Δάνειος όρος από τη γειτονική μας Ιταλία. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις ανεξέλεγκτες παραγγελίες, κυρίως φαγητού αλλά και ποτού.

Χτες φάγαμε τον άμπακο. Ο μαλάκας ο Θοδωρής παράγγελνε αβολοντέ. Και πέντε λεπτά πριν έλεγε ότι και καλά δεν πεινάει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται σε περιπτώσεις θέασης κάποιας πολύ όμορφης και θελκτικής γυναίκας.

Προέρχεται από την πασίγνωστη κίνηση «Αγιούγκεν» των Ryu και Ken στο βιντεοπαιχνίδι πολεμικών τεχνών Street Fighter, κατά την οποία ο ήρωας ίπταται από κάτω προς τα πάνω με σηκωμένο το χέρι του, δημιουργώντας έτσι μια ακατανίκητη γροθιά. Αν φανταστείτε τεντωμένο το μεσαίο δάχτυλο αντί για γροθιά, θα καταλάβετε την προέλευση της φράσης.

- Ρε φίλε, κοίτα έναν απίστευτο μούναρο!
- Μαλάκα, έλεος! Θέλω να της κάνω αγιούγκεν με κωλοδάχτυλο, και μετά να της τον περτσινώσω.

Street fighter Alpha 2. Πιο πρόσφατη έκδοση από την κλασική αλλά το ίδιο είναι. (από patsis, 02/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα-μαγκάκι. Γκόμενα του δρόμου. Αυτή που κυκλοφορεί τη νύχτα, ξέρει τι τρέχει στην πιάτσα και παίζει τους άντρες στα δάχτυλα. Πίνει, καπνίζει και ενίοτε βωμολοχεί. Παρ' όλα αυτά, είναι συνήθως ποθητή.

Γαμώ τα στυλάκια έχει η Λίλιαν. Πάω να γίνω πλασίμπο.
— Είσαι με τα καλά σου; Αυτή είναι γνωστό αλητόμουνο.
— Γι' αυτό μου τα σκάει ρε λακαμά.

Δες και -μούνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όπως είναι γνωστό, πρόκειται για τη διαδικασία επαναχρησιμοποίησης των υλικών. Η διαδικασία αυτή αφενός δεν γίνεται με όλα τα υλικά, αφετέρου για να έχει νόημα πρέπει να γίνει αρκετές φορές, ώστε να αποκομίσουμε όλα όσα το συγκεκριμένο υλικό έχει να μας προσφέρει.

Κατά πλήρη αντιστοιχία με όλα τα παραπάνω, ο όρος αναφέρεται και στην επαναχρησιμοποίηση ερωτικών συντρόφων.

Συνήθως η εν λόγω ανακύκλωση είναι κατακριτέα, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχει άλλη επιλογή.

- Είδα τον Τάκη χτες, μετά από χρόνια.
- Σώπα, και τι κάνει αυτή η ψυχή;
- Είναι με τη Μαρία αυτόν τον καιρό...
- Πάααααλι ρε μαλάκα; Έλεος πια με την ανακύκλωση.
- Ε τι να κάνει ο άνθρωπος με τέτοια ξηρασία. Να σου πω την αλήθεια, σκέφτομαι να το κάνω κι εγώ.
- Πόσο δίκιο είχε η Βάνα Μπάρμπα τελικά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συντομογραφία της λέξης «υδατάνθρακες.»

Οι υδατάνθρακες είναι το ένα εκ των τριών μακροδιατροφικών στοιχείων, και περιέχονται στο ψωμί, στις πατάτες, στο ρύζι και στα ζυμαρικά (άμυλο), καθώς και στα γλυκά, στα φρούτα και στο μέλι (ζάχαρη).

Είναι γνωστοί στους κύκλους του bodybuilding εδώ και δεκαετίες, αλλά τελευταία έχουν αρχίσει να ακούγονται και στην καθημερινότητα, γιατί παίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του σωματικού βάρους.

To λήμμα δημιουργήθηκε εντελώς τυχαία (βλ. παράδειγμα), αλλά αν αναλογιστούμε ότι στα αγγλικά οι υδατάνθρακες λέγονται carbs (από το carbohydrates), θα διαπιστώσουμε ότι τελικά είναι πολύ εύστοχο.

  1. notheitis: Ρε, πλησιάζει καλοκαίρι, έχεις καμιά καλή ιδέα για να γίνω φέτες;
    agou: Ναι, είναι πολύ απλό ρε φίλε, απλά κόψε τους υδατάνθρακες.
    notheitis (με ύφος zoolander): Τι; Άνθρακες;

  2. (σερβιτόρος στο Μπονάνο έρχεται να πάρει παραγγελία)
    - Λοιπόν, τι θα θέλατε;
    - Τρία ριζότα, μια καρμπονάρα, και ένα λιγκουίνι.

(μετά το τσιμπούσι)
- Ρε μαλάκες, αφού κάνουμε διατροφή, τι το θέλαμε να έρθουμε στο ανθρακωρυχείο...

(από notheitis, 04/08/10)(από notheitis, 04/08/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Αυτό δεν είναι slang» θα αναφωνήσει ο μέσος αναγνώστης. Και θα έχει δίκιο.

Κάποιες παρέες όμως χρησιμοποιούν τον όρο αυτόν εννοώντας ότι στην έξοδο θα συμπεριλαμβάνονται τελικά και γυναίκες - αλλά με μια σημαντική λεπτομέρεια: οι γυναίκες αυτές θα είναι οποιεσδήποτε άλλες, ΕΚΤΟΣ από τις δικές τους.

Με αυτήν την έννοια, το λήμμα προάγεται σε slang - και μάλιστα εξαιρετικής χρησιμότητας.

(μετά από πολύωρο καυγαδάκι με συνοδεία παντόφλας)
- Μα ρε μωρό μου, δεν σε καταλαβαίνω. Τόσο καιρό είμαι τύπος και υπογραμμός. Δικαιούμαι πιστεύω μετά από τόσα χρόνια να βγω επιτέλους αντροπαρέα.
- Ουφ, τέλος πάντων. Σου επιτρέπω μια τελευταία φορά, αλλά να ξέρεις ότι θα με αποζημιώσεις αδρά.

(μετά από πέντε λεπτά, στο τηλέφωνο)
- Έλα ρε μαλάκα, ΟΚ τελικά, εγώ πήρα άδεια από τη δικιά μου. Οπότε, παίρνω αμέσως την Κική να την καλέσω και να της πω να φέρει και καμιά πεινασμένη φίλη της.
- Έγινε, κι εγώ θα πω στην 25η κάβα, την Τζένη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται με την κανονική έννοια, αλλά για άσχετα αντικείμενα και συνήθως χωρίς να υπάρχει πραγματικό αντίκρυσμα.

- Καλά ρε μαλάκα Θοδωρή, θα φας και γλυκιά κρέπα;
- Ε μετά από δύο αλμυρές, την αξίζω και μια γλυκιά...

(στη σερβιτόρα του κλαμπ που έχει έρθει να πάρει παραγγελία)
- Μωρό μου, την αξίζω μια Μοέ, τι λες κι εσύ;

(πριν τη συνουσία)
- Έλα εδώ κάβλα μου. Το αξίζω ένα παπί πριν το σεξ.
- Μάλλον τη χυλόπιτα αξίζεις.

Γιατί σας αξίζει - το διαφημιστικό σλόγκαν της Λ\'Ορεάλ (από poniroskylo, 24/07/10)(από Khan, 16/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρωταρχική αργκό, που σημαίνει μαύρος (ή έγχρωμος). Προέρχεται από το τούρκικο arap, δηλαδή Άραβας.

Έχει κατά βάση αρνητική σημασία, και θεωρείται απαρχή του ρατσισμού. Στις μέρες μας όμως, τείνει να αποκτήσει και κάποια θετικά χαρακτηριστικά.

Συνώνυμο (εξίσου πρωταρχικό): νέγρος.

  1. (λευκό ζευγάρι κατά τη διάρκεια του σεξ)
    - Σκίσε με αράπη μου!
    - Τι λες μωρή ηλίθια;;

  2. - Κοίτα ρε πούστη τι γκομενάκια έχουν οι αράπηδες στα βιντεοκλίπ τους.
    - Ναι ρε φίλε, ώρες-ώρες εύχομαι να είχα γεννηθεί μαύρος.

  3. - Καλά, πώς μαύρισες έτσι;; Αράπης έγινες.

(από patsis, 26/03/11)Παρί αραπάδων ο λόγος (από joe909, 31/08/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνουσιάζομαι, κάνω έρωτα.

— Τι έλεγε Παρίσι ρε;
— Πολύ ωραία ρε φίλε.
— Έβαλες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από τον Βαρόνο Μυνχάουζεν, γνωστό ήρωα του βιβλίου του Γκότφριντ Άουγκουστ Μπύργκερ, δηλώνει κάποιον ο οποίος ψεύδεται ασυστόλως.

- Κι αυτή την έχεις πηδήξει ρε μαλάκα;
- Ναι ρε, στανταράκι.
- Καλά, τελικά είσαι μεγάλος Βαρόνος.

Βλ. και σχετικά λήμματα Φιδίας, φιδέμπορας, ψεύτρης, Αίσωπος, κρικόνης, μπαρμπα-truthman, Μπαρμπαλήθειας, παπατζής, καικαλάς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία