Από το ιταλικό spazzare. Ανήκει στο ιδίωμα των ναυτικών. Σημαίνει ξεμπερδεύω, τελειώνω δουλειά.

Αδερφέ έναν έλεγχο κάνω στην εργασία, την τυπώνω και σπατσάραμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άτομο το οποίο έχει σχέση ή τα ψήνει με άθλιο γκομενάκι.

-Ρε Νίκο, σοβαρά τώρα, σου αρέσει η Μαρία;
-Δεν είναι πολύ όμορφη αλλά είναι πολύ καλό κορίτσι.
-Τι να σου πω ρε αδερφέ, είσαι ήρωας.

Αλλου τύπου ήρωας (από GATZMAN, 21/09/09)(από Khan, 04/02/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που δεν βλέπει καλά, ο στραβούλιακας, ο γκαβούλιακας. Προέρχεται από το ομώνυμο φίδι το οποίο έχει ατροφικά μάτια.

- Μάγκες, κοιτάξτε γκομενάκι που περνάει, κόλαση...
- Πού είναι ρε;
- Μπροστά σου ρε τυφλίτη, μα στραβός είσαι;

(από ioannios, 19/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μικροκαμωμένος άντρας, ο οποίος πολλές φορές το παίζει και μάγκας από κόμπλεξ.

- Τι κακαντράκι είναι αυτό. Μας το παίζει και ωραίος. Μια σφαλιάρα να του σκάσεις είναι κάτω.

Μάκης, "Εμείς κι Εμείς": Το απόλυτο κακαντράκι! (από mafie, 15/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ευκίνητος, που τον χειρίζεσαι εύκολα. Χρησιμοποιείται για μεταφορικά μέσα όσο και για διάφορα αντικείμενα. Επίσης χρησιμοποιείται και σαν χαρακτηρισμός για τις μικρόσωμες γυναίκες, που τις χειρίζεσαι εύκολα πάνω στο κρεβάτι, σε αντίθεση με τις μεγαλόσωμες που είναι ακούνητες.

  1. Πολύ μανιτζέβελο το παπάκι που πήρα, σε 10 λεπτά είμαι στη δουλειά όση κίνηση και αν έχει. Κάνω συνέχεια σφήνες.

  2. Γνώρισα φίλε ένα μανιτζεβελάκι, κουκλίτσα. Μελαχρινό, 1.60 περίπου. Άσε, κάνει λωλά καμώματα...

Βλέπε και μαϊτζέβελο, ματζόβολο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πολύ αδύνατο άτομο.

- Πώς έγινε έτσι ρε ο Νίκος;
- Άσε. Στην πόλη που πέρασε δεν τρώει τίποτα, έχει γίνει σα σουβλί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λεπτή και μακριά κουράδα. Προκαλεί θαυμασμό λόγω του μεγέθους και του σχήματος της, με αποτέλεσμα να γίνεται αντικείμενο συζητήσεων, ενώ πολλές φορές φωτογραφίζεται για την ύπαρξη πειστηρίων. Δύσκολα την ρουφάει το καζανάκι.

Φίλε έκανα σήμερα ένα μουγκρί ίσα με 30 πόντους. Σου λέω το θαύμασα στο τέλος. Το έχω βγάλει και σε φωτογραφία αλλα αν θες να το δείς ζωντανά μέσα είναι, δεν το ρουφάει το καζανάκι.

Ένα άλλο μουγκρί (από poniroskylo, 19/12/08)

Βλ. και σχετικά λήμματα κουράδα, κουράδι, κουράδα σε θέση offside

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποείται για γυναίκες οι οποίες έχουν πάει με διψήφιο ή ακόμα και τριψήφιο αριθμό αντρών.

Ρε φιλαράκι, μην την βλέπεις σοβαρά αυτή την ψώλα. Την έχουν πάρει και οι πέτρες. Μόνο για κανέναν κρύο είναι...

Βλ. και σχετικό λήμμα ψωλοθήκαρο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απειλητική έκφραση, προς κάποιον που ενοχλεί ή πειράζει.

Το ίσιωμα προκαλείται από τα χτυπήματα στην περιοχή των πλευρών.

-Ρε συ, πως είναι έτσι τα αυτιά σου, σα λαγάνες.
-Αν το ξαναπείς αυτό, θα σου ισιώσω τα παΐδια παλιομαλάκα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που σουρώνει το καβλί του από την κάβλα και την αγαμία.

- Καλό το γκομενάκι ε;
- Ρε σουρουμπόκαβλε, τόσο καιρό που έχεις να γαμήσεις, όλες καλές σου φαίνονται.

Βλ. και σχετικά λήμματα: αγαμησιά, καυλί

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία