«Έφαγε το ξύλο της χρονιάς του.»

1) Στο Μεσαίωνα, οι περισσότεροι μαθητές προτιμούσαν να το σκάνε από τις τάξεις τους παρά να πηγαίνουν στα μαθήματα τους.

Οι δάσκαλοι πάλι ήταν σωστοί δεσμοφύλακες. Όταν ένας μαθητής δεν ήξερε να απαντήσει σε μια ερώτηση, δενόταν χειροπόδαρα και μεταφερόταν στα υπόγεια του σχολείου, όπου έκανε συντροφιά στους ποντικούς (αρούρια) που ζούσαν εκεί κάτω. Άλλοτε πάλι τον έγδυναν και τον άφηναν ώρες στο κρύο. Στην πρώτη σειρά ήταν το ξύλο. Με κάτι ειδικές βέργες, ο δάσκαλος έπιανε το παιδί, του έβγαζε τα παπούτσια και το χτυπούσε κάτω από τις πατούσες (φάλαγκα). Τα απάνθρωπα αυτά μαρτύρια γινόντουσαν σε όλα τα σχολεία τις Ευρώπης. Στην Αγγλία καταργήθηκαν μόλις το 18ο αιώνα. Για αυτό όμως και ο κόσμος εκεί έμεινε αγράμματος.

Τα παιδιά προτιμούσαν να το σκάνε, όχι μόνο από τα σχολεία, αλλά και από τα σπίτια τους. Στο τέλος καταντούσαν αλήτες, κλέφτες και πολλές φορές εγκληματίες.

Στο Βυζάντιο οι δάσκαλοι ήταν, σχεδόν όλοι, καλόγεροι και παπάδες. Φυσικά έδερναν κι αυτοί τους μαθητές, αλλά μόνο μια φορά τον χρόνο. Το ξύλο όμως αυτό ήταν δυνατό και αντιστοιχούσε με το ξύλο της χρονιάς.

2) Ο δάσκαλος είχε το χάρακά του, που μ’ αυτόν χειροτονούσε τον αμελέτητο ή άτακτο μαθητή. Έτσι, τρώγοντας το ξύλο της γνώσης, ο μαθητής δεν θα ξαναπήγαινε αδιάβαστος στο σχολείο. Λένε μάλιστα, πως το ξύλο αυτό ήταν από… μηλιά, για να θυμίζει ότι, το ξύλο… βγήκε από τον Παράδεισο. Άλλοι λέγανε ότι είναι από κερασιά, επειδή το ξύλο της είναι μαλακό και γερό.

- Ναι ρε πούστη μου, τον είδα στο δρόμο και τον παρακολούθησα από πίσω.
- Και... λέγε ρε, τι έγινε;;;
- Τι να γίνει, τον στρίμωξα σε ένα στενάκι παρακάτω και του έδωσα το ξύλο της χρόνιας του, να μάθει άλλη φορά να γραφεί μαλακίες λήμματα στο slang.gr. Τον έστειλα διακοπές στο Κ.Α.Τ. hotel.

«Έφαγε το ξύλο της χρονιάς του» λέμε, όταν μαθαίνουμε πως κάποιος τις έφαγε για τα καλά.

«...και νομίζοντας ότι έχω σύρμα στο καπέλο, μ΄αρπάζει και τρώω το ξύλο τις χρονιάς κι απ’ αυτόν...»

Παρά τις συστάσεις της μάνας της, η Σωτηρία συνέχιζε το βιολί της, ώσπου έφαγε το ξύλο της χρονιάς της.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δόξα και τιμή στο μεθύσι.

Συμβουλή: Όταν πάτε για να μεθύσετε (σκόπιμα), βγάλτε του τα μάτια, μη καταλαβαίνετε ούτε αλκοτέστ, ούτε και τίποτα άλλο. Απλά, αν θέλετε να ζήσετε, βάλτε κάποιον άλλο να οδηγήσει. Κατά τα άλλα, γαμήστε του τα ράμματα.

Καλό θα είναι όμως, να ρίξετε και μια ματιά σαν asist στην λίστα παρακάτω. Όχι ότι δεν τα ξέρετε, αλλά έτσι, κουβέντα να γίνεται μωρές…

Πόδια κρύα και υγρά: Κρατάτε το ποτήρι σε λάθος γωνία. Στρίψτε το ποτήρι, ώστε το άνοιγμά του να έχει κατεύθυνση προς το ταβάνι.

Μπίρα παράξενα άχρωμη και άγευστη: Το ποτήρι είναι άδειο. Βρείτε κάποιον να σας κεράσει άλλη.

Ο απέναντι τοίχος είναι γεμάτος φώτα: Έχετε πέσει ανάσκελα. Σηκωθείτε και δεθείτε στο μπαρ.

Το στόμα σας γέμισε με αποτσίγαρα: Έχετε πέσει μπρούμυτα, ή πίνετε από το σταχτοδοχείο.
Η ίδια της προηγούμενης περίπτωσης.

Η μπίρα είναι άγευστη. Το πουκάμισό σας είναι υγρό.:
Το στόμα σας είναι κλειστό, ή το ποτήρι πήγε σε λάθος περιοχή του προσώπου. Πηγαίνετε στην τουαλέτα και κάντε πρακτική εξάσκηση μπροστά στον καθρέφτη.

Πόδια ζεστά και υγρά: Μειωμένος έλεγχος της ουροδόχου κύστεως. Στηθείτε δίπλα στο κοντινότερο σκυλί κι αρχίστε να παραπονιόσαστε για την... εκπαίδευσή του.

Το πάτωμα φαίνεται θολό:
Το κοιτάζετε μέσα απ' τον πάτο του άδειου ποτηριού σας. Ξαναγεμίστε το.

Το πάτωμα κινείται: Σας κουβαλάνε έξω. Πέστε τους να σας πάνε σ' ένα άλλο μπαρ.

Η αίθουσα φαίνεται ασυνήθιστα σκοτεινή: Το μπαρ έκλεισε. Σιγουρευτείτε ότι ο μπάρμαν ξέρει τη διεύθυνσή σας.

Το ταξί, τελείως ξαφνικά, παίρνει μια πολύχρωμη όψη: Η κατανάλωση μπίρας υπερέβη τη δυνατότητα και τα όριά σας. Καλύψτε το στόμα σας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ξαναμμένος, -η, -ο (επίθετο) Ετυμολογία: ξανάβω + κατάληξη -μένος Αναψοκοκκινισμένος. Αυτός που έχει ανάψει πάλι και έχει κοκκινίσει.

1) Για τραύματα, αυτό που έχει πάθει φλεγμονή, που είναι ερεθισμένο, φουντωμένο συνώνυμα: πυρωμένος. 2) Αυτός που βρίσκεται σε διέγερση, σε έξαψη.
3) Αυτός που είναι ξεσηκωμένος: «τα πλήθη ήταν ξαναμμένα».
Και το αντίθετα: καταλαγιασμένος.

Αν δείτε στον ύπνο σας πως νιώσατε ξαναμμένος, χωρίς να υπήρχε κανένας εξωτερικός ...

Καλό είναι το όνειρο αν δείτε πως νιώσατε ξαναμμένος από ανηφόρα, ...

Είμαι πολύ ξαναμμένη, θέλεις να κάνουμε τρελλίτσες;

(από ο αυτοκτονημενος, 08/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 08/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Τι μου λες», «τι μου τραγουδάς», «τι μου τσαμπουνάς».

Η τσαμπούνα, ή σαμπούνα, ή ασκοτσάμπουνο, είναι ένα λαϊκό μουσικό όργανο που ανήκει στην κατηγορία των πνευστών.

Η ιδιαίτερη διάδοσή της στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και λιγότερο στα Ιόνια, συνδέεται με τον ποιμενικό της χαρακτήρα. Στην Κρήτη ονομάζεται ασκομαντούρα, λόγω του τρόπου κατασκευής της.

Μια παραλλαγή της τσαμπούνας, η γκάιντα, η οποία έχει και πιο μεγάλους αυλούς, συναντάται στη Βόρεια Ελλάδα και στα Βαλκάνια.

Μα τι μου τσαμπουνάς;

ΠΟΛΥ ΜΙΛΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΤΣΑΜΠΟΥΝΑΣ ΕΝΑ LABEL, 10 ΠΟΡΝΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΔΗΘΕΝ ΝΤΑΒΑΣ.

Τι συσπείρωση μεταξύ των Ελλήνων τσαμπουνάς, όταν τα συμφέροντα είναι αντικρουόμενα;

Tι καραγκιοζάκια μας τσαμπουνάς ρε Νικολή;

Ρε; ποια αφρόκρεμα μας τσαμπουνάς;

(από ο αυτοκτονημενος, 08/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 08/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έμεινα ρέστος - χρεοκόπησα - έμεινα ταπί - έμεινα στον άσσο.

Συνήθως, τα χρήματα τα βάζουμε στις τσέπες μας («τσέπη», λέξη τουρκική Shep, θυλάκιο ενδύματος). Όταν, λοιπόν, δεν έχουμε καθόλου χρήματα και οι τσέπες μας είναι άδειες, τότε έμεινε το ένα πανί της μίας μεριάς της τσέπης απέναντι στο άλλο: «πανί με πανί». (Πανί - μεταγν. παν(ν)-ίον, υποκορ. του μεταγν. πάννος» - λατιν. Pannus - ελλ. δωρ. πάνος (= πήνος, ύφασμα).

Υπάρχει και ο αντίποδας «έχει καβούρια στην τσέπη»: είναι τσιγκούνης (δηλαδή, μεταφορικά, φοβάται να βάλει το χέρι στην τσέπη μήπως και τον δαγκώσει ο κάβουρας).

- Άντε ρε φιλάρα να πάμε καμιά βόλτα.
- Πού να πάω ρε, άντε άσε με, είμαι πανί με πανί...
- Ά ρε σε ξέρω, δε σε ξέρω νομίζεις, παλιοτσιγγκούναρε, καβούρια έχεις στη τσέπη και φοβάσαι να κεράσεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στο Βυζάντιο, όταν οι γυναίκες παντρεύονταν, είχαν το δικαίωμα να παρευρίσκονται με τους άντρες τους στα συμπόσια και στις γιορτές. Μπορούσαν ακόμη να χορέψουν, να τραγουδήσουν και να φλερτάρουν χωρίς παρεξήγηση. Και οι πιο σοβαρές γυναίκες έπαιρναν μέρος σε τέτοιου είδους συγκεντρώσεις , που δεν έμοιαζαν διόλου με τις σημερινές. Φτάνει μόνο να μην παρεκτρέπονταν. Αλλά πώς εννοούσαν την παρεκτροπή; Ένδειξη τίμιας και σοβαρής γυναίκας, την εποχή εκείνη, ήταν να έχει σκεπασμένα τα μαλλιά της και να μη δείχνει ποτέ στους άντρες -ακόμη και στον σύζυγο, στον αδελφό και στον πατέρα- ολόκληρο το πρόσωπό της. Δηλαδή, μπορούσε να διασκεδάσει και να μεθύσει, αλλά το πρόσωπό έπρεπε απαραίτητα να είναι μισοσκεπασμένο. Με λεπτό, λοιπόν, ύφασμα, είχε κρυμμένα το μέτωπο, τα μάγουλα και το πηγούνι. Το ύφασμα αυτό το έλεγαν «τσίπα», βλέπε και τσίπα, η.
Αντίθετα όμως, οι εταίρες, όταν ήθελαν να σκανδαλίζουν τους άντρες -για πείσμα των σοβαρών γυναικών που παρευρίσκονταν στα συμπόσια– σηκώνονταν να χορέψουν τον «τουρλητό», που ήταν ο πιο ανήθικος χορός του καιρού εκείνου. Συγχρόνως άφηναν να τους πέφτει το ύφασμα και να τους ξεσκεπάζει ολόκληρο το πρόσωπο.

Δεν έχει τσίπα στο πρόσωπο. Δεν έχει τσίπα επάνω της.
και Είναι ξετσίπωτη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τρομάζω.
Εκφράσεις όπως το έφαγα φρίκη, φρίκαρα κ.ο.κ. φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα στην εννοιακή ιεραρχία των συναισθημάτων μας από το τρόμαξα...

Δεύτερη φρίκη έφαγα στον νεκροταφείο μετά, καθότι μεγάλη Παρασκευή ήταν και τα 9μερα της γιαγιάς, οπότε είχαμε δέηση, τρισάγιο πως το λένε δεν ξέρω...

Έφαγα τέτοια φρίκη που από το μαγαζί πήγα τον μπόμπο σειρτό μέχρι τις γιαγιάς μου, τον άφησα εκεί και γύρισα με ταξί...

Έφαγα μία φρίκη πριν από λίγο. Κόλλησε ένα CD στο superdrive του MBP. Χρειάστηκε να το ανοίξω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε οτιδήποτε θέλουμε να δώσουμε έμφαση ότι το κάνουμε. Μέχρι καί το παρακάνουμε.

- Και του έδωσαν και κατάλαβε στο χορό.

- Μπράβο στο συγγραφέα, του έδωσε και κατάλαβε.

- Έδωσε «τροφή» για ρεπορτάζ στους δημοσιογράφους του καναλιού, οι οποίοι του έδωσαν και κατάλαβε.

- Χθες είδα μια ταινία στο dvd στην οποία η πρωταγωνίστρια για να εκδικηθεί τον βιαστή της, πήρε ένα μαύρο στραπ-ον και του έδωσε και κατάλαβε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από το ελαφρύ άνοιγμα του στόματος της αρκούδας όταν είναι έτοιμη να επιτεθεί. Παρατηρείται και στα σκυλιά και ονομάζεται το γέλιο του γελωτοποιού. Μην εφησυχάζετε όταν βλέπετε ένα γέλιο αυτού του τύπου σε ζώα, προσοχή χρειάζεται.

Τώρα, όσο αφορά στους ανθρώπους, το γέλιο αυτού του τύπου πλησιάζει το σαρδόνιο παρά κάτι τις. Δεν πλησιάζει το νευρικό γέλιο που, αυτό είναι μετά δακρύων, ή και όχι.

- Θα περιμένω να δω τ' αποτελέσματα, διότι είμαι βέβαιος ότι θα πέσει το γέλιο της αρκούδας.

- Η απεικόνιση του συγκεκριμένου έχει το γέλιο της αρκούδας, γιατί ο τύπος τεντώνεται σαν να έχει λόρδωση.

- Το γέλιο της αρκούδας όμως ρίχνω με τις δηλώσεις του.

- Καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης έπεφτε το γέλιο της αρκούδας

- Ελένη Πούτση, το γέλιο της αρκούδας!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιστοκόπι

Η φράση αυτή, που τη χρησιμοποιούμε αρκετά συχνά και σήμερα, είναι σχετική με το «ανάθεμα» και «αναθεματίζω» και η ιστορία της είναι από παλιά.
Πολύ πριν και από τον Όμηρο ακόμα, εφαρμοζόταν ένας άγραφος νόμος, να λιθοβολούν τον φονιά ή τον αναγγέλοντα δυσάρεστη είδηση για την πόλη. Στον εγκληματία, η τιμωρία του λιθοβολισμού γινόταν στον τόπο όπου αυτός έκανε τον φόνο.
Με τον καιρό, όμως, αντί να λιθοβολούν τον φονιά, απέμεινε η συνήθεια, κάθε φορά που επρόκειτο να στιγματίσουν μια κακή πράξη, να ρίχνουν, όταν περνάνε από ένα ορισμένο σημείο, πέτρες, αναθεματίζοντας απλώς τον δράστη και, στην περίπτωση που δεν τον ανακάλυπταν επίσης.
Αυτό λοιπόν το έθιμο, συνεχίστηκε μέχρι τα χρόνια μας, με την συνήθεια των πολιτών να μαζεύουν σε ορισμένα μέρη πέτρες σωρούς, που τις λένε αναθέματα ή αναθεματίστρες και έλεγαν την ώρα που τις έριχναν: ανάθεμα σε παλιό... (συμπληρώσατε κατά το δοκούν)! Τα ορισμένα μέρη αυτά είναι κορυφές λόφων, σταυροδρόμια ή και τρίστρατα. Στους Νόμους του Πλάτωνα, τον πατροκτόνο ή τον παιδοκτόνο ή τον αδελφοκτόνο τον πήγαιναν σε τρίδρομο μέσα στην πόλη και εκεί οι Αρχές, αφού έριχναν πέτρα πάνω στο κεφάλι του, τον πέταγαν μετά άταφο έξω από τα σύνορα της πόλης.
Γιατί κατά την λαϊκή αντίληψη, σ΄αυτά τα μέρη, τα πονηρά πνεύματα είναι πολύ κακά. Οι πνευματιστές υποστηρίζουν ότι ο λιθοβολισμός γίνεται για να μπορέσει το δαιμόνιο του τόπου να γίνεται ανίσχυρο. Σήμερα αναθεματίζονται και ζωντανοί.

Έριξε πέτρα πίσω του.
Έριξε μαύρο λιθάρι.
Στα Κύθηρα λένε: του πρέπει λιθόσωρος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία