Για τους παλιούς, και κυρίως για τους ανθρώπους της επαρχίας, σημαίνει μυρίζω.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα λέξη, καθότι ασυναίσθητα ή εμπειρικά συνδέει τις δύο αυτές συγγενείς αισθήσεις, την ακοή και την όσφρηση, δίνοντας προτεραιότητα στη δεύτερη. Και, πράγματι, την ακούς τη μυρωδιά.

Πιστεύω δε, ότι και η έκφραση την ακούω έχει να κάνει πίσω-πίσω με όλ' αυτά.

- Πω ρε πούστη, πάλι σκορδίλες μπαίνουν από τον φωταγωγό πρωινιάτικα...
- Ιδέα σου είναι, δεν ακούω τίποτα.

Ιντα ακουώ μρε Σηφάτση! (από Vrastaman, 19/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Πάλι από παλιά διαφήμιση, αλλά δεν θυμάμαι πια το προϊόν. Λάδι ήντουνα, ή απορρυπαντικό πιάτων; Ή μήπως κάτι σε μινέρβα, φυτίνη ή βιτάμ; Πάντως η γιαγιά Ευτυχία (θα σας εξηγήσω άλλην ώρα τον συμβολισμό του ονόματος αυτού, είναι τόσο δύσκολο που δεν θα μπορέσω εδώ, θα πάρει πολύ), η γιαγιά Ευτυχία λοιπόν έδωσε για άλλη μια φορά τα φώτα της γνώσης της και της πολύχρονης εμπειρίας της σε όλη την οικογένεια. Αυτό είναι το ρεζουμέ και έτσι χρησιμοποιούμε την έκφραση όταν θέλουμε να επιβεβαιώσουμε τον οποιονδήποτε συνομιλητή μας για το σοφόν και το σαφές της ρήσης του. Το λέμε δε και λίγο τραγουδιστά και γυναικεία: «α!-κριβώως,γιαγιαευτυχίααα...»

- Ε, και μη μου πεις, άμα βάλεις και λίγο δενδρολίβανο στο ψάρι, του πάει πολύ αλλά και του διώχνει την ψαρίλα.
- Ακριβώς, γιαγιά Ευτυχία...
- Κόφ' το δούλεμα και πιάσε το τσικάλι να δούμε αν έμαθες τίποτα.

βλ. και διαφημιστικά μιμίδια / μιμήδια

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σατιρική παραφθορά της έκφρασης «άλλ' αντ' άλλων». Έχει νόημα μόνο γραπτώς. Παραπέμπει στον ηθοποιό Αλέν Ντελόν.

- Πήγες στην εκδήλωση;
- Ναι, αμέ...
- Και;
- Ε τι και... Άλαν Ντάλον έλεγε το γαμίδι το πρόγραμμα. Ούτε εκδήλωση ούτε τίποτα. Οι πόρτες κλειστές. Η ημερομηνία ήταν λάθος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περίεργη προσφώνηση, με αφορμή μάλλον την γαλλική λέξη allez (που προφέρεται αλέ και σημαίνει πηγαίνετε με την έννοια του άειντε). Σημαίνει: την κάνουμε Λούης, τιγκανά κλπ.

- Τι ώρα είναι;
- Έξι και τέταρτο.
- Πρέπει να φύγουμε!
- Αλέκος!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λογοπαίγνιο το οποίο, συνδυάζοντας τις λέξεις (πονηρή) αλεπού + πούτσα, παραπέμπει σε ένα ακαθόριστο είδος ψωλής, πονηρής, τσαχπίνικης, μάλλον μεγάλης (με μέτρο την ουρά της αλεπούς), χαριτωμένης, ευέλικτης, κλπ.

Χαριτολογώντας μπορεί να ειπωθεί και για μια πραγματική αλεπού.

Ειρωνικά, μπορεί να ειπωθεί για γούνα από αλεπού.

  1. - Ωραία βυζιά, ε;
    - Σιγά και τα πεσμένα, ρε μαλάκα!
    - Καλά, κατάλαβα, όσα δεν φτάνει η αλεπούτσα τα κάνει κρε-μαστάρια...

  2. - Μαμά, μαμά, μια αλεπούτσα!!!
    - Ιιιιιιιιιι! Σσσσσσσσσσς! Πού έμαθες αυτή τη λέξη παιδάκι μου;!

  3. - Μωρό μου θα μου πάρεις αυτή τη γούνα;
    - Α μωρή και μου το παίζεις φιλόζωη, σιγά μη σου πάρω και αλεπούτσα να φοράς, χαθήκανε οι ψεύτικες;

εινε μορτισα και αλεπου και τον μπουτσο εχει στον νου (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο εντελώς τελείως αλκοολικός - άντρας ή γυναίκα, ο μπεκρής, η μπέκρα.

Λέγεται και «αλκόλα».

  1. Μεγάλη αλκοόλα η γυναίκα σου, με δύο ποτηράκια γίνεται ντίρλα, ούτε ξέρει πού βρίσκεται...

  2. Τον πάω τον Τάκη, μεγάλη αλκοόλα, κάθε μέρα την ίδια ώρα, που ο κόσμος να χαλάει, είναι στο μαγαζί και την πίνει.

Tα 5 μπουκάλια της ζωής του ανθρώπου (από allivegp, 15/11/09)Το «Αλκοολίκι», απο Παλαιολόγους. (από vikar, 27/02/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το υπέρτατο ούφο, ο πιο αφηρημένος και αλλοπαρμένος και νεραϊδοπαρμένος και αλαφοΐσκιωτος και τζαζ (και όλα τα λοιπά) άνθρωπος του κόσμου. Από το αλλού + το αγγλικό aloof + το Ούφο.

- Αμάν ρε πούστη μου αυτή η Τζενούλα, δεν παλεύεται, δεν χαμπαριάζει Χριστό, της μιλάς, τη σκουντάς, της τα εξηγείςς μια ώρα και εκείνη στον κόσμο της... Μπας και μας δουλεύει;
- Όχι μωρέ το Τζενάκι, αφού την ξέρεις, είναι αλλού το άτομο...
- Τι αλλού, μωρέ, μόνο αλλού; Αλλούφο είναι.... Δεν θυμάσαι που πήγε να βάλει τις προάλλες τα σκουπίδια στο ψυγείο... Τι περιμένεις τώρα... Χαλαρά...
- *%&#>?)(@...............

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Εκτός από τη γνωστή έννοια, στην Κρήτη σημαίνει και στάχτη (από ξύλο) και χρησιμοποιείται στη ζύμη για τα κουλουράκια ώστε να γίνονται πιο αφράτα και κρατσανιστά. Τώρα γιατί το λένε έτσι, αφήνω τη φαντασία σας ελεύθερη. Εγώ νομίζω πως, για κάποιο λόγο, στο συλλογικό φαντασιακό των Κρητών το γκρίζο χρώμα της στάχτης παραπέμπει στα γκρίζα μαλλιά των γέρων που συνήθως είναι άλουστοι. Ίσως ο Χαλ να ξέρει να μας πει κάτι συγκεκριμένο.

- Στα κουλουράκια η μάνα μου βάζει πάντα αλουσιά, γι' αυτό γίνονται έτσι νόστιμα.
- Αλουσιά;;; Μπλιάξ!!!! Τι είν' αυτή η αηδία;
- Ηρέμησε ρε πούστη, στάχτη είναι.
- Καλά, άσε, δεν θα πάρω.
- Είσαι και πολύ μαλάκας, μη σώσεις να δοκιμάσεις. Λες και σου είπα ότι βάζει σκατά μέσα.

O Σκύλος απ\' την Ανδ αλουσιά (από Vrastaman, 20/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο αλλήθωρος του οποίου τα μάτια φεύγουν προς τα έξω. Από Κρήτη, αλλά ίσως λέγεται και αλλού.

Επίσης ο χαζούλιακας, ο στόκος.

- Ποιος Γιώργος από τους δύο;
- Όχι ο πιο νέος, ο άλλος, το αλφάδι.

(από alamo, 05/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Τα αρχίδια, όταν σερβίρονται μαγειρεμένα. Προφανώς λέγονται έτσι για να μην ειπωθούν με το όνομά τους. Όπως λέμε: «ο ακατονόμαστος».

- Λέω να φάω μια φορά αμελέτητα να δω πώς είναι, τι λες;
- Φά' τα, και φάε μετά και μυαλά πανέ. Τι λε ρε μαλάκα, σοβαρολογείς;!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία