Εξαιρετικά σημαντική θέση σε εταιρία, αλλά μόνο γι' αυτόν που την κατέχει.

Προκύπτει από τη φράση «Άι φέρ'» που το εκάστοτε αφεντικό παγίως απευθύνει προς τον υφιστάμενο του. Το παιδί για όλες τις δουλειές.

- Άι φέρ' τα γκομενάκια, να τα περάσω οντισιόν. - Να φέρου και καπότες;
- Ναι ρε, φέρε και καμία δεκαριά και από αυτές.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι εκτός του κανονικού αιμοδότη και ο παθιασμένος η άγρια εθισμένος άνθρωπος σε μια συνήθεια. Με τη συνήθεια αυτή πληρώνει σε ορισμένους έμπορους το προς αγορά εμπόρευμα. Τώρα οι έμποροι, αν τον δουν κατά τα λημέρια τους, γελάνε και μεταξύ τους λένε: «Ωπ! Να τονα τον αιμοδότη, έσκασε μύτη».

Αναφέρομαι στο παζάρι (μοναστηράκι), που εκεί το πρωτάκουσα και εννοούν ότι, αφήνοντας χρήματα είναι η αιμοδοσία για τα μαγαζάκια τους.

Αν ο ορισμός παίζει και στα ναρκωτικά δεν το γνωρίζω, μια και δεν το έχω δοκιμάσει το σπορ, εφόσον είναι άκρως εθιστικό και καλα θα κάνουν οι νέοπες να μη δοκιμάζουν και ας λένε παπαγαλάκια για αφορισμούς, δοκιμές και άλλα χαζά. Όσο για τους παλαίοπες, ας κάνουν ότι θέλουν και ας μη διαφημίζουν την συνήθεια τους.

Σκέψεις κάποιου: Αχ ρε γαμώτο, πότε θα έρθει η Κυριακή, να κατέβω στο μοναστηράκι και να βουτήξω στις ευκαιρίες και να αγοράσω οτιδήποτε και ας μη το χρειάζομαι άμεσα που ξέρεις θα το χρειαστώ κάποτε
Σκέψεις κάποιου άλλου: Αχ ρε γαμώτο, ποτέ θα έρθει η Κυριακή, να κατέβω στο μοναστηράκι στο μαγαζί και να πλακώσουν οι αιμοδότες να βγάλουμε κάνα ευρουλάκι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καραβανέζικος όρος που τον χρησιμοποιούν οι παλιοσειρές κατά την εκτέλεση καψονιού (ΣΩ.ΒΕ, σωματική βελτίωση το λένε).

Ο παλαίουρας φάνταρος προς το νεούλι:

Πάρε 20, ρε παλιομπακαλιάρε υπηρεσίας και καπάκι... ακόμααα;;;; ρεεεεε θα σε πήξω, θα σου πιω το αίμα με το μπουρί από την σόμπα ρεεεεε, κ.α.π.π (και άλλα πολλά παρεμφερή).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι ονομάζεται ο άνθρωπος όταν είναι ξαφνιασμένος, τρομαγμένος, σκιαγμένος (τρομαγμένος από τις σκιές).

Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από το ξάφνιασμα του ελαφιού όταν βόσκει και ακούσει ένα ύποπτο θόρυβο.

Μην αλαφιάζεσαι ρε δεν είχε aids η γκόμενα που γάμησες χθες χωρίς καπότα από την τύφλα που είχες από το ποτό πήδηξες την πλαστική κούκλα....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καλείται η εμβόλιμος κατάληψη μιας θέσεως εργασίας, όπως δηλαδή ένας αλεξιπτωτιστής πέφτει σε ένα μέρος από ψηλά, χωρίς να έχει περπατήσει έως εκεί (βλέπε και ταρζανιές).

Έτσι και σε μια εργασία, για να κατανοήσεις πλήρως την δομή και την εύρυθμων λειτουργία της, πρέπει να ξεκινήσεις από το σκούπισμα και μετά κρατς κρουτς κρατς κρουτς να ανέβεις στην ιεραρχία και να το παίξεις διευθυντής.

Αλλά δυτικώς του Ριο Πέκος (δηλαδή: δυστυχώς) υπάρχουν και οι αλεξιπτωτιστές που... τσουπ νάτος στην θέση που υπολόγιζες να κατακτήσεις εσύ και μην τολμήσεις να πεις και τιπτις, την άλλη μέρα σε έκανε ban η πατρωνία του αλεξιπτωτιστού.

-Ναι φίλε μου ο καινούργιος διευθυντής στην τράπεζα είναι τοποθετημένος από την κυβέρνηση.
-Κατάλαβα ρε Σάκη, αλεξιπτωτιστής ο φίλος χμ μμμμ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν κάποιος αμολάει μαλακίες με την σέσουλα, δηλαδή χωρίς μέτρο. Καλούμπα καλείται το κουβάρι του σπάγκου που χρησιμοποιούμε στον αετό που πετάμε την Καθαρά Δευτέρα.

Την καλούμπα συναντάμε και σε τραγούδι («Αμόλα καλούμπα Κούλα, αμόλα καλού-κακού») με την έννοια «δίνε του γρήγορα Κούλα, κινδυνεύεις».

Καλά ρε αυτός αμολάει τις μαλακιές με την καλούμπα!

Βλ. επίσης αμόλα καλούμπα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Θα φας καμιά ανάποδη και θα δεις τον ουρανό με τα άστρα».

Η συχνή επωδός κάποιας μητέρας η πατρός προς τα άτακτα παιδιά των

Το χαστούκι με την ανάποδη της παλάμης, εκεί που εξέχουν τα κόκαλα και οι χόνδροι.

Άλλο να την φας από την καλή (το μέσα της παλάμης) και άλλο από την ανάποδη.

Άλλο να φας χαρακιά από τον δάσκαλο /-λα με νορμάλ χάρακα και άλλο να έχει ο χάρακας μέταλλο στης ακμές του.

Και αν την αρπάξεις την ανάποδη με φόρα βλέπεις αστεράκια στον ουρανό.

Το παράξενο είναι ο ήχος που ακούγεται διότι με την καλή κάνει πλατς όπως όταν χαστουκίζουμε τα κωλομάγουλα του ψιλομαζόχα παρτενερ μας

Με την ανάποδη όμως; - το αφήνω σε εσάς...

Υπάρχει και το ντουμπλ φας (οι σλανγκοράφτρες ξέρουν). Δηλαδή, ξεκινάμε με την μέσα μεριά της παλάμης, χτυπάμε στόχο, και στη συνέχεια το παίρνουμε 180° 'σα πίσω, και ξανά στον στόχο με ανάποδη.

Μπορούμε και το ανάποδο, αλλά δεν θα έχει δύναμη όπως η ανωτέρω. Διότι αν αρχίσουμε με την μέσα του χεριού, έχουμε ακρίβεια στον στόχο, αλλά η δύναμη έρχεται με την ανάποδη. Αντιθέτως, αν αρχίσουμε με την ανάποδη και τελειώσουμε με την μέσα, έχουμε ακρίβεια στο τέλος αλά λίγη δύναμη

Ο θεός ας σας φωτίσει στην απόφασή σας.

Ολέ.

Αντιμιλούσε το κωλοπαίδι και μου τα έσπασε τόσο που του άστραψα μια ανάποδη που του γύρισε το κεφάλι ανάποδα.

Τον έκανα να δει τον ουρανό με τα άστρα.

Να δεις τώρα πως θα σέβεται

και από τόν ιστό

Kαι εκεί που όλα πάνε καλά. Έχω βάλει πολλά πράγματα σε μια τάξη έρχεται το... χαστούκι.

Για να με ταρακουνήσει. Nα μου θυμίσει ότι πάντα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης.

Για να με συνετίσει. Nα μου δείξει ότι κάπου είμαι λάθος.

Για να με διδάξει. Ότι τίποτα στη ζωή δεν είναι δεδομένο. Oύτε καν αυτά που νομίζεις ότι έχεις κατακτήσει.

Για να με πονέσει. Έστω και λίγο, αρκεί να καταλάβω την διαφορά. Kαι τον πόνο που ενδεχομένως προκάλεσα και εγώ.

Tελικά ένα «χαστούκι» μπορεί να αλλάξει μια ζωή; Tη δική μου;

λεπτομέρεια από την έναστρη νύχτα του Van Gogh (από xalikoutis, 15/04/09)

Συνώνυμα: ξανάστροφη, στραβοπαλαμίδι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα λέει μια παλιά σοφή παροιμία και να σας εξηγήσω τι εννοεί:

Ότι, εάν δεν κοπιάσεις να αποκτήσεις κάποιο αγαθό στην ζωή σου τότε είναι καταδικασμένο να το χάσεις αυτό το αγαθό. Προφανώς, δεν πρόκειται να το εκτιμήσεις επειδή δεν κόπιασες για την απόκτησή του και έτσι δεν το αξιολογείς με την σωστή του τιμή.

- Ωραίο το σπίτι σου, φίλε μου.
- Ναι μωρέ, καλό είναι.
- Τι καλό είναι, μου τσαμπούνας, τα έχει όλα μέχρι και πισίνα εκτός τα 6 δωμάτια και είναι και στο Σούνιο με θέα στον Ατλαντικό.
- Έλα ρε, καλό είναι αλλά θα το πουλήσω, το κληρονόμησα από τον θείο στο Chicago.
- Και ποσό σκέπτεσαι να το δώσεις ;;;
- Καμία κατοστή χιλιάρικα. - Φιλαράκι, αν σοβαρολογείς το παίρνω εγώ.
- Έγινε, αύριο πάμε για τα χαρτιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανέσωστος, ανέσωστη, ανέσωστο (επίθετο): άσωστος.

Ατελείωτος, αυτό που δεν σώνεται (δεν τελειώνει).

- Τον ατελείωτο έχεις ρε στην τουαλέτα; αντε σώνε και χέστηκα απάνω μου!
- Τον ανέσωστο έχω, τι να κάνω, τσίρλα έχω και σκουπίζομαι με χαρτοπόλεμο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκεί που περιμέναμε να τα οικονομήσουμε, τελικά τον φάγαμε τον πούλο. Αντί για διαμάντια πήραμε κάρβουνα. Άλλα περιμέναμε και άλλα πήραμε. Είχαμε υψηλές προσδοκίες αλλά δεν ευδοκίμησαν.

Τελικά διαβάζουμε ότι και τα διαμάντια είναι (από ιστό): Το διαμάντι είναι η τετραεδρική μορφή άνθρακα. Η ισχύς των δεσμών που συνδέουν τα άτομα άνθρακα σε αυτή τη διάταξη είναι η αιτία της σκληρότητας του διαμαντιού και της σχετικής μ' αυτό αξίας χρήσης του.

-Ναι ρε φίλε σου λέω, έδωσα ένα καρό χρήματα να αγοράσω το αυτοκίνητο, αλλά άνθρακας ο θησαυρός, δεν είναι να αγοράζεις μεταχειρισμένο βγήκε μπαγκατέλα...

Σχετικά: άλλη μου 'δειξες, άλλη μου 'μπηξες, τον ήπια

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία