Ο συνεργάτης που μόνο συνεργάτης δεν είναι τελικά. Η λέξη προκύπτει με την αλλαγή του προθέματος «συν» με το πρόθεμα «πλην». Μη συγχέεται με τον «πλυνεργάτη», τον άνθρωπο που καθαρίζει τζάμια, και που είναι η δουλειά που εύχεσαι να έκανε ο πληνεργάτης σου.

Παράγωγα: πληνεργασία.

- Πληνεργασία να σου πετύχει!
- Τι έγινε πάλι;
- Η πληνεργάτιδα μου, ό,τι θέλει καταλαβαίνει στα μέιλ που της στέλνω.
- Μήπως να της έκανες δώρο κάνα πανί και κάνα καθαριστικό;

Σπλήνα... ότι πρέπει για τους σπληνεργάτες (από GATZMAN, 08/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάποιος που είναι ταυτόχρονα ξενέρωτος και ανέραστος, με τη μία ιδιότητα να τροφοδοτεί την άλλη ατέρμονα, αδιάκοπα και ατελείωτα.

- Έχω δει ξενέραστες γκόμενες, αλλά αυτή ξεπερνά κάθε προηγούμενο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάποιος που πανικοβάλλεται χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερα σοβαρός λόγος.

- Τι πανικοβλαμμένος που είναι ο Κώστας! Αφού ήξερε πώς θ' αργήσουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία