Άλλος ένας ορισμός του «κάνε γρήγορα».

Άντε ρε, τελείωνε τσάκα-τσάκα να φύγουμε!

(από Vrastaman, 09/12/09)Τσάκα-Τσάκα Khan (απλή συνωνυμία με τον ημέτερο) (από Vrastaman, 09/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Τι μου λες», «τι μου τραγουδάς», «τι μου τσαμπουνάς».

Η τσαμπούνα, ή σαμπούνα, ή ασκοτσάμπουνο, είναι ένα λαϊκό μουσικό όργανο που ανήκει στην κατηγορία των πνευστών.

Η ιδιαίτερη διάδοσή της στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και λιγότερο στα Ιόνια, συνδέεται με τον ποιμενικό της χαρακτήρα. Στην Κρήτη ονομάζεται ασκομαντούρα, λόγω του τρόπου κατασκευής της.

Μια παραλλαγή της τσαμπούνας, η γκάιντα, η οποία έχει και πιο μεγάλους αυλούς, συναντάται στη Βόρεια Ελλάδα και στα Βαλκάνια.

Μα τι μου τσαμπουνάς;

ΠΟΛΥ ΜΙΛΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΤΣΑΜΠΟΥΝΑΣ ΕΝΑ LABEL, 10 ΠΟΡΝΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΔΗΘΕΝ ΝΤΑΒΑΣ.

Τι συσπείρωση μεταξύ των Ελλήνων τσαμπουνάς, όταν τα συμφέροντα είναι αντικρουόμενα;

Tι καραγκιοζάκια μας τσαμπουνάς ρε Νικολή;

Ρε; ποια αφρόκρεμα μας τσαμπουνάς;

(από ο αυτοκτονημενος, 08/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 08/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάνω τσιριτσάντζουλες η τσιριτσάντζολες: δεν είμαι ευθύς, δεν λέω όλη την αλήθεια ή κρύβω την αλήθεια ή μέρος αυτής.

Συνώνυμα: κάνω κόλπα, κάνω λοβιτούρες, κάνω κορδελάκια.

Ρε, άσε τις τσιριτσάντζουλες και λέγε πού το έκρυψες το ρευστό.

Ως τσιριτσάντζουλες, δεν εννοούμε αυτό το είδος καλλιγραφίας; (από allivegp, 12/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από τα δόντια του ψαριού «φαγκρί» ή και του σαργού.

Τα δόντια των ανωτέρω ψαριών έχουν ομοιότητα με των ανθρώπινων δοντιών (δεν γνωρίζω αν και άλλα ψάρια εκτός των φανταρόψαρων έχουν δόντια που μοιάζουν με του ανθρώπου -κάνας ψαρολόγος;;;;).

Όταν λοιπόν κάποιος, στην προσπάθειά του να χαμογελάσει, δείχνει τα δόντια του, λέμε ότι φαγκρίζει.

Μη φαγκρίζεις μωρέ... φυσικά χαμογέλα, αλλιώς θα βγει φάβα η φωτο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαξιωτικός ορισμός για κάποιον, ή λίγο πριν το κλωτσομπουνίδι σε καβγά. Σημαίνει «προσπάθησε να μην εκνευριστείς με τον μαλάκα» ή «κοίτα τον μαλάκα!».

Αυτό όμως προϊδεάζει τον ακούοντα ότι ο λέγοντας χαρακτηρίζει κάποιον (τον ταμπελιάζει μαθές) και ΨΙΛΟσυφιλιάζει τον ακούοντα, διότι δεν του δίνει την δυνατότητα να «φάει» τον μαλάκα από μόνος του και κατ' επέκταση να κρίνει αφεαυτού τον μαλάκα.

- Για κοίτα στην τηλεόρασή, ο/η (βάλτε όποιον θέλετε διότι όσοι βγαίνουν στο γυαλί) ... - Ναι, για κοίτα, ΦΑΤΕ ΕΝΑ ΜΑΛΑΚΑ ΡΕ!

Βλέπε και τρώω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πτωχεύω, καταστρέφομαι οικονομικά.

Στα παλιά χρόνια πολλοί πτωχεύσαντες οικονομικά έδεναν λίθον επί τον λαιμού των και φούνταραν εις το Παλαιόν Φάληρον

-Κοίτα ρε αυτόν με τα γένια, τον άπλυτο…
-Ε, και τι; -Ρε ξέρεις ποιος ήταν πριν 5 χρόνια;
-Εεε ναι, ξέρω, αλλά τώρα φαλίρισε ο δόλιος!

Βλ. φαλιμέντο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρίχνω φάπα, επίσης και σφαλιαρίζω.

Και επειδή δεν υπάρχει και περιγραφή, είναι ως εξής:

Με την χείρα ανορθωμένη, την καταφέρομε καθέτως και με ταχύτητα προς το σβέρκο του δεχόμενου την φάπα.

Υπάρχει δε φόβος, επειδή από το σβέρκο περνάνε κάποια νεύρα, να προξενήσεις βλάβη στον δεχόμενο την φάπα και να τον μισερώσεις.

Στο βικιλεξικό αναφέρεται και σαν συνώνυμο το ράπισμα που, όμως, είναι λάθος. Το ράπισμα είναι το χαστούκι ενώ η φάπα πέφτει στο σβέρκο.

Κάτσε καλά, μικρέ, γιατί θα φας τις φάπες τις ζωής σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το φίδι όλοι ξέρουμε τι είναι. Το «κολοβό» ως έννοια προσδιορίζει την έλλειψη ενός μέλους του σώματος. Τα σαμιαμίδια για παράδειγμα επιτρέπουν την αποκοπή της ουράς τους ώστε οι θηρευτές να ασχολούνται με κάτι καθώς αυτά την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια. Η ουρά τους άλλωστε θα ξαναφυτρώσει.

Αναφορικά με το ανθρώπινο είδος, φίδια κολοβά αποκαλούνται όσοι χαρακτηρίζονται από την συστροφή, φαγωμάρα και χαμέρπεια του φιδιού ενώ εξαπολύουν ύπουλο κτύπημα. Η εικόνα του αποκομμένου μέλους («κολοβό») παραπέμπει στον κομπλεξικό χαρακτήρα των ανθρώπων αυτών.

Είσαι φίδι κολοβό και μη σε ξαναδώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχει το φυτό φλόμο.

Το τρίβουμε σε νερόλακκους με θαλασσινό νερό (δίπλα στα βράχια της θάλασσας), με αποτέλεσμα να ζαλίσουμε τις γαριδούλες και να τις πιάσουμε για δόλωμα.

Επίσης, το γαλακτώδες υγρό που προκύπτει από το τρίψιμο του φλόμου, το τοποθετούν μερικοί σε πλαστικά μπουκάλια και το εκτοξεύουν πιέζοντας το μπουκαλάκι μέσα σε θαλάμια χταποδιών, με αποτέλεσμα να τα φλομώσουν και να βγουν από τα θαλάμια τους.

Εν ολίγοις φλομώνω = ζαλίζω, σκουτουριάζω.

  1. Μας φλόμωσες με τις μαλακίες σου.

  2. Όξω ρε από την καλύβα, μας φλόμωσες με τις κλανιές σου!

  3. Μας φλόμωσες με τα ψέματά σου.

(από ο αυτοκτονημενος, 21/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φορνέλο / φουρνέλο: Το φορνέλο είναι ο μικρός φούρνος στα ιταλικά και λόγο σχήματος οι μικροί κολπίσκοι.

Σαν φουρνέλο (blast) είναι η τοποθέτηση δυναμίτη (ΤΝΤ) σε τρύπες που ανοίγουν σε βράχους προκειμένου να τους σπάσουν / σχίσουν.

Βάρδα ψυχή μου, βάρδα
και πάρτα όλα σβάρνα
Αυτός που θ' αγαπήσει
μπορεί και να μισήσει
Βάλε φουρνέλο κάψ' την
κι ας γίνουν όλα στάχτη
αφού μακριά σου τρέχει
κανείς δεν θα την έχει.

Κράτος μπουρδέλο, βάλτε του φουρνέλο.

“Όλη μέρα στο φουρνέλο και το βράδυ στο μπουρδέλο”.

Σε μισώ μα και σε θέλω,
το κεφάλι μου φουρνέλο,
που μου καίει το μυαλό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία