Ιστοκόπι:

Για κάποιον που τρομάζει ή που σαστίζει εύκολα, λέμε συνήθως ότι, «έχασε τ’αβγά και τα καλάθια».

Η φράση αυτή έμεινε από το 1688, όταν την Αθήνα την είχε καταλάβει ο Μοροζίνης με τα στρατεύματα του:

Την εποχή εκείνη είχε πέσει πανώλη και τα κρούσματα ήταν χιλιάδες. Οι στρατιώτες του Μοροζίνη άρχισαν ν’ αποδεκατίζονται στην κυριολεξία. Όλα τα χωράφια, είχαν γίνει νεκροταφεία. Πολλοί λοιπόν, Αθηναίοι, για να σωθούν, πήραν τις οικογένειες τους και τράβηξαν σε διάφορα νησιά.

Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Ιωάννης Ντερζίνης ή Ντερτσίνης - όπως τον αναφέρει ο ιστορικός Αθάν. Υψηλάντης – που έκανε εμπόριο αβγών. Για να μην αφήσει όμως το εμπόρευμα του να χαλάσει, αποφάσισε να το πάρει μαζί του, με την ελπίδα να το πουλήσει στα νησιά. Αλλά στον δρόμο τους επιτέθηκαν Αλγερίνοι κουρσάροι και τους έπιασαν. Όσοι από τους ταξιδιώτες ήταν νέοι και γέροι, κρατήθηκαν αιχμάλωτοι και μεταφέρθηκαν στο Αλγέρι. Τον Ντερτσίνη, που ήταν γέρος και άρρωστος, τον άφησαν ελεύθερο.

Έτσι αναγκάστηκε να γυρίσει ξανά πίσω στην Αθήνα. Φυσικά, πολλοί ενδιαφέρθηκαν τότε να μάθουν για την τύχη των συγγενών τους και τον επισκέπτονταν σπίτι του, για να τους πει τα καθέκαστα.

Έτσι η φράση του αγαθού αυτού αβγουλά, έμεινε μέχρι τα χρόνια μας, με διαφορετική όμως σημασία.

Σε μια Αθηναία, λοιπόν, που είχε χάσει τον άντρα της και έκλαιγε σπαρακτικά, ο Ντερτσίνης της είπε:

- Η αφεντιά σου, κλαις για τον άντρα σου. Αμ τι να πω εγώ ο κακομοίρης, που ’χασα τ' αβγά και τα καλάθια;

(από Vrastaman, 06/03/09)

βλ. περισσότερα για την έκφραση εδώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιστοκόπι:

Από τα παλιά χρόνια, στην Ελλάδα, τα γιατροσόφια έδιναν κι έπαιρναν. Από τα 1800 όμως ως τα 1860 περίπου, ο «κομπογιανιτισμός» είχε σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ.

Η αλήθεια είναι, ότι πολλοί από τους κομπογιαννίτες αυτούς αναδείχτηκαν θαυμάσιοι πρακτικοί γιατροί και έκαναν αληθινά θαύματα, σε καιρούς, μάλιστα, επιδημιών του «μαύρου θανατικού», δηλαδή της πανούκλας. Ήταν θαρραλέοι άνθρωποι, ανθρωπιστές και θυσιάζονταν, πραγματικά, για να σώσουν τον άλλον. Τέτοιος ήταν ο Μικές Τζαννής από τη Ζάκυνθο, ο Παύλος Δάνης από το Αιτωλικό και ο Μηνάς Κρυστάλλης από την Άρτα. Ο λαός τους σεβόταν και τους θεωρούσε αγίους.

Ανάμεσα, όμως, σ’ αυτούς υπήρξαν και οι διάφοροι επιτήδειοι, που προσπαθούσαν με ψευτοπράγματα να κάνουν, δήθεν, καλά, εκείνους που ζητούσαν τη βοήθειά τους. Ένας κομπογιαννίτης π.χ., που έμεινε ξακουστός για τις αγυρτείες του, ήταν ο Παρθένης Νενιμός από τα Γιάννενα, που έζησε γύρω στα 1815. Γι’ αυτόν λέγεται, ότι έστειλε πολλούς Αρβανίτες στον άλλο… κόσμο, θέλοντας να δοκιμάσει τα φάρμακά του πάνω τους.

Αυτοί που αγαπούσαν, χωρίς ν’ αγαπιούνται, για να τους περάσει ο καημός, έπρεπε να φάνε από την πίτα αυτή τρία πρωινά συνέχεια, τελείως νηστικοί. Από το… περίφημο, λοιπόν, αυτό γιατροσόφι, έμεινε η φράση «έφαγε τη χυλόπιτα».

Τρεις μέρες τρώω την αναθεματισμένη χυλόπιτα τώρα. Μπα, δεν γίνεται τίποτα, θα της πληρώσω τη βίζιτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιστοκόπι

Η φράση αυτή, που τη χρησιμοποιούμε αρκετά συχνά και σήμερα, είναι σχετική με το «ανάθεμα» και «αναθεματίζω» και η ιστορία της είναι από παλιά.
Πολύ πριν και από τον Όμηρο ακόμα, εφαρμοζόταν ένας άγραφος νόμος, να λιθοβολούν τον φονιά ή τον αναγγέλοντα δυσάρεστη είδηση για την πόλη. Στον εγκληματία, η τιμωρία του λιθοβολισμού γινόταν στον τόπο όπου αυτός έκανε τον φόνο.
Με τον καιρό, όμως, αντί να λιθοβολούν τον φονιά, απέμεινε η συνήθεια, κάθε φορά που επρόκειτο να στιγματίσουν μια κακή πράξη, να ρίχνουν, όταν περνάνε από ένα ορισμένο σημείο, πέτρες, αναθεματίζοντας απλώς τον δράστη και, στην περίπτωση που δεν τον ανακάλυπταν επίσης.
Αυτό λοιπόν το έθιμο, συνεχίστηκε μέχρι τα χρόνια μας, με την συνήθεια των πολιτών να μαζεύουν σε ορισμένα μέρη πέτρες σωρούς, που τις λένε αναθέματα ή αναθεματίστρες και έλεγαν την ώρα που τις έριχναν: ανάθεμα σε παλιό... (συμπληρώσατε κατά το δοκούν)! Τα ορισμένα μέρη αυτά είναι κορυφές λόφων, σταυροδρόμια ή και τρίστρατα. Στους Νόμους του Πλάτωνα, τον πατροκτόνο ή τον παιδοκτόνο ή τον αδελφοκτόνο τον πήγαιναν σε τρίδρομο μέσα στην πόλη και εκεί οι Αρχές, αφού έριχναν πέτρα πάνω στο κεφάλι του, τον πέταγαν μετά άταφο έξω από τα σύνορα της πόλης.
Γιατί κατά την λαϊκή αντίληψη, σ΄αυτά τα μέρη, τα πονηρά πνεύματα είναι πολύ κακά. Οι πνευματιστές υποστηρίζουν ότι ο λιθοβολισμός γίνεται για να μπορέσει το δαιμόνιο του τόπου να γίνεται ανίσχυρο. Σήμερα αναθεματίζονται και ζωντανοί.

Έριξε πέτρα πίσω του.
Έριξε μαύρο λιθάρι.
Στα Κύθηρα λένε: του πρέπει λιθόσωρος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από το ελαφρύ άνοιγμα του στόματος της αρκούδας όταν είναι έτοιμη να επιτεθεί. Παρατηρείται και στα σκυλιά και ονομάζεται το γέλιο του γελωτοποιού. Μην εφησυχάζετε όταν βλέπετε ένα γέλιο αυτού του τύπου σε ζώα, προσοχή χρειάζεται.

Τώρα, όσο αφορά στους ανθρώπους, το γέλιο αυτού του τύπου πλησιάζει το σαρδόνιο παρά κάτι τις. Δεν πλησιάζει το νευρικό γέλιο που, αυτό είναι μετά δακρύων, ή και όχι.

- Θα περιμένω να δω τ' αποτελέσματα, διότι είμαι βέβαιος ότι θα πέσει το γέλιο της αρκούδας.

- Η απεικόνιση του συγκεκριμένου έχει το γέλιο της αρκούδας, γιατί ο τύπος τεντώνεται σαν να έχει λόρδωση.

- Το γέλιο της αρκούδας όμως ρίχνω με τις δηλώσεις του.

- Καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης έπεφτε το γέλιο της αρκούδας

- Ελένη Πούτση, το γέλιο της αρκούδας!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε οτιδήποτε θέλουμε να δώσουμε έμφαση ότι το κάνουμε. Μέχρι καί το παρακάνουμε.

- Και του έδωσαν και κατάλαβε στο χορό.

- Μπράβο στο συγγραφέα, του έδωσε και κατάλαβε.

- Έδωσε «τροφή» για ρεπορτάζ στους δημοσιογράφους του καναλιού, οι οποίοι του έδωσαν και κατάλαβε.

- Χθες είδα μια ταινία στο dvd στην οποία η πρωταγωνίστρια για να εκδικηθεί τον βιαστή της, πήρε ένα μαύρο στραπ-ον και του έδωσε και κατάλαβε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τρομάζω.
Εκφράσεις όπως το έφαγα φρίκη, φρίκαρα κ.ο.κ. φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα στην εννοιακή ιεραρχία των συναισθημάτων μας από το τρόμαξα...

Δεύτερη φρίκη έφαγα στον νεκροταφείο μετά, καθότι μεγάλη Παρασκευή ήταν και τα 9μερα της γιαγιάς, οπότε είχαμε δέηση, τρισάγιο πως το λένε δεν ξέρω...

Έφαγα τέτοια φρίκη που από το μαγαζί πήγα τον μπόμπο σειρτό μέχρι τις γιαγιάς μου, τον άφησα εκεί και γύρισα με ταξί...

Έφαγα μία φρίκη πριν από λίγο. Κόλλησε ένα CD στο superdrive του MBP. Χρειάστηκε να το ανοίξω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στο Βυζάντιο, όταν οι γυναίκες παντρεύονταν, είχαν το δικαίωμα να παρευρίσκονται με τους άντρες τους στα συμπόσια και στις γιορτές. Μπορούσαν ακόμη να χορέψουν, να τραγουδήσουν και να φλερτάρουν χωρίς παρεξήγηση. Και οι πιο σοβαρές γυναίκες έπαιρναν μέρος σε τέτοιου είδους συγκεντρώσεις , που δεν έμοιαζαν διόλου με τις σημερινές. Φτάνει μόνο να μην παρεκτρέπονταν. Αλλά πώς εννοούσαν την παρεκτροπή; Ένδειξη τίμιας και σοβαρής γυναίκας, την εποχή εκείνη, ήταν να έχει σκεπασμένα τα μαλλιά της και να μη δείχνει ποτέ στους άντρες -ακόμη και στον σύζυγο, στον αδελφό και στον πατέρα- ολόκληρο το πρόσωπό της. Δηλαδή, μπορούσε να διασκεδάσει και να μεθύσει, αλλά το πρόσωπό έπρεπε απαραίτητα να είναι μισοσκεπασμένο. Με λεπτό, λοιπόν, ύφασμα, είχε κρυμμένα το μέτωπο, τα μάγουλα και το πηγούνι. Το ύφασμα αυτό το έλεγαν «τσίπα», βλέπε και τσίπα, η.
Αντίθετα όμως, οι εταίρες, όταν ήθελαν να σκανδαλίζουν τους άντρες -για πείσμα των σοβαρών γυναικών που παρευρίσκονταν στα συμπόσια– σηκώνονταν να χορέψουν τον «τουρλητό», που ήταν ο πιο ανήθικος χορός του καιρού εκείνου. Συγχρόνως άφηναν να τους πέφτει το ύφασμα και να τους ξεσκεπάζει ολόκληρο το πρόσωπο.

Δεν έχει τσίπα στο πρόσωπο. Δεν έχει τσίπα επάνω της.
και Είναι ξετσίπωτη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έμεινα ρέστος - χρεοκόπησα - έμεινα ταπί - έμεινα στον άσσο.

Συνήθως, τα χρήματα τα βάζουμε στις τσέπες μας («τσέπη», λέξη τουρκική Shep, θυλάκιο ενδύματος). Όταν, λοιπόν, δεν έχουμε καθόλου χρήματα και οι τσέπες μας είναι άδειες, τότε έμεινε το ένα πανί της μίας μεριάς της τσέπης απέναντι στο άλλο: «πανί με πανί». (Πανί - μεταγν. παν(ν)-ίον, υποκορ. του μεταγν. πάννος» - λατιν. Pannus - ελλ. δωρ. πάνος (= πήνος, ύφασμα).

Υπάρχει και ο αντίποδας «έχει καβούρια στην τσέπη»: είναι τσιγκούνης (δηλαδή, μεταφορικά, φοβάται να βάλει το χέρι στην τσέπη μήπως και τον δαγκώσει ο κάβουρας).

- Άντε ρε φιλάρα να πάμε καμιά βόλτα.
- Πού να πάω ρε, άντε άσε με, είμαι πανί με πανί...
- Ά ρε σε ξέρω, δε σε ξέρω νομίζεις, παλιοτσιγγκούναρε, καβούρια έχεις στη τσέπη και φοβάσαι να κεράσεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Τι μου λες», «τι μου τραγουδάς», «τι μου τσαμπουνάς».

Η τσαμπούνα, ή σαμπούνα, ή ασκοτσάμπουνο, είναι ένα λαϊκό μουσικό όργανο που ανήκει στην κατηγορία των πνευστών.

Η ιδιαίτερη διάδοσή της στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και λιγότερο στα Ιόνια, συνδέεται με τον ποιμενικό της χαρακτήρα. Στην Κρήτη ονομάζεται ασκομαντούρα, λόγω του τρόπου κατασκευής της.

Μια παραλλαγή της τσαμπούνας, η γκάιντα, η οποία έχει και πιο μεγάλους αυλούς, συναντάται στη Βόρεια Ελλάδα και στα Βαλκάνια.

Μα τι μου τσαμπουνάς;

ΠΟΛΥ ΜΙΛΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΤΣΑΜΠΟΥΝΑΣ ΕΝΑ LABEL, 10 ΠΟΡΝΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΔΗΘΕΝ ΝΤΑΒΑΣ.

Τι συσπείρωση μεταξύ των Ελλήνων τσαμπουνάς, όταν τα συμφέροντα είναι αντικρουόμενα;

Tι καραγκιοζάκια μας τσαμπουνάς ρε Νικολή;

Ρε; ποια αφρόκρεμα μας τσαμπουνάς;

(από ο αυτοκτονημενος, 08/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 08/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ξαναμμένος, -η, -ο (επίθετο) Ετυμολογία: ξανάβω + κατάληξη -μένος Αναψοκοκκινισμένος. Αυτός που έχει ανάψει πάλι και έχει κοκκινίσει.

1) Για τραύματα, αυτό που έχει πάθει φλεγμονή, που είναι ερεθισμένο, φουντωμένο συνώνυμα: πυρωμένος. 2) Αυτός που βρίσκεται σε διέγερση, σε έξαψη.
3) Αυτός που είναι ξεσηκωμένος: «τα πλήθη ήταν ξαναμμένα».
Και το αντίθετα: καταλαγιασμένος.

Αν δείτε στον ύπνο σας πως νιώσατε ξαναμμένος, χωρίς να υπήρχε κανένας εξωτερικός ...

Καλό είναι το όνειρο αν δείτε πως νιώσατε ξαναμμένος από ανηφόρα, ...

Είμαι πολύ ξαναμμένη, θέλεις να κάνουμε τρελλίτσες;

(από ο αυτοκτονημενος, 08/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 08/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία