεται ενίοτε και χουρχούρι, αν και δεν το 'χω ακούσει ποτέ σε πλάγια πτώση.

– Αμαν Faith τι ηταν αυτο που παθατε... Πως γινεται βρε κοριτσια αυτο; Ετσι στα καλα καθουμενα απο ενα απλο συναχι να γυρισει σε βρογχιολιτιδα; Ο Θεος να φυλαξει δηλαδη... Ελπιζω το μωρακι να το ξεπερασει συντομα και με οσο το δυνατον μικροτερη ταλαιπωρια...
– ευτυχως ειμαστε πολυ καλυτερα [...] εχει ακομα χουρ χουρ και μυξες αλλα χθες καταφερε να κοιμηθει σερι 4 ωρες και φυσικα και εγω
(από φόρουμ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τι έγνοιες νά 'χει ο έλληνας άραγε περισσότερο, για τα φράγκα ή για τον πούτσο;...

Ιδού συνώνυμα για το χρήμα που μάζεψα από δω κι' από κει στο σάιτ –παρακαλείστε για προσθήκες.

(από allivegp, 15/07/11)Έχει κάμποσα συνώνυμα (από Khan, 15/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που έχει ξενυχτήσει, που το έχει πάει σερί ώς το πρωί, ο κυριολεκτικά άυπνος, χαρακτηριστικά λόγω διασκέδασης ή φόρτου εργασίας. Κατά το πρωινός (που ξύπνησε νωρίς το πρωί).

  1. Έλα ρέι, τί γίνεται; Καλημερούδια.
    — Έλα ρε μαλάκα.
    — Σε μισή ώρα έχουμε περάσει απο 'κεί. Έτοιμος;
    — Φίλε, χί, δέν τό 'χω. Χτεσινός είμαι. Είπα το βράδυ να το σβήσω με βρόμικο, και με πήγε αίμα όλη νύχτα, δέν έκλεισα μάτι.
    Σκατάαα...
    — Μέσα έπεσες.

  2. Εφτά η ώρα το πρωί, στο γραφείο.
    — Ά! Καλημέρα σας κύριε Ρεμπελόπουλε, πρωινός βλέπω σήμερα. Πώς κι' έτσι, στον ύπνο σας μας βλέπατε;
    — (Χτεσινός κύριε Αφεντικίδη, όχι πρωινός...) [χίκ]
    — Παρακαλώ;
    — Όχι τίποτα, καλημέρα σας λέω. [βούλω το μαλάκα, έχεις το ακαφελόγιστο]

Και σερίφης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία