Είναι η πολύ αδύνατη γυναίκα (δηλαδή σιγά τη γυναίκα). Να μην συγχέεται με την κωλοπετσωμένη.

Συνώνυμα: δείγμα γυναίκας, ακτινογραφία, οδοντογλειφίδα, μισοριξιά, υποδιαστολή γυναίκας, ολίγον από γυναίκα και απολειφάδι.

Τι με λε ρε ότι είναι μουνάρα, μουνόγδαρμα είναι το απολειφάδι και μας το παίζει κάποια και καλά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τσααακ ακριβώς στη μέση του κούτελου. Το σημείο που ξεκινάει ο χριστιανός ορθόδοξος τον σταυρό του και που λέει ο παπάς «Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι». Αμήν.

Σήκωσε το λέιζερ ο Ηρακλής, μπαμ, εκπυρσοκρότησε και μια λεπτή δέσμη φωτονίων τρύπησε το κεφάλι του Προκρούστη. Tην έφαγε ακριβώς στο δόξα πατρί ο καημένος και δεν θα ξανά κοντύνει ή μακρύνει κανέναν ένι μορ.

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πρόστυχος άνθρωπος, αλλά όχι και ο τσέντο περ τσέντο πρόστυχος, κάτι τις λιγότερο και στο πιο χαϊδευτικό του επιθέτου.

Υπάρχει και η προστυχόφατσα, που καμιά φορά έχει (ή και όχι) την παραπομπή στο επίθετο όταν την μπανίζουμε.

- Και που λες, φόρεσα τον κόκκινο σκατοκόφτη της αδελφής μου και πέταξα τον μπούτσο μου από τα πλάγια... έβλεπα ρε φίλε τον εαυτό μου στον καθρέφτη και γκάβλωνα και ξανά μανά γκάβλωνα αχχχχχ...
- Πάψε ρε παλιό-προστυχάντζα δεν φτάνει που έχεις προστυχόφατσα είσαι και ανωμαλιάρης, ρε πούστη μου…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιφώνημα θαυμασμού σε εξιστορούμενη μαγκιά του άλλου.

Και του λέω «Νώντα μου», ρίχνοντας μια ροχάλα μεγέθους κατοστάρικου στο πάτωμα, «φτού σου ρε και κολύμπα» και μου απαντάει ο μάγκας φτύνοντας με στην μάπα «φτου-σου και σε πιτσιλάω». Άτσααα!!! ρε μεγάλε τι με λες;;;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Θα το βρούμε και σαν συνώνυμο του σαν πούτσα πετάγεται.

Ορίτζιναλι προέρχεται από ένα τραγούδι, που ο στίχος του λέει «Νατη πετιέται».

Λέγεται για αυτούς που πετάγονται από το πουθενά και θέλουν να μας την πουν κιόλας θεωρώντας εαυτόν Προφέσορα. Σε αυτή την περίπτωση λέμε αναμεταξύ μας ειρωνικά νάτος πετιέται.

Και λίγο σεξ να δέσει η σούπα:
Παρομοιάζεται σαν την μπούτσα που πετιέται από το άνοιγμα του πανταλονιού του νεανία, όταν ούτως δει κάτι τι που διεγείρει τας ορμόνας του. Τότε η τεκνατζού αναφωνεί περιχαρής: νάτος πετιέται.

Κωστάκης: ... ναι σε λέω, ήταν 5 πήχες μακρύ το πλοκάμι και ήταν απλωμένο πάνω στον δρόμο, είχε μπλοκάρει την κίνηση των αυτοκινήτωνε!

Μανωλάκης: τελέρε μαλακοπίτουρα, θα μας τρελάνεις ρε, άνοιξες το κουτάκι πάλι;

(…και η ψωλή του κόκορα πετιέται): Ναι, ναι, αλήθεια λέει, το είδα και εγώ!

Κωστάκης και Μανωλάκης: νάτος πετιέται!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο θαμμένος, ο νεκρός, ή αυτός που φυτεύτηκε, τον φύτεψαν τον καθαρίσανε.

Συναντάται και ως: θα του φυτέψω μια σφαίρα στο κεφάλι / καρδιά κ.λπ. κ.λπ.

Και του φύτεψε μια στην καρδιά και μετά τον φύτεψαν down under.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καλείται η εμβόλιμος κατάληψη μιας θέσεως εργασίας, όπως δηλαδή ένας αλεξιπτωτιστής πέφτει σε ένα μέρος από ψηλά, χωρίς να έχει περπατήσει έως εκεί (βλέπε και ταρζανιές).

Έτσι και σε μια εργασία, για να κατανοήσεις πλήρως την δομή και την εύρυθμων λειτουργία της, πρέπει να ξεκινήσεις από το σκούπισμα και μετά κρατς κρουτς κρατς κρουτς να ανέβεις στην ιεραρχία και να το παίξεις διευθυντής.

Αλλά δυτικώς του Ριο Πέκος (δηλαδή: δυστυχώς) υπάρχουν και οι αλεξιπτωτιστές που... τσουπ νάτος στην θέση που υπολόγιζες να κατακτήσεις εσύ και μην τολμήσεις να πεις και τιπτις, την άλλη μέρα σε έκανε ban η πατρωνία του αλεξιπτωτιστού.

-Ναι φίλε μου ο καινούργιος διευθυντής στην τράπεζα είναι τοποθετημένος από την κυβέρνηση.
-Κατάλαβα ρε Σάκη, αλεξιπτωτιστής ο φίλος χμ μμμμ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άνθρωπος, κυρίως ο άνδρας, που δεν ξεκολλάει από την μάνα του.

Είναι αυτός που δεν απογαλακτίστηκε πότε με κύριο ένοχο τη μητέρα του, που, με τον τρόπο της, επηρέασε την ανατροφή του με την μέθοδο της εξάρτησης από αυτήν κάνοντας τον ανίκανο να δομήσει μια άλλη σχέση με κάποια άλλη γυναίκα.

Και, εν κατακλείδι, τον ευνουχίζει (θεωρητικά) για να τον έχει πάντα κοντά της.

(Μαμά:) - Έλα Δημητράκη, έχω τον χυμό σου έτοιμο, έλα να τον ρουφήξεις μωρό μου...
(Δημητράκης, 42 ετώνε:) - Ναι μανούλα, ΕΡΧΟΜΑΙ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καθυστερώ κάτι η κάποιον από το αμερκλάνικο στολ, που σημάνει απώλειά πχ απώλειά στηρίξεως συμπιεστή.

Το τελέφωνο ..... ντριιιν ντριιιν! Σήφακας ...... Πάρ' το ρε Μανωλιό!
Μανωλιός ..... Έλα, ναι, για να δω είναι εδώ ;;
(το χέρι στο μικρόφωνο ο Μανωλιός και ρωτάει τον Σήφακα):
Ρε, το Μιχαλιό είναι, είσαι εδώ ρε ;; Τι να του πω ;;
Σίφακας ...... Στολάρισε τον ρε τον κουζουλό και ότι δεν είμαι εδώ πες του!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το φίδι όλοι ξέρουμε τι είναι. Το «κολοβό» ως έννοια προσδιορίζει την έλλειψη ενός μέλους του σώματος. Τα σαμιαμίδια για παράδειγμα επιτρέπουν την αποκοπή της ουράς τους ώστε οι θηρευτές να ασχολούνται με κάτι καθώς αυτά την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια. Η ουρά τους άλλωστε θα ξαναφυτρώσει.

Αναφορικά με το ανθρώπινο είδος, φίδια κολοβά αποκαλούνται όσοι χαρακτηρίζονται από την συστροφή, φαγωμάρα και χαμέρπεια του φιδιού ενώ εξαπολύουν ύπουλο κτύπημα. Η εικόνα του αποκομμένου μέλους («κολοβό») παραπέμπει στον κομπλεξικό χαρακτήρα των ανθρώπων αυτών.

Είσαι φίδι κολοβό και μη σε ξαναδώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία