Ακολουθεί σεντόνι. Όποιος βαριέται, να πάει κατευθείαν στο παράδειγμα και να μη με βρίζει.

Για να ορίσω λοιπόν εν συντομία (!) αυτή τη λέξη, θα υπεραπλουστεύσω κάποια πράγματα και θα τα περιγράψω ως επί το πλείστον από μία συγκεκριμένη άποψη, την πιο παγιωμένη αντίληψη, η οποία συμπίπτει, μέχρι ενός σημείου, με την αντικειμενική και με άξονα πάντα την Δυτική ιστορία. Θα περιοριστώ δηλαδή σε πιθανόν μονομερείς απόψεις. Αυτές όμως είναι που οδήγησαν την γλώσσα στον σλανγκισμό της λέξης «καλλιτέχνης».

Τον παλιό τον καλό (;) καιρό, από την απαρχή της τέχνης μέχρι δηλαδή τον μεσοπόλεμο περίπου, ο καλλιτέχνης υπηρετούσε τα θεία ή τους και καλά επί γης εκπροσώπους τους (βασιλιάδες, αυτοκρατόρους, κλήρο κλπ). Ήταν μια ταπεινή ψυχή που συνήθως ψωμολύσσαγε. Εννοείται ότι δεν ήταν παρθένα η καλλιτεχνική κοινότητα από κόντρες και ίντριγκες, αλλά η ουσία είναι ότι τελικά παραγόταν έργο. Δεν υπήρχαν τότε τα οπτικοακουστικά μέσα να διασκεδάζουν τα μάτια, τα αυτιά και την πλήξη των προυχόντων. Άρα ο γλύπτης, ο ζωγράφος, ο ποιητής και ο μουσικός ήταν απαραίτητοι, όπως και οι πλύστρες και οι μάγειροι. Έτσι έβγαινε και το προς το ζην των ανθρώπων που έβλεπαν με άλλο βλέμμα την ανθρώπινη συνθήκη και την φύση, οι οποίοι δύσκολα θα μπορούσαν να επιβιώσουν αλλιώς.

Παραγόταν λοιπόν έργο -κι έτσι η τέχνη αποκρυστάλλωσε το βλέμμα τής εκάστοτε εποχής σε συνδυασμό με το βλέμμα του κάθε καλλιτέχνη της. Η τέχνη είναι ένα τεράστιο μωσαϊκό της ανθρώπινης ιστορίας.

Και τότε ακόμα, ο καλλιτέχνης δεν ήταν κάτι που το σέβονταν οι πολλοί. Θεωρούνταν γραφικός, νεραϊδοπαρμένος, περίεργος, φτωχομπινές, ανίκανος να πιάσει τη ζωή από τα αρχίδια, κλπ, και σαφώς ένας γονιός θα προτιμούσε το παιδί του να γίνει αξιωματικός ή νομικάριος ή παπάς, από το να γίνει πχ μουσικός (για κάποιους δε, «μουσικός» σήμαινε και τρελός). Λίγες ήταν οι περιπτώσεις που ωθούσαν το παιδί τους στην τέχνη, με υπερβολές ή μη (μπαμπάς Χάυντν, μπαμπάς Μότσαρτ, μπαμπάς Μπετόβεν).

Η στιγμή όμως κατά την οποία άρχισε να παίρνει νέα χροιά ειρωνείας η μορφή του καλλιτέχνη, ήταν η εποχή κατά την οποία ήκμασε η τέχνη, με την έννοια της πληθώρας των καλλιτεχνών που, πια, αποτελούσαν μεγάλη κοινότητα: τα χρυσά χρόνια της Μονμάρτρης με τους ζωγράφους και τους γλύπτες και τους μουσικούς και τους λογοτέχνες που σχημάτισαν αυτό το κύκνειο άσμα της λεγόμενης κλασικής εποχής και την πρώτη εμφάνιση του μοντερνισμού. Έτσι, ταυτίστηκε ο καλλιτέχνης με τον μποέμη.

Αλλά σύντομα ξεφύγαμε από την αγνή μποεμιά και γέμισε ο τόπος χαραμοφάηδες. Έγινε της μοδός και η τέχνη. Όταν, δε, άρχισε να πλουτίζει και ο καλλιτεχνικός κόσμος τρελά σε σχέση με το παρελθόν, και η φήμη του είχε πάψει να αφορά την μετά θάνατον δόξα αλλά το Τώρα -στα περιοδικά, στις τηλεοράσεις και στις εφημερίδες, όλος ο κόσμος ήθελε να γίνει ζωγράφος, ηθοποιός, ποιητής, σκηνοθέτης. Η αλήθεια είναι ότι πράγματι, είχε έρθει η πρώτη στιγμή στην ιστορία που ο καθένας μπορούσε να βρει τον καλλιτέχνη μέσα του. Έτσι εμφανίστηκαν πολλοί πραγματικοί και πολλοί δήθεν. Και ο πανικός έπιασε τους διανοούμενους που άρχισαν να μιλάνε για το τέλος της Τέχνης και το τέλος της Ιστορίας και το τέλος της Φιλοσοφίας και το τέλος του Λόγου και τεσπα όλα αυτά τα, κατά τη γνώμη μου, απαισιόδοξα και σκοταδιστικά...

Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού λοιπόν, με την αβάν γκάρντ και τον εκδημοκρατισμό της παιδείας και της τέχνης, άρχισε συγχρόνως να φτουρά και ο τσαρλατανισμός, στην τέχνη όπως και στην επιστήμη. Η ημιμάθεια και η τάση για ταχύτητα συνέβαλαν σε αυτό. Είναι μάλλον αυτό που εννοούσε ο Ματίς όταν έλεγε: «Η αφηρημένη τέχνη, έτσι όπως την εννοούμε στην εποχή μας, μου φαίνεται ότι αποτελεί μια επικίνδυνη τάση. Υπακούει στο πνεύμα της ευκολίας» (Γραπτά και ρήσεις για την τέχνη, σ. 253).

Συγχρόνως δε, πήραν άλλη τροπή οι ανθρώπινες σχέσεις. Το μεταπολεμικό χρήμα απλώθηκε σε πολλά πορτοφόλια. Πολλοί, τότε, θέλησαν να παίξουν ρόλο προύχοντα του παρελθόντος. Η εποχή της ειρήνης και της ευημερίας που οδήγησε στα ροκ εβδομήνταζ και στα γκλάμορους ογδόνταζ -και που κατέληξε προσωρινά στην σημερινή αναδίπλωση- έφερε μαζί της την ματαιοδοξία και την απληστία, οι οποίες εισέβαλαν για τα καλά σε όλα τα κοινωνικά στρώματα -ενώ πριν μερικές δεκαετίες ακόμα αυτά τα ποταπά συναισθήματα αφορούσαν μόνο την αριστοκρατία. Η τέχνη γέμισε με περισσότερους τσαρλατάνους από ποτέ, οι οποίοι αντέγραψαν τους εκάστοτε μεγάλους της εποχής τους και απλώθηκαν σαν την σκόνη μέσα και πάνω στην καλλιτεχνική κοινότητα. Οι δε αγοραστές ή ψευδο-μαικήνες πιθανόν να μην έχουν τη μόρφωση που είχαν οι παλιοί, κι έτσι φτουράνε τώρα οι δηθενιές.

(Αμ που σήμερα ακόμα έρχονται κάποιοι δικοί μας, ας πούμε, οι οποίοι δεν έχουν καταλάβει ακόμα ότι ο αιώνας πέρασε και ο χρόνος τους προσπέρασε, και σου το παίζουν φτωχοί πλην τίμιοι καλλιτέχνες που σπουδάσαν στα Παρίσια με το υστέρημά τους -ω ναι, το λένε και θέλουν να το πιστέψουμε- υπό καθεστώς φτώχειας και μιζέριας και εξορίας κλπκλπκλπ... Κάτι σαν τους εκ του ασφαλούς ψευδο-εμιγκρέδες μας που αντιστάθηκαν στο εξωτερικό ένα πράμα...)

Η αλήθεια είναι πως η ειρωνεία απέναντι στην φιγούρα ενός καλλιτέχνη είναι και παράγωγο της καχυποψίας -απέναντι στην τέχνη- του απαίδευτου. Όμως πολύ συχνά, παρά τις εμμονές του για μίμηση των ξενόφερτων καταστάσεων, ο απαίδευτος θα είναι εκείνος που θα τσιμπήσει το σκάρτο ποιον του τσαρλατάνου, και όχι ο γιατρός που θα ψωνίσει πίνακα για το ιατρείο του...

Μιλάω κυρίως για ζωγραφική, μάλλον γιατί αυτή είναι που έρχεται πρώτη στο μυαλό όταν λέμε την λέξη «καλλιτέχνης».

Έτσι λοιπόν η έννοια καλλιτέχνης έχει πάλι αρνητική χροιά. Ανήκει, φερ' ειπείν, κατά τον Μπούμπη, στη «ζαργκόν των ΚΑΠΗ» για να περιγράψουν «νέους με μαλλιά και σκουλαρίκια». Γιατί και η σημειολογία του ντυσίματος του καλλιτέχνη δεν μπορεί να είναι συμβατική, πρέπει να προκαλεί, έτσι είναι ο μύθος. Λίγο γκέι, λίγο ατημέλητη, λίγο γκλαμουράτη, η εμφάνιση του καλλιτέχνη πρέπει να αποπνέει αντισυμβατικότητα κι ελευθερία (;) επιλογών.

Γενικότερα όμως, καλλιτέχνης σήμερα είναι ο δήθεν, ο που πουλάει άποψη, ο κάθε άλλο παρά καλλιτέχνης. Είναι ο γελοίος τύπος που το παίζει -παρόλο που δεν τον παίρνει, έτσι νούλα που είναι.

Έχει, τέλος, και τη σημασία του γιατρέ μου (ο ειδήμων), πρόεδρε, κλπ.

Νονός: BuBis

  1. - Είδες ο εγγονός της Φωφώς; Πώς έγινε έτσι αυτό το παιδί... Σαν κορίτσι δείχνει με τα μαλλιά αυτά και με τα σκουλαρίκια...
    - Καλλιτέχνης, Γιάννη μου, καλλιτέχνης, δεν τον είδες στην τηλεόραση;

  2. - Τιιιιι έγινε ρε καλλιτέχνη;;; Θα το παρκάρεις το αμαξάκι να προχωρήσουμε;;;

  3. - Ρε καλλιτέχνη, για πες μας εσύ που ξέρεις, θα βρέξει αύριο για όχι;

(από electron, 10/09/09)Καλλιτέχνης θα πει... (από GATZMAN, 10/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα βυζιά που, ακόμα και σε πολύ νεαρή ηλικία, είναι κακοσχηματισμένα και πεσμένα, έχουν ασπριδερή, φαρδιά και καθόλου πεταχτή ρώγα και στο προφίλ θυμίζουν, λέμε τώρα..., το σχήμα της μπανάνας. Στο ξαπλωτό δείχνουν πολύ καλύτερα. Στο πισοκωλλητό δεν θες να τα δεις, άρα μακριά από καθρέφτες. Σουτιέν τύπου Ουόντερμπρα τα βοηθούν να εμφανιστούν αξιοπρεπώς. Με μπαγαποντοπλαστικές όμως, γίνονται μια χαρά.

- Δεν σε βλέπω πολύ κεφάτο μετά τα χτεσινά, τι έπαιξε;
- Γάμησέ τα, θυμάσαι αυτή τη μουνίτσα που γούσταρα; Ε χθες έπεσε φίκος και τι να δω... τα πέρκια, που λέγαμε... μπανανόβυζα μεγάλε, γάμησέ τα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

A. Εννοείται πως, πρώτ' απ' όλα, σκατίλα είναι η μυρουδιά του σκατού, η οποία, μια πουτάνα φέραμε, είναι λογιών λογιών:

α. σκατίλα η Παιδική. Τα καθαρά σκατά, τα αμόλυντα από ουσίες και κακή διατροφή. Κατά την ταπεινή μου, είναι τα πιο βρωμερά, ακριβώς γιατί αναδίνουν αυτή την παρθενίλα (περί ης ετοιμάζεται λήμμα, όσον ούπω). Προσώπικλυ, αυτή η παρθενέ σκατίλα με απωθεί πολύ περισσότερο από αυτήν του ενηλίκου που δεν εμπεριέχει ούτε ένα ψήγμα αθωότητας και καθαρότητας πια. Τώρα γιατί να είναι περισσότερο απωθητική μια «καθαρή» ανθρώπινη μπόχα από μια σιτεμένη, είναι ένα θέμα. Μάλλον επειδή η πρώτη μας φέρνει πίσω στον χρόνο κατά τον οποίον η καθαρότητά μας (σχετικό κι αυτό, τεσπα) ήταν έκδηλη (δεν κρύβεται ένα παιδί, τουλάστιχον όχι όσο ένας ενήλικας, ή τεσπα όχι συνειδητά) και πάντως προσωρινή: θα ερχόντουσαν θύελλες την επαύριο να μας σαρώσουν, κι αυτό δεν το ξέραμε τότε, και το γεγονός ότι τώρα ξέρουμε ότι δεν το ξέραμε αυτό που ξέρουμε, μας φέρνει θλίψη, και η μυρουδιά γίνεται δυσβάσταχτη, λέω εγώ.

β. σκατίλα η Ενήλικη: Η λεπτή και εξασκημένη μύτη μπορεί να διακρίνει όσα και ο μικροβιολόγος στο εργαστήριό του: τι έφαγε, τι κάπνισε, τι ήπιε, αν έχει πάρει φάρμακα ο χέσας, πόσων ετών (σε ποια δεκαετία της ζωής του) είναι.

γ. σκατίλα η Γεροντική: μυρίζει πάνω απ' όλα φαρμακείο. Από τις πιο μπάσταρδες μυρωδιές έβερ. Έχει κάτι προς την παιδική σκατίλα, καθότι ο ηλικιωμένος έχει κόψει τα πολλά-πολλά (τσιγάρα, ξίδια, μπαχαρικά, γλυκά και ταλιμπάν) και τρώει ελαφρά και νοσοκομειακά συχνάκις, πλην αλλ' όμως είναι τίγκα στα φάρμακα και στις βιταμίνες. Όλ' αυτά, μαζί με το γήρας του εντέρου, δίνουν μια περίπλοκη μυρωδιά, η οποία αντιστοιχεί στην όποια ωριμότητα του εν λόγω ατόμου (πες μου πώς μυρίζεις να σου πω ποιος είσαι).

Η γεροντική σκατίλα φέρνει την κατάθλιψη στον μυρίζοντα, γιατί σημαίνει το τέλος της ανεμελιάς του, καθότι ο γέρος του οδεύει προς την οδό που δεν θέλει να διαβεί κανείς.

δ. σκατίλα η Κοινή, άλλως η τουαλετίλα των δημόσιων χώρων, που συνοδεύεται από ένα χμου χλωρίνης και, τον παλιό καλό καιρό (τότε που γαμιόσαντενε οι καπνισταί στας τουαλέτας και αφήνανε το τσιγάρο να καίει στο καζανάκι), τσιγαρίλας.

Ό,τι περιγράψαμε εδώ για την σκατίλα, ισχύει και για την κατρουλίλα, και την ιδρωτίλα.

===========

B. Σκατίλα όμως σημαίνει και άλλο πράμα, για το οποίο δεν έχω τόσο πολλά να πώ όσο για τα παραπάνω, δίνει όμως πολύ περισσότερα παραδείγματα ο γούγλης (βλ. παρ. 2-6) κι έτσι εξισορροπείται το πράμα:

α. κακή διάθεση, μαυρίλα, νταούνιασμα.

β. η σκατοκατάσταση γενικά. Όταν δηλαδή η φάση / η πχιόττα / επίπεδο είναι σκατά

γ. το αδιέξοδο, ο βούρκος, το τέλμα, όταν έχεις πέσει μες τα σκατά.

γ. η σφηκοφωλιά, η κλίκα που βρωμάει και ζέχνει λαμογιά.

  1. Πρόκειται για ένα παλιό κτήριο (όχι νεοκλασικό φυσικά) και παίζει να έχουν περάσει εκατοντάδες φοιτητές σε κάθε δωμάτιο. Οι κοινές κουζίνες και μπάνια είναι αρκετά βρώμικα και ξεχαρβαλωμένα. Σίγουρα δεν πιάνει την αστρονομική σκατίλα των κοινόχρηστων τουαλετών στον Ελληνικό στρατό, μιας που εδώ οι τουαλέτες καθαρίζονται από το προσωπικό. Όμως, πάντα και παντού μέσα σε τέτοια κτήρια, υπάρχουν τα γουρούνια που δεν έμαθαν ποτέ να σέβονται τον άλλον.

  2. Νιώθω ότι αν είχα κάποιον άλλο μαζί μου, αυτό το βάρος της σκατίλας θα είχε διασκορπιστεί πολύ καλύτερα.

  3. Θα ξεκινήσω με μια μικρή αναδρομή στα τέλη των 90's και στις αρχές του μιλένιουμ...Συναντάμε μια μουσική βιομηχανία βουτηγμένη στη σκατίλα των γαμημένων δισκογραφικών,όπου αν δεν έστηνες κωλαράκι ή αν δεν υπέκυπτες στις ομοφυλοφιλικές τάσεις μάνατζερέων και παραγωγών δεν έβλεπες καριέρα ούτε από την κλειδαρότρυπα του Μάκη..

  4. Λίγο τα κοψίματα εισητηρίων, λίγο η ριζούπολη, λίγο η κόντρα των συνδέσμων, λίγο το παγωμένο και αντιοπαδικό ΟΑΚΑ, λίγο (πολύ μάλλον) η μόνιμη σκατίλα στην οποία βρισκόμαστε αγωνιστικά την τελευταία δεκαετία ( με ελάχιστες εξαιρέσεις) μας έχουν οδηγήσει σ αυτα τα λόγια και τα αισθήματα.

  5. ...με απογοήτευσε κάπως ο νόμος. Αντιλαμβάνομαι ότι μελετήθηκε με σκοπό τη δικαιότερη αντιμετώπιση των χρηστών, την αποσυμφόρηση των φυλακών και την πραγματική δίωξη των μεγαλεμπόρων του αληθινού θανάτου, των χαπιών, της πρέζας κι όλης αυτής της σκατίλας, που άμα πέσεις μέσα, είναι μεγάλο ζόρι να βγεις

  6. Δημόσια ξε-δημόσια όμως, η ΕΡΤ είναι εταιρεία που προσπαθεί να «πιάσει» λίγο στην σκατίλα και τα ιδωτικά κανάλια...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σλανγκοφωνολογία. Το /j/ είναι το σύμβολο το οποίο χρησιμοποιούμε ενίοτε (και έχει σχεδόν καθιερωθεί) για να περιγράψουμε και να διακωμωδήσουμε ή να σατιρίσουμε την «χωριάτικη» προφορά, την μη «σωστή» δηλαδή, κυρίως την προφορά που έχουν οι κάτοικοι της ΒΔ Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας κά. Μπαίνει μετά το νι και το λάμδα και «μαλακώνει», λιώνει θα λέγαμε, την προφορά τους. Λειτουργεί δηλαδή όπως το «μαλακό σημείο» (ь) των σλαβικών γλωσσών ή όπως το -gn των Γάλλων (πχ στη λέξη oignon, ονιόν = κρεμμύδι).

Έκφραση: «με το νj και το λj».

  1. Κάθε καλοκαίρι που πάει το παιδί στους παππούδες στο Αίγιο, χαλάει την προφορά του και όταν επιστρέφει στο σχολείο όλα τα παιδάκια το κοροϊδεύουνε γιατί μιλάει με το νj και το λj... Τι θα κάνουμε ρε Σταμάτη;...

  2. από μέσα από το σλανγκρ:
    παράλjυτος
    γκλjίτερ
    θα μου τον(j)ιδείς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η συντομογραφία του αγγλικού by the way (btw), όταν γράφουμε μεν ελληνικά, θέλουμε δε να το πούμε αγγλικά, αλλά λόγω βαρεμάρας χρησιμοποιούμε το ελληνικό αλφάβητο στο πληκτρολόγιό μας, αντί του αγγλικού. Τα γράμματα βτς είναι τα αντίστοιχα των btw.

Συνώνυμο: παρεμπίπταμπλυ

Βτς, σου είπα ότι πρέπει να αλλάξεις επιτέλους άβαταρ; Δεν σου πάει αυτό, πάει και τελείωσε.

βλ. και βοχ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Της πουτάνας, της κολάσεως, «το έλα να δεις», της κακομοίρας, της Πόπης κλπ.

Χαμός, κλαυθμός, οδυρμός, αιματοκύλισμα διαρκείας. Παλιά έκφραση, από την εποχή του πολέμου της Κορέας. Όμως λέγεται ακόμα αβέρτα.

Σήμερα λέμε «της Λιβύης».

Δεν λέμε όμως «του Βιετνάμ», το λέμε σκέτο (βλ. παράδειγμα 2). Επίσης δεν λέμε τίποτα για άλλους πολέμους (περσικός, Κόσοβο, Αφγανιστάν κλπ).

  1. Πάψε να με διακόπτεις όταν σου μιλάω γιατί θα γίνει της Κορέας!

  2. Μην το πεις σε κανέναν και διαρρεύσει, γιατί θα γίνει Βιετνάμ εδώ μέσα.

  3. Της… Λιβύης γίνεται με την κυβέρνηση να είναι… σκορποχώρι Η ανικανότητα χειρισμού της κρίσης, η ομολογούμενη αποτυχία του Μνημονίου, η έλλειψη σχεδίου, η άνευ όρων παράδοση στις επιταγές της τρόικα, η διάσταση απόψεων σε βασικά θέματα, συνθέτουν την εικόνα της σημερινής κυβέρνησης.
    (από το δίχτυ)

βλ. όμως θα γίνει του Βιετνάμ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι η γκόμενα που, κατά την διάρκεια της σχέσης της με τον άντρα των ονείρων της, τον βλέπει μια μέρα να φεύγει μακριά της στο εικονικό μέτωπο που λέγεται φανταριλίκι. Η φανταρογκόμενα βασικά πήζει όσο κι ο φαντάρος (λέμε τώρα...), όχι επειδή είναι μόνη, να μην τα παραλέμε, αλλά επειδή κάθε μα κάθε που ο φαντάρος παίρνει άδεια, πρέπει να υφίσταται έστω και για λιγουλινάκι τον πόνο του και να κάνει τουμπεκί ακούγοντας όλες αυτές τις συνήθως, αλλά ευτυχώς όχι πάντα, θεοβάρετες ιστορίες (κάτι χειρότερο από το ποδόσφαιρο) γιατί τον αγαπάει -ή επειδή έτσι πρέπει να δείχνει.

Έχουν γίνει πολλά φριχτά κατά τις μεγάλες αυτές στιγμές. Έχουν αποφασίσει φανταρογκόμενες να τον χωρίσουν επειδή είναι ευκαιρία (!). Άλλες έχουν παραπλανηθεί από την απουσία και έχουν πιστέψει ότι πράγματι τον θέλανε πάντα και ότι οι εκάστοτε αμφιβολίες τους ήταν παραμύθια -και τελικά ο οριστικός χωρισμός λαμβάνει χώρα άμα τη απολύσει του φαντάρου ή λίγο πιο μετά.

Άλλες όμως στενάζουν πραγματικά που δεν τον έχουν κοντά τους και δεν χάνουν επισκεπτήριο για επισκεπτήριο, περιμένουν στα αεροδρόμια και στα λιμάνια, είναι κρεμασμένες από το τηλέφωνο, θα του δώσουν και μπόλικα τηλεφωνικά γαμήσια να τον στείλουν στα ουράνια...

Όλ' αυτά χωρίς να μπούμε στις λεπτομέρειες της αντίθετης πλευράς (την ανακούφιση του φαντάρου που επιτέλους δεν θα την ξαναδεί για ένα διάστημα, ή αντίθετα τον πόνο του που δεν θα την ξαναδεί σύντομα, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι πουτάνες, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι τουρίστριες, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι άντρες, κλπκλπκλπ)

Η διαφορά μεταξύ φανταρογκόμενας και φαντάρου δεν είναι απλώς το ότι αυτός τραβάει άλλο ζόρι από αυτήν, είναι και το ότι αυτός μια φορά θα πάει, ενώ αυτή μπορεί να το ζήσει πολλές φορές το σενάριο αυτό. Είναι βέβαια σημαντικό για το σιβί σου να έχεις διατελέσει φανταρογκόμενα, είναι εμπειρία που συγγενεύει από μακριά με αυτή του φαντάρου, είναι ρε παιδί μου σα να τον έχεις τον άλλον στη φυλακή ή στο νοσοκομείο, ή για να το πω πιο ζεστά: σα να τον έχεις παιδί σου -και η σχέση παίρνει άλλο χρώμα, και κει οφείλεις να δεις τι νιώθεις γι' αυτόν τον καψερό.

Αρκεί να σου αρέσει αυτό που θα ανακαλύψειςςςςς...

- Πόσες φορές έχεις κάνει φανταρογκόμενα;
- Τρεις...
- Όχι ρε πούστη! Εγώ μία και τά 'χα φτύσει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα σκατά, το σωματικό περίσσευμα της καθημερινής μας διατροφής, είναι κάτι το ανεπιθύμητο, απόβλητο, βρωμερό και δυσάρεστο στην όψη, δύσκολο στην αποβολή του από το σώμα για τους περισσότερους ανθρώπους του κόσμου για πολλούς λόγους: γιατί είναι δυσκοίλιοι, γιατί δεν έχουν τουαλέτα τη στιγμή που την χρειάζονται, γιατί δεν διαθέτουν τον απαραίτητο χρόνο και την δέουσα ησυχία και ηρεμία να το παλέψουν το θέμα, ή επειδή απλώς είναι σκατοφοβικοί. Ποιος το περίμενε λοιπόν ότι σε όλες τις γλώσσες του κόσμου τα σκατά θα αποκτήσουν την πρώτη θέση στο λεξιλόγιο των πάντων... Ακόμα και όσοι δεν θέλουν να είναι αθυρόστομοι, στο στόμα τους τα έχουν με την πρώτη ευκαιρία. Εκεί χτυπά η καρδιά της οικουμένης περισσότερο. Εκεί ταυτίζεται η ανθρωπότητα. Στο σύμβολο κάθε απολύτως ανεπιθύμητης κατάστασης. Στα σκατά. Μerde, αναφωνεί ο γάλλος, shit λέει ο άγγλος, scheiße ο γερμανός, гавно ο ρώσος, τα ίδια σκατά λοιπόν για όλους.

Αντί παραδείγματος διαβάστε το κείμενο της φωτό, το οποίο (παρεμπιπτόντως και επί τη ευκαιρία) αναφέρει κι ένα σωρό άλλες εκφράσεις προς επεξεργασία. Εγώ διάλεξα τα σκατά, που είναι ιδιαιτέρως προσφιλές θέμα στο σάιτ αυτό.

(από GATZMAN, 21/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φίλτατοι συσσλανγκισταί,

Είναι μήνες που έχω στο πρόχειρό μου προς επεξεργασία, εμπλουτισμό κλπ κάποια λήμματα, όλα παρμένα από το Βιβλιοδρόμιο 7-8 Ιαν. 2006,
άρθρο Μαρίας Μαρκουλή.

Αποφάσισα ότι δεν έχω καμία έμπνευση ή περαιτέρω γνώσεις να τα επεξεργαστώ. Ούτε και έχει νόημα να τα αντιγράψω απλά, όπως έκανα με κανα δυο άλλα από τη λίστα αυτή (δεν τα θυμάμαι τώρα). Επίσης δεν χωράει να τοποθετήσω όλο αυτό το κατεβατό στο ΔΠ.

Σκέφτηκα λοιπόν να τα χώσω όλα μαζεμένα εδώ ώστε, όποιος θέλει, να τσιμπήσει ό,τι θέλει, να το δουλέψει και να το αναρτήσει ως αυτόνομο λήμμα, αναφέροντας πάντα την δημοσιογράφο ως πηγή.

Αν περάσει κανα μηνάκι και ουδείς έχει ενδιαφερθεί, τότε θα τα κοπιάρω απλά ένα-ένα και θα τα αναρτήσω ξεχωριστά.

Τα παραθέτω ως εκ τούτου στο Παράδειγμα. Πιθανόν κάποια να τα έχουμε ήδη ή κάποια να μην ευσταθούν και τόσο.

Όποιος διαλέξει κάποιο, ας το δηλώσει στα Σχόλια ώστε να ξέρουμε ότι το λήμμα είναι υπό επεξεργασία.

Α, και δεν βαθμολογείτε εδώ, εννοείται.

Σαμπλάρω. Από το σαμπλ - δείγμα. Παίρνω κομματάκια από άλλες μουσικές και τα προσθέτω στο καινούργιο μουσικό κομμάτι που δουλεύω. Π.χ.: Ωραία ιδέα είχε η Μαντόνα να σαμπλάρει Abba, ε;

Μιξάρω. Ανακατεύω τα μουσικά συστατικά ενός κομματιού. Για να τα βάλω σε τάξη ή σε αταξία. Να φτιάξω από αυτά καινούργιο κομμάτι ή ριμίξ. Π.χ.: ωραίο των U2; Και πού να το ακούσεις σε ριμίξ του Όκενφολντ!

Βαράω. Παίζω (ως ντιτζέι) δυνατά ή απλώς παίζω μουσικές ως ντιτζέι. Π.χ. Ο Βαρέλα βάραγε πολύ. Τι να σου πω; - εγώ έφυγα, αλλά μου είπαν ότι βάραγε ώς το πρωί.

Κατεβάζω. Όχι από κάπου ψηλά, αλλά από κάπου εκεί έξω. Από τη μεγάλη ανοιχτή αγορά του Ίντερνετ μπορείς να «αγοράσεις» κομμάτια και να τα ακούς στον υπολογιστήι, στο i-pod, στο CD-player. Παράδειγμα: Κατέβασα System Of Α Down χθες βράδυ. Καμία σχέση με το: σας παρακαλώ μού κατεβάζετε εκείνο το βινύλιο από το πάνω ράφι;

Ψήνω (αλλά και... κόβω). Αντιγράφω. Από ένα CD στον υπολογιστή και από εκεί όπου με βολεύει. Παράδειγμα: να σου ψήσω Depeche Mode; Κόψε μου και μένα μία Μαντόνα. Και η μουσική μια μεγάλη κουζίνα είναι.

Ραπάρω. Απαγγέλλω σαν ράπερ, χωρίζοντας τις συλλαβές πάνω στον ρυθμό. Παράδειγμα: μη μου πεις ότι ραπάρει και ο Μαζωνάκης; Εμ τι;

Ουσιαστικά

Εμ Σι (MC), ο. Από το Master (of) Ceremony. Αρχικά εκείνος που ενώ έπαιζε ο ντιτζέι (ή οι μουσικοί) έπαιρνε το μικρόφωνο και χαιρετούσε κόσμο ή παρακινούσε το κοινό να διασκεδάσει και τις κοπέλες να χορέψουν. Μετά πήρε όλο το παιχνίδι επάνω του. Και όλα λόγια και όλα τα κορίτσια.

Λάπτοπ, το. Ο φορητός υπολογιστής ως μουσικό όργανο, στο στούντιο, αλλά και στις συναυλίες. Παράδειγμα. Στην κιθάρα ο Τζόνι Κρεμίδης, στα ντραμς η Μαίρη Αλατίδου και στα λάπτοπ ο Μίστερ Πέπερ (χειροκρότημα).

Μαύρο, το. Συνήθως σε πληθυντικό - μαύρα. Παίζει πολλά μαύρα ο ντιτζέι. Δηλαδή σόουλ, χιπ χοπ, r'n'b. Π.χ.: τι ακούς; αυτόν τον καιρό πολλά μαύρα.

Μαύρος, ο. Ο από τη Νιγηρία, την Γκάνα και τις άλλες αφρικανικές χώρες πωλητής CD, τον οποίο κυνηγούν οι δισκογραφικές εταιρείες γιατί «σκοτώνει τη μουσική». Παράδειγμα: μπα, τι βλέπω; Πετρέλη; Ναι, το πήρα στο καφέ από τον μαύρο (άνευ ρατσιστικής χροιάς).

Μιξτέιπ (mixtapes), οι. Κάποτε κασέτες με κομμάτια ραπ σπάνια ή ακυκλοφόρητα. Σήμερα έχουν φανατικό κοινό και τρελές πωλήσεις. «Αν κάνεις σουξέ σε μιξτέιπ (λέει ο Σνουπ Ντογκ) σημαίνει πως σκοράρεις στα κλαμπ!».

Σούστα, η. Ούτε κρητική ούτε ποντιακή ούτε Χρήστος Δάντης. Το κομμάτι που χορεύεται, που θα «πάει» καλά στα κλαμπ. Π.χ. Αυτό; Σούστα, σου λέω, θα με θυμηθείς!

Φράσεις-κλειδιά

Πανικός στην έξοδο: Όταν ο dj αδειάζει το κλαμπ. Παράδειγμα: Πώς έπαιξε; Τι να σου πω, πανικός στην έξοδο.

Απόψε παίζει μακαρονάδες: Παίζει (ο τζόκεϊ) χάουζ με πολλά φωνητικά και γλυκά, μελωδικά, ρυθμικά κομμάτια.

Χθες, πάντως, έπαιζε παπάδες: Έπαιζε πάρα πολύ καλά (και όχι εκκλησιαστικά τροπάρια).

βλ. και άπενος, σιδηρόδρομος, πληκτράς, ξυλοκόπος

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Για να ξεπαρθενευτείτε και όσοι ελάχιστοι (;) ακόμα θεωρείτε τα πάντα γύρω από το σεξ και την γυναίκα να περιβάλλονται με το θερμό κόκκινο χρώμα του πάθους, έχω να σας μιλήσω για «τα καφέ». Ή «τα σκούρα», ή «τα τελευταία».

Είναι το απολειφάδι αίματος που εμφανίζεται στην σερβιέτα ή ακόμα χειρότερα στο βρακί κατά το ξεκίνημα ή το τελείωμα της περιόδου (όταν η ροή δεν είναι κανονική), ή στα μισά του κύκλου (για διάφορους λόγους, ωορρηξία, πρόβλημα, εγκυμοσύνη, άλλα) ή, τέλος, στην φάση της κλιμακτηρίου (εκτός αν πλημμυρίζεις, που είναι η άλλη πιθανή εκδοχή, όσο ξέρω).

Τα καφέ είναι μια απεχθής κατάσταση που μποχάει, που δεν λέει να τελειώσει (μπορεί να κρατήσουν μέεεερες), που αποτελεί δυσάρεστο συναπάντημα για τον άντρα, ο οποίος σα μαλάκας δεν εννοεί να σε πιστέψει ότι δεν έχει τελειώσει η περίοδος και νομίζει ότι κάνεις κορδελάκια γιατί δεν τον θέλεις και τελικά την πατάει όταν δει μπροστά του (στο γλειφομούνι) ή πάνω στον περί πολλού θεωρούμενο πέοντά του τα σιχαμερά μεζεδάκια που θυμίζουν σπληνάντερα (αυτό το τελευταίο: κλόπυράιτ Μες).

  1. – Τι έγινε με τον γυναικολόγο, όλα καλά;
    – Το ανέβαλα, ακόμα δεν μου έχει τελειώσει η περίοδος, πέντε μέρες έχω τα καφέ...

  2. – Αυτή τη φορά η περίοδος με πέθανε στον πόνο, τέσσερεις μέρες τα καφέ... μέχρι να έρθει κανονικά κατάπια ό,τι παυσίπονο είχα και δεν είχα.
    – Δεν το κοιτάς μπας κι έχεις αρχή κλιμακτηρίου;
    – Φάει τη γλώσσα σου μωρή, 32 χρονών είμαι ακόμα!
    – Ε τότε δες μην είναι ψευτοπερίοδος και είσαι έγκυος...
    Απόλλων;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία