Πλατειάζουσα αναδιατύπωση του κλασικού αφορισμού γ@μιέται ο Δίας. Ο τελευταίος, σαν μόνιμος κάτοικος της κορυφής του Ολύμπου, νοείται ως αποδέκτης του φορτίου.
Πλατειάζουσα αναδιατύπωση του κλασικού αφορισμού γ@μιέται ο Δίας. Ο τελευταίος, σαν μόνιμος κάτοικος της κορυφής του Ολύμπου, νοείται ως αποδέκτης του φορτίου.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ελεύθερη απόδοση στην ελληνογαλλική* της κλασσικής ατάκας ποτέ των ποτών. Κάποιοι μελετητές διαβλέπουν μιαν ελαφρά χροιά «Περισμού» σε αυτή την έκφραση οπότε προσοχή στον τόνο της φωνής κατά την χρήση!
*Από το γαλλικό «jamais».
Ροδόλφος: - Και δηλαδή δεν θα αγοράσεις το domain www.glentis.gr για την προσωπική σου ιστοσελίδα;
Πέρι: - Ζαμαί των ζαμών. Εάν ο ICANN δεν βγάλει domain «.lak», εγώ στο ίντερνετ δε βγαίνω!
Βλ. και ζαμέ
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο έχων μεγάλη οικονομική επιφάνεια, ο λεφτάς, αυτός που το φυσάει το παραδάκι και δεν φοβάται να το δείξει. Εκ του καπιταλισμού, της γνωστής οικονομικής θεωρίας την οποία θεωρούμε ότι ασπάζονται οι λεφτάδες.
- Εψ, φίλος, για τσέκαρε εδώ ρόλοι!
- Άτσα εργαλείο ο δικός σου! Και Πατέκ Φιλίπ κιόλας ρε αχαΐρευτε; Είσαι και πολύ καπιτάλας ναούμ'!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κίνηση της ιαπωνικής πολεμικής τέχνης καράτε, εκτελεσμένη με μαστοριά και δεξιοτεχνία. Καταχρηστικά, κίνηση οιασδήποτε ασιατικής πολεμικής τέχνης που προκαλεί σοκ και δέος στο αδαές κοινό που την παρακολουθεί.
- Και για πε ρε μαλάκα, τί έγινε μετά;
- Ε λοιπόν, εκεί που ο τύπος απειλούσε να κόψει τη γκόμενα φέτες με το αλυσοπρίονο αν δεν του καθόταν, σκάει από το πουθενά ο Μπρους Λη και με πέντε καρατιές του τσακίζει τα παΐδια!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Σηκουέλ των άκρως επιτυχημένων προσβολών γκοοκνούλα μωρή τσούλα και βα φανκούλο (και πάρε και τον πούλο) που βασίζονται σε ομοιοκαταληξία / ομοηχία μιας ελληνικής και μιας ξένης φράσης. Εν προκειμένω έχουμε το (ψευδο)ισπανικό «¿Quieres mucho;» («Θέλεις/επιθυμείς πολύ;) και το κλασσικό «πάρ' το λούτσο» ως παραλλαγή του «πάρ' το μπ0u1o». Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτικό του «Θά 'θελες!» όταν ο συνομιλητής έχει εκφράσει μια -κατ' εμάς- μη ρεαλιστική επιθυμία.
- Ε ρε και να μπορούσα να βγω ένα μόνο ραντεβού με το Λίλιαν...
- Ενόσω τα έχει με το το Χόλγκερ Σφίχτερμαν; Κιέρες μούτσο; Πάρ 'το λούτσο!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το προφυλακτικό. Ερμηνεία εμπνευσμένη από το κλασικό απόσπασμα της ταινίας «Ποιος θα πηδήξει τη γοργόνα;», όπου πρωταγωνιστεί ο θρυλικός Μπόκολης. Εκεί γίνεται αναφορά στις φανταστικές «Καπότες Κόκορα»*.
Καταχρηστικά, συνώνυμο του λούτσου όπως αυτός χρησιμοποιείται στη φράση «Θα ρίξω έναν...»
**Βλέπε μύδι.*
- Λοιπόν κάλεσα το Λίλιαν για να δούμε τον Πουτανικό σε Blu-Ray το βράδυ. Θα φάω καλά απόψε μου φαίνεται, χε χε χε.
- Φιλαράκι κάνε ότι θέλεις αλλά μην ξεχάσεις τον κόκορα. Το Λίλιαν έχει πάρει τη μισή υδρόγειο!
- Και τι έγινε με τη Σούζη όταν μείνατε μόνοι σας στο υπνοδωμάτιο;
- Έ, της έριξα έναν κόκορα και ησύχασε η λυσσάρα! Αμάν πια, δύο μήνες με κυνήγαγε!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Όρος βασισμένος στο όνομα του υπαρκτού δανέζικου νησιού Lolland που ταυτοχρόνως παραπέμπει και στο πασίγνωστο ακρωνύμιο lol, λολ. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ειρωνικά ως υποτιθέμενος τόπος προέλευσης κάποιου/κάποιας που λέει αποτυχημένα ανέκδοτα ή έχει κρύο χιούμορ.
-...και ο δάσκαλος απαντάει στον Τοτό «Δεν πειράζει παιδί μου, τα κούτσουρα επιπλέουν!» - Α-χά-χου-χά ... που τα βρίσκεις αυτά τα ανέκδοτα ρε αστειάτορα; Απο τη Λολάνδη σε φέρανε;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Γλωσσικό αμάλγαμα των «μεγαλειώδης» και «γλοιώδης». Δύναται να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει άτομα που το παίζουν καμπόσοι αλλά ταυτοχρόνως είναι σιχαμεροί (βρυ)κόλακες των ανωτέρων τους.
«Ο σοφέρ ανοίγει την πόρτα της απαστράπτουσας Hispano-Suiza και ευθύς ξεπηδά από μέσα αγέρωχος ο στρατάρχης [...]. Από πίσω, σκυφτός, με μοχθηρό χαμόγελο στα χείλη ακολουθεί βήμα προς βήμα ο μεγαγλειώδης υποστράτηγος Παχλάτσας.»
Από ανύπαρκτο μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χρησιμοποιείται για το χαρακτηρισμό ανθρώπου, ή ακόμα και ζώου, με πολύ ασύνηθιστη, αλλά ταυτόχρονα χαρακτηριστική - για την ιδιότητα ή το πολιτισμικό / εθνικό του υπόβαθρο - εμφάνιση και τρόπο συμπεριφοράς.
Συχνά συνδιάζεται με τη μεγεθυντική κατάληξη «-άρα» σχηματίζοντας το «μορφάρα».
Μαλάκα τσέκαρε αυτό το πανκιό με το μωβ μαλλί και τους χαλκάδες! Μιλάμε για μορφή έτσι;
Έπρεπε να δεις τον παππού που είχαμε γνωρίσει σε ένα καφενείο στα Σφακιά! Με μπότες, βράκα, γιλέκο, ζωνάρι και μια μουστάκα 2 μέτρα. Μορφάρα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αμάλγαμα των λέξεων μπύρα και του μυθικού ήρωα Ηρακλέους. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή μίας συγκεκριμένης κατηγορίας μπυρόβιων, οι οποίοι υπό κανονικές συνθήκες είναι εσωστρεφείς φλώροι αλλά μετά την πόση του θαυμαστού αυτού ποτού γίνονται θαρραλέοι μπήχτες και επιτυγχάνουν λαμπρά κατορθώματα.
- Λοιπόν τη βλέπεις αυτή εκεί στο απέναντι τραπέζι; Τόση ώρα που μιλάμε με καρφώνει με τα μάτια. Θα πάω να της μιλήσω!
- Άσε ρε Μπυρακλή να πούμε, που πριν πιεις τις Franziskaner έλεγες ότι όλες σε έχουν χεσμένο!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!