Η βελόνα τις σύριγγας.
Ε μπψηλέ, πάσαρε μια τον σέο κι από 'δώ.
Η βελόνα τις σύριγγας.
Ε μπψηλέ, πάσαρε μια τον σέο κι από 'δώ.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Βαρύς πόνος, μαράζι, καημός που σε πνίγει. Συνώνυμο του ντερτιού.
- Άλλος νταλκάς και αυτός με το σύμπαν.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Συναντάται και ως Δώγκανος: ατσούμπαλος-αποχαυνωμένος, τύπος που κάνει ζημιές όλη την ώρα.
Ουσιαστικό: δωγκιά.
(Ο Χάρης περνάει να πάει να κατουρήσει και ρίχνει όλα τα τασάκια κάτω)
- Α ρε Χάρη, την έκανες την δωγκιά σου πάλι...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χρησιμοποιείται από τις αρχές του 1900, αντί του μπεκροκανάτα, δηλ. του μόνιμα μεθυσμένου.
Ο ρεμπέτης Κώστας Ρούκουνας.
Βλ. και τσικουδόχοιρος
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δηλώνει κατάσταση, ενίοτε και άτομο που, ενώ δεν σε ξέρει, θα πιει τον καφέ σου, θα κάνει απ' τα τσιγάρα σου, θα σου σηκώσει το τηλέφωνο κλπ κλπ. Η κατάσταση δηλώνει τζαμπέ και χαλαρά μαζί.
- Πωωω, παίζει ενα πάρτυ σήμερα, χλίδα λέμε.
- Στο πολύ ζεβουαζιόν μας κόβω πάλι δηλαδή.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Συσκευασία στην οποία δίνεται η κεταμίνη.
Δόση κεταμίνης.
- Τι θα γίνει;
- Θα γίνουμε κανα φάκελο σήμερα;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!