Βουβαμάρα, σιωπή, το αντίδοτο του μιλάω!

Όταν λοιπόν κάποια σου μιλάει, τότε εσύ βουβαίνεσαι (Προσοχή, μόνον αν έχεις κάνει κουτσουκέλα ).

Άστην να χτυπιέται σαν μιξεράτσι (Κ)*. Κούνα καμιά φορά το χέρι σου όταν σου μιλάει σα να θέλεις να πεις κάτι για να έχει και την ικανοποίηση του να σου πει μιλάω! και μετά κατέβασε το κεφάλι και άστην να λέει, άστην να πει.

** (Κ)=Κρητικάτσι*

- Kόοοτ κοτ κοτ... κοτ κοτ κόοοτ κοτ κοτ...
- Μαα....
- ΜΙΛΑΩ... κόοοτ κοτ κοτ κοτ κόοοτ κοτ...
- (Βούβα, μαλάκα, γιατι θα τις αρπάξεις, τα εχει πάρει ανάποδα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι κάποιος είναι τραγικά κοντός.

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, ζουμπάς, κοντοπίθαρος, τάπα, Κοντορεβιθούλης, κουβάς, πικιπόκο, μισοριξιά, και χαμένε (διότι είναι τόσο μικρός - που δεν τον βλέπεις)

  1. - Τα έμαθες για τον Νικόλα; - Τι, για πε;
    - Να ρε, επιχείρησε να αυτοκτονήσει ο φουκαράς...
    - Γιατί μωρέ ο καημένος;
    - Έχασε στο χρηματιστήριο και πήγε και πήδηξε από το μπαλκόνι του στον πρώτο όροφο.
    - Καλά ρε με δουλεύεις, αφού μου λες «επιχείρησε»!
    - Ναι ρε, καλά λέω, τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και πιάστηκε από το ρείθρο του πεζοδρομίου και γλύτωσε.
    - ;;;;;;;;;
  1. Είναι τόσο κοντός αδελφέ μου που, όταν αλλάζει λάδια στο αυτοκίνητό του, στον δρόμο μπροστά από το σπίτι του, πάει κάτω από αυτό και έχει τα χέρια στην ανάταση και ξεβιδώνει την τάπα του Κάρτερ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πακέτο βρισιών που αφορούν στα θρησκευτικά πιστεύω του άλλου και δη χριστιανού.

Συνώνυμο: «κατεβάζω καντήλια».

Τη γαμοσταύρισε την γυναίκα του Κυριακή πρωί και έφυγε για την εκκλησία να ακούσει την λειτουργία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από το ελαφρύ άνοιγμα του στόματος της αρκούδας όταν είναι έτοιμη να επιτεθεί. Παρατηρείται και στα σκυλιά και ονομάζεται το γέλιο του γελωτοποιού. Μην εφησυχάζετε όταν βλέπετε ένα γέλιο αυτού του τύπου σε ζώα, προσοχή χρειάζεται.

Τώρα, όσο αφορά στους ανθρώπους, το γέλιο αυτού του τύπου πλησιάζει το σαρδόνιο παρά κάτι τις. Δεν πλησιάζει το νευρικό γέλιο που, αυτό είναι μετά δακρύων, ή και όχι.

- Θα περιμένω να δω τ' αποτελέσματα, διότι είμαι βέβαιος ότι θα πέσει το γέλιο της αρκούδας.

- Η απεικόνιση του συγκεκριμένου έχει το γέλιο της αρκούδας, γιατί ο τύπος τεντώνεται σαν να έχει λόρδωση.

- Το γέλιο της αρκούδας όμως ρίχνω με τις δηλώσεις του.

- Καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης έπεφτε το γέλιο της αρκούδας

- Ελένη Πούτση, το γέλιο της αρκούδας!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν κάποιος λέει καραμαλακίες και του την λες ευγενικά. Όπως αντί «άντε και γαμήσου» λες «άντε και γονιμοποιήσου», τώρα αν είναι και πιτσιρικάς και λέει μαλακιούλες το ίδιο του λες, δίνοντάς του να καταλάβει ότι πρέπει να κάνει μπρακ.

από τον ιστό:

Ο ΜΑΛΑΚΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΙΚΗΤΟΣ. Οι 22 τύποι του μαλάκα! - για να βρείτε αυτόν που σας ταιριάζει…! 1. Ο ορατός: κοίτα ένα μαλάκα 2. Ο τεφάλ: ξεκόλλα ρε μαλάκα 3. Ο σταθερός: έμεινε μαλάκας 4. Ο αδιόρθωτος: ε τον μαλάκα 5. Ο επώνυμος: έλα ρε Μαλάκα 6. Ο νυχτωμένος: ξύπνα μαλάκα 7. Ο χαμένος: που σε ρε μαλάκα; 8. Ο φευγάτος: την έκανε ο μαλάκας 9. Ο βαθμοφόρος: ά, τον αρχιμαλάκα 10. Ο αμφίβολος: καλά μαλάκας είσαι; 11. Ο διττός: και πούστης και μαλάκας 12. Ο ευρεσιτέχνης: μαλάκας με πατέντα 13. Ο εμετικός: τα ξέρασε όλα ο μαλάκας 14. Ο καλοδεχούμενος: καλώς τον μαλάκα 15. Ο εξακριβωμένος: είναι τελικά μαλάκας 16. Ο επιρρεπής: Μη γίνεσαι μαλάκας τώρα 17. Ο εκνευριστικός: άι γαμήσου ρε μαλάκα 18. Ο ανεκδιήγητος: μα πόσο μαλάκας νά 'σαι! 19. Ο αργοκίνητος: άντε ρε μαλάκα, κουνήσου 20. Ο φαφλατάς: μιλάμε για πολύ χοντρομαλάκα 21. Ο επαναλαμβανόμενος: την είπε πάλι ο μαλάκας 22. Ο σωβινιστής: μαλάκας μπορεί να είμαι, πούστης όμως όχι!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πάρ' τα όλα ήταν μία σβούρα με 6 έδρες. Οι έδρες ήταν: Βάλε 1, Πάρε 1, Πάρ' τα όλα, Βάλτε όλοι και άλλα δύο που δεν με βοηθάει η μνήμη μου.
Αλλά ρε παιδί μου ήταν κάτι κωλόφαρδοι που πάντα έπαιρναν. Έτσι λέμε και σε κάποιον που τα παίρνει από χίλιες πλευρές.

Καλά ρε Μητσάρα... παίρνεις σύνταξη κι επικουρικό κι ενοίκια και επιτόκια καταθέσεων... Ποιος είσαι ρε μεγάλε; Ο γιος του πάρ' τα όλα;

(από ο αυτοκτονημενος, 27/02/09)(από ο αυτοκτονημενος, 27/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίσης, θα σε ( θα τού) γιουρντήξω.

Σημαίνει: Θα του επιτεθώ και δεν θα καταλαβαίνω τίποτα, δεν θα λογαριάσω απώλειες. Βλ. και το παρεμφερές γιούργια στα παλιούρια.

Θα του ορμίσω λοιπόν με αγριότητα μια και το μυαλό μου έχει τρελαθεί και δεν διέπομαι από τους κανόνες τοις κοινωνίας που ζω. Αν και μέσα μου ένας δεύτερος εγώ μου μού λέει «σταμάτα» αλλά τον καταπιέζει ο πρώτος και άγριος εαυτός μου. Είμαι δηλαδή σε βρασμό ψυχής και πιθανότατα σε κατάσταση προσωρινής σχιζοφρένειας.

Όταν λοιπόν κάποιος γιουρτά σε κάποιον άλλο, ο επιτιθέμενος έχει εκτραχηλιστεί πλήρως και θέλει προσοχή.

Πιθανότατα να προέρχεται από το γιουρούσι που σημαίνει επίθεση.

Κρατάτε με ρε θα του γιουρντήξω, δεν μου τη γλυτώνει, ααααααααααααααααααααααα…

(σ.ς. τα συνεχόμενα ααα είναι ο ήχος του εγκεφαλικού διακόπτη στην αλλαγή από νορμάλ σε σχιζοφρένεια).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γκάβακας, γκαβάδι, γκαβή, γκάβακος.

Ουσιαστικά είναι το ίδιο πράγμα: ο μισότυφλος, όχι ο κανονικός τυφλός, αλλά αυτός που βρίσκεται σε μια νέα κατάσταση, φυσική ή αισθηματική. Στη προσπάθειά του να αναλύσει την κατάσταση (σαν καινούργια που είναι) και να μπλενταριστεί σε αυτήν, δεν βλέπει ή δεν παρατηρεί κάποια προφανή σε άλλους -που έχουν περισσότερο χρόνο σε αυτή την κατάσταση- πράγματα ή αισθήματα.

Το προφανές σε αυτά τα νέα πράγματα ή συναισθήματα, σε αντιδιαστολή με την δυσκολία του νέου να τα δει και να τα αφομοιώσει, δίνει αφορμή στους έχοντας συνηθίσει την νέα αυτή κατάσταση να αναφωνήσουν: «καλά ρε γκάβακα, δεν το βλέπεις, μπροστά σου είναι!».

(το Ν στο πίσω παρμπρίζ του οχήματος = ο οδηγός είναι Νικολάκης ή η Νικολέτα)
Ήχος από λάστιχα που φρενάρουν και παραλίγο τρακάρισμα.

- Καλά ρε γκαβονικολάκη, δεν το είδες το ρημάδι το στοπ; Θέλεις να μας κλείσεις το σπίτι;
- Τι να δω ρε φίλε, το έχουν βάψει με γκραφίτι!
(μονολογώντας και με πρώτη ξεκινά, «τι να του πω τώρα του γκάβακα το σχήμα στον στύλο δεν το κατάλαβε;»)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γκαζμάς, ή αλλέως πως αξίνα. Oμοιάζει με σκαλιστήρι, αλλά σε μεγάλο μέγεθος. Με αυτό σκάβουμε το χώμα (μαλακό και σκληρό): είναι χαμαλοδουλειά / και δεν θέλει ντοκτορά.

Στην ανθρωπoμεριά δένει με τον βλάκα και τον άκομψο, χωρίς τακτ, δίκην ταύρου σε υαλοπωλείο.

Καλυφθείτε ρεεε… γκαζμάς εν όψει, έπονται γκαζμαδιές!

Βλ. και γκασμάς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γλυκό σε σκληρή μορφή με μικρό χερουλάκι και πολύχρωμα σχέδια, η τρελή χαρά των οδοντιάτρων. Και στέκει σεξιστικά επίσης. Βλέπε μπανάνα και παγωτό χωνάκι.

ขนมที่ติดกับปลายไม้ - ταϊλανδέζικα
lollipop - ανγκλέζικα

  1. Εσύ όλη την ώρα με το γλειφιντζούρι πάνω-κάτω (πίπα) κι εμένα η μούρη μου χωμένη όλη την ώρα στο βαζάκι (στο γλειφομούνι)... Δε μας βλέπω καλά!!!!!! Γυναίκα...

  2. Και με ξύπνησε πάνω που ετοιμαζόμουν να γλείψω ένα γλειφιντζούρι ίσα με το...

  3. Σαν παιδάκι που κέρδισε ένα γλειφιντζούρι στο σχολείο: λες και κατάκτησε τον κόσμο.

  4. Τα παιδιά δεν τρώνε από το ίδιο πιάτο, ούτε γλείφουν το ίδιο γλειφιντζούρι.

  5. Όταν ο μικρός Τίμος άνοιξε με φούρια την πόρτα έτοιμος να κάνει πάλι τις σκανταλιές του, έμεινε με το γλειφιντζούρι στο στόμα.

  6. Ο νικητής κερδίζει ένα μαλλιαρό γλειφιντζούρι το οποίο θα παραλάβει από το τραπεζάκι της έδρας, από τον μαύρο κύριο με την κόκκινη μπλουζίτσα και το αστείο καπέλο.

  7. Οι μάνατζερ έχουν προτείνει τους ίδιους σε όλες τις ομάδες που ψάχνουν και περιμένουν ποιος θα... γλείψει πρώτος το «γλειφιντζούρι». Με άλλα λόγια: τίποτα, νούλα.

(από ο αυτοκτονημενος, 01/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 01/03/09)(από vip, 01/03/09)(από vip, 01/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία