Λέγεται όταν, σε συγκεντρώσεις, δεν συμμετέχουν πολλοί.

  1. Πανούλης: Ρε τι βαθμολογίες παίρνεις τώρα τελευταίως; Μόνον 2 ή 3 σε βαθμολογούν...
    Πανούλης: Α ρε, έχουν πάει διακοπές ρε, δεν το κατάλαβες;
    Ξανά μανά Πανούλης: Τώρα που έχω φλασιά ρε γμτ, πήγαν διακοπές... Τρεις και ο κούκος μείναμε!

  2. - Για λέγε ρε, ήταν πολλοί στην συγκέντρωση του ΚΚΕ;
    - Τι πολλοί ρε, τρεις και ο κούκος ήταν!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γκαζμάς, ή αλλέως πως αξίνα. Oμοιάζει με σκαλιστήρι, αλλά σε μεγάλο μέγεθος. Με αυτό σκάβουμε το χώμα (μαλακό και σκληρό): είναι χαμαλοδουλειά / και δεν θέλει ντοκτορά.

Στην ανθρωπoμεριά δένει με τον βλάκα και τον άκομψο, χωρίς τακτ, δίκην ταύρου σε υαλοπωλείο.

Καλυφθείτε ρεεε… γκαζμάς εν όψει, έπονται γκαζμαδιές!

Βλ. και γκασμάς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Aν και ο αναρτώσας στο ΔΠ λέει ότι είναι το τελευταίο από τον πάκο των πραγμάτων, εμπεριέχει και την έννοια μη τα δίνεις όλα, κράτα και κάτι για εσένα, την άσχημη ώρα που θα κατρακύλας προς τον πάτο του πηγαδιού να κρατηθείς και να μη πνιγείς.

Συνηθίζεται να λέγεται σε κάποιον όταν αρχίζει να ερωτεύεται, ή όταν δανείζεις κάποια χρήματα, ή δίνεις κάποιες ιδέες.

-Και σε απέλυσαν από την εταιρία ρε φίλε μετά από τόσα που είχες προσφέρει!
-Α, μη στενοχωριέσαι, έχω κρατήσει πατινή ρε φίλε, τι νομίζεις, σε μερικές μέρες θα με επαναπροσλάβουν, όταν αρχίσει να διαλύεται το πρόγραμμα για το προσωπικό που τους έχω φτιάξει χε χε

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τόσο κοντά όσο μια τρίχα.

Συνώνυμα: παραλίγο, skin of the teeth - αμερικλάνικη σλανγκιά (εάν είχαν τα δόντια δέρμα, τόσο κοντά πέρασε).

  1. Παρατρίχα να την γαμήσω.

  2. Παρατρίχα την γλύτωσα.

  3. Με κράτησαν και παρατρίχα δεν τον έφαγα τον πούστη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το άκουσα προσωπικά από ένα μαναράκι που μου την είπε «δεν προτίθεμαι να συνεχίσω να είμαι πάνω σε ένα μεγάλο κρεβάτι».

Και εννοούσε ότι σε μια παρέα 6-7 ανθρώπων ή και παραπάνω, όταν ξεφεύγει από το φιλικό το πράγμα και βλέπεις κάποια με το πονηρό μάτι και σε βλέπει και εκείνη το ίδιο και, ενώ ξέρεις ότι έχει πάει με κάθε έναν αρσενικό και θηλυκό της παρέας, το κάνεις μαζί της, είναι σαν να είμαστε όλοι μαζί πάνω σε ένα ΜΕΓΑΛΟ κρεβάτι.

Προσοχή: δεν μιλώ για ανταλλαγή ζευγαριών, όχι και ότι είν' κακόόό...

Ας υπολογίσει κάποιος τους συνδυασμούς 8 (φίλων) που κατά καιρούς το έχουν κάνει ανά μεταξύ τους. Δεν μιλώ για όργιο, το όργιο γίνεται από όλους με όλους για όλους ταυτοχρόνως - ουάου...

- Καλά μωρή, πήγες με τον Γιώργο που πήγε με την Πόπη που πήγε με την Φλώρα που πήγε με τον Νίκο που φτύνει το στραγάλι, δεν βαρέθηκες;
- Μπααα χρυσή μου, εμπειρίες πάνω στο μεγάλο κρεβάτι είναι αυτές, πού θα τις ξαναζήσω ΕΕΕ; πού;

(από GATZMAN, 06/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κότσι αποκαλείται ο αστράγαλος, καθώς και το μυώδες τμήμα της κνήμης ενός ζώου.

Μεταφορικά παραπέμπει σε τόλμης ή μαγκιάς, σε αρχίδια με την καλή έννοια (κατά το αγγλικό guts).

Υπάρχει και το μπιθικώτσης που στα αρβανίτικα σημαίνει σκληρόκωλος (κώλος > μπίθα). Στην περίπτωση του Κολοκοτρώνη, ωστόσο, το κότσι αντικαθίσταται από την κοτρόνα.

Δεν έχεις ρε τα κότσια να τα πεις αυτά που μου λες στον εργοδότη σου γιατί δεν έχεις τα δυναμάρια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βουβαμάρα, σιωπή, το αντίδοτο του μιλάω!

Όταν λοιπόν κάποια σου μιλάει, τότε εσύ βουβαίνεσαι (Προσοχή, μόνον αν έχεις κάνει κουτσουκέλα ).

Άστην να χτυπιέται σαν μιξεράτσι (Κ)*. Κούνα καμιά φορά το χέρι σου όταν σου μιλάει σα να θέλεις να πεις κάτι για να έχει και την ικανοποίηση του να σου πει μιλάω! και μετά κατέβασε το κεφάλι και άστην να λέει, άστην να πει.

** (Κ)=Κρητικάτσι*

- Kόοοτ κοτ κοτ... κοτ κοτ κόοοτ κοτ κοτ...
- Μαα....
- ΜΙΛΑΩ... κόοοτ κοτ κοτ κοτ κόοοτ κοτ...
- (Βούβα, μαλάκα, γιατι θα τις αρπάξεις, τα εχει πάρει ανάποδα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένα από τα μεγαλύτερα καταστήματα της οδού Αιόλου (δίπλα στην εθνική τράπεζα) ήταν και το κατάστημα του Πουλόπουλου (Πιλ-Πουλ) που πουλούσε καπέλα, πίλους. Κάποτε όμως έπαθε οικονομικό «κραχ» και έκλεισε. Τότε οι πιστωτές του τον κυνηγούσαν να τον βρουν, αλλά αυτός είχε γίνει ... Πουλόπουλος, το είχε σκάσει. Έτσι το «Πουλόπουλος» πήρε την έννοια του ανθρώπου που το έσκασε ύστερα από χρεοκοπία.

αντιπροσωπεία πολυτελών οχημάτων
- Καλημέρα κύριε... - Καλημέρα!
- Και εσείς περιμένετε να παραλάβετε το αυτοκίνητο σας;
- Τι να περιμένω αγαπητέ μου, δεν έμαθες, βάρεσαν κανόνι... - Τι, τι, πώς, μα μααα... - Τι μα και μαμά, πουλόπουλοι γίνανε!

Το Pil Poul (από Vrastaman, 13/03/09)Κι αυτός πήρε τον πούλο.  (από GATZMAN, 14/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καινούργιο συκώτι κάνεις (μεταφορικά) όταν διασκεδάζεις και γελάς με ούλη σου την καρδιά με κάτι που είδες, άκουσες ή και που αισθάνθηκες (πχ γαργαλητό).

Παρεμφερή: άνοιξε το φυλλοκάρδι μου, έγινε κήπος η ψυχή μου.

Και γαμώ τα γέλια, μου έκανε το συκώτι καινούργιο η μαλακία που πέταξες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πάγωσα από φόβο, έκπληξη, ντροπή κ.λπ.

Αντίστοιχο αλλά βιβλικό: «έμεινα στήλη άλατος».

Εάν κάποιος παρατηρήσει τον άνθρωπο όταν μένει παγωτό, βλέπει ότι, την στιγμή της παγωτοποιήσεως, το υποκείμενο λαμβάνει μια κοντή ανάσα που την κρατά για λίγο, διότι θέλει να συνειδητοποιήσει τί τρέχει προτού αντιδράσει

Κόβοντας στην γωνία να δω αν έρχομαι, έμεινα παγωτό βλέποντας τον ευδαίμονα να φιλά γαλλικό φιλί τον Βάγκουλα… φτου τον πούστη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία