Ή, το 'χει μπατάρει στο ντήζελ

Ναυτική ιδιωματική φράση για κάποιον που έγινε πούστης.

Η πολυκύλινδρη μηχανή των μεγάλων πλοίων κατά την διάρκεια του πλου δουλεύει με «βαρύ», σχεδόν αφιλτράριστο, πετρέλαιο μαύρο, το επιλεγόμενο μαζούτ. Κατά κάποιον τρόπο, καίει «αντρίκιο» πετρέλαιο.

Όταν απαιτούνται συνεχείς αλλαγές στην ταχύτητα, όπως όταν το πλοίο εισέρχεται σε λιμάνι, τότε χρειάζεται «λεπτό» πετρέλαιο, καλά φιλτραρισμένο, που να καίγεται γρήγορα ώστε να υπάρχει ταχεία απόκριση της μηχανής. Αυτό είναι το ντήζελ το οποίο θεωρείται και κάπως «γυναικείο» πετρέλαιο λόγω του ραφιναρίσματος που έχει υποστεί.

Όταν το πλοίο πλησιάζει στο λιμάνι, γίνεται προετοιμασία της μηχανής, ώστε να μπορεί να γυρίσει από το κάψιμο του μαζούτ στο κάψιμο του ντήζελ. Να «μπατάρει» δηλαδή από το «αντρικό» στο «γυναικείο» καύσιμο.

'Ετσι και κάποιος όταν το μπατάρει στο ντήζελ, ε, είναι πουστάρα ... πώς να το κάνουμε δηλαδή;

  1. - Ρε συ! Ο Τάσος το μπατάρισε στο ντήζελ ή μου φάνηκε;
    - Τί σου φάνηκε, καημένε; Καίει ντηζελάκι εδώ και χρόνια.

  2. - Βρε, τον Βάγγο σαν κάπως αλλαγμένο τον βρήκα.
    - Ε ναι, αφού το 'χει μπατάρει στο ντήζελ.

γκούχου γκούχου... (από Τσακ εις την μέσην, 24/02/11)

Σχετικό: καίει ντήζελ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από την Ιταλική λέξη zonta που σημαίνει σφήνα.

Χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες ράφτες και τις Ελληνίδες μοδίστρες στην επιδιόρθωση και ανακαίνιση των ρούχων, όταν «προσέθεταν» ένα κομμάτι ύφασμα για να μεγαλώσουν/φαρδύνουν το αρχικό ρούχο. Κατόπιν το πήραν και άλλες κατηγορίες επαγγελμάτων, σιδηρουργία, βυρσοδέψες κλπ., πάντα με την έννοια του «προσθέτω» στο αρχικό υλικό.

Στην 10ετία του '60, έγινε συνώνυμο των εμβόλιμων σκηνών πορνό σε κάποιους κυρίως συνοικιακούς και απόμερους κινηματογράφους. Στην κανονική ταινία, προσέθεταν καμμιά δεκαριά μέτρα από άλλη ταινία, έβαζαν τσόντα δηλαδή, και ο κόσμος άρχισε να πηγαίνει ειδικά γι' αυτές τις εμβόλιμες σκηνές, τις τσόντες.

Μάλιστα όταν ο κινηματογράφος ήταν σχετικά άδειος, το φιλοθεάμον κοινό φώναζε:

«Δείξε τσόντα, θα πεινάσεις»

- Τσόντα ρεεεεε
- Χασάπη, δείξε τσόντα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατόπιν εξασκήσεως γίνομαι καλός σε μία εργασία, σε έναν χειρισμό. Λόγω εμπειρίας έχω αποκτήσει την ικανότητα να κάνω κάτι καλά και με ευκολία.

Το ρήμα μπορεί να τεθεί σε όλους τους χρόνους, πρόσωπα και αριθμούς.

Το κολάι είναι τουρκικής προέλευσης λέξη (kolay) και σημαίνει κάτι το εύκολο, το απλό.

Τώρα, πώς έχει συνδυαστεί ώστε στα Ελληνικά να σημαίνει αυτό που σημαίνει, είναι σλανγκιστικής απορίας άξιον.

- Πού να σ'τα λέω, άσχετος μεν από Linux, αλλά σιγά σιγά του παίρνω το κολάι και με βλέπω σε λίγο καιρό Linuxoμάστορα...

- Πώς τα πάει ο Νικολάκης με το λαπιτόπι που του πήρες;
- Ξεφτέρι ο μπαγάσας. Του πήρε το κολάι με την πρώτη.

- Άλα της ο Τασούλης! Ρε τί μουνάρα είναι αυτή μαζί του; Καλά πότε έγινε αυτός μπήχτης;
- Ε, από τότε που έριξε την Λίλιαν, πήρε το κολάι, ο μπαγάσας!

- Θα τα βγάλετε πέρα ρε με το βενζινάδικο;
- Έλα ρε, τώρα που πήραμε το κολάι, ποιος μας σταματάει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτό που υφίστασαι από το μπίρι-μπίρι, ειδικά όταν δεν το θέλεις.

Έκφραση που την χρησιμοποιούσαν παλαιότερα, αλλά μάλλον περιέπεσε σε αχρηστία.

Οπότε γανώνω = μπιριμπιρίζω και γανωτής = ο μπιριμπιριτζής

Από το αρχαίο ρήμα γανόω = γυαλίζω χάλκινα αντικείμενα. Η επικασσιτέρωση κυρίως των σκευών που σχετίζονται με την παρασκευή φαγητού.

  1. - Μας βρήκε εύκαιρους ο Κώστας και μας άρχισε στο γάνωμα.

  2. - Τί σου έλεγε τόση ώρα ο Μπάμπης ρε συ;
    -Τί να μου έλεγε; με γάνωσε ο πούστης!

  3. - Έχει λέγειν ο Δημητράκης έτσι;
    -Τί λέγειν ρε; μέγας γανωτής είναι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ευθεία, κατ' ευθείαν.

Από το τούρκικο επίρρημα dogru που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

Παλαιότερα εχρησιμοποιείτο πολύ συχνά.
Το είχαμε μάλιστα σλανγκοποιήσει, δίνοντάς του και παραθετικά!

Ντουγρού - ντουγρούτερον - ντουγρούτατον!

  1. - Παρακαλώ πού βρίσκεται ένα φαρμακείο;
    - Ίσα μπροστά σου, ντουγρού.

  2. - Ωχ μωρέ κι εσύ! ντουγρού στου λύκου το στόμα πήγες;

  3. - Πού είναι το μπακάλικο;
    - Ντουγρού μπροστά σου.
    - Δεν το βλέπω... (δεν κοιτάζει ευθεία μπροστά του)
    - Ντουγρούτερον λέμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νικώ, κερδίζω.

Από την λέξη «ρόμβος».

Κάποια παιδικά παιχνίδια (όπως το κουτσό), είχαν έναν ρόμβο που σημείωνε το νικητήριο τέλος της διαδρομής και όποιος έφτανε εκεί πρώτος έκανε ρόμβο-ρόμπο-ρούμπο.

Ρούμπος = η επιτυχία, η νίκη.
Σε ρούμπωσα = σε νίκησα.

Ε, να έχουμε και μία σεμνή λέξη για την νίκη μας. Είπαμε σλανγκ, αλλά αν μας καλέσουν για γκολφ και νικήσουμε, μην πλακώσουμε τον άλλον στα «σου έσκισα τα βάρδουλα ρε πούστη», «σου γάμησα τα πρέκια ρε παπάρα», δεν σηκώνει, θα ξεφτιλιστούμε σε τέτοιο «κωλομεγλειφάτο» περιβάλλον. :-) Ενώ ένα «σας ρούμπωσα» αγαπητέ μου, αφήνει άλλες εντυπώσεις.

- Ποιος κέρδισε στο τάβλι ρε;
- Εγώ ρε, τον ρούμπωσα τον Κώστα.

(από vip, 23/03/09)(από Βασίλης-7, 28/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν υπάρχει ορισμός, ούτε ετυμολογία, ούτε πότε και γιατί το λέμε.

Το χρησιμοποιούμε συνεχώς και αδιαλείπτως.

Απλά ΗΠΑπάρα

Πάει και τελείωσε.

Πάλι την έκαναν την μαλακία τους οι ΗΠΑπάρα!

ΗΠΑπαρα (υπουργείο εξαποδώ) (από Doctor, 17/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το Ισπανικό palavra που σημαίνει λόγια.
Η λέξη παλάβρα είναι σεφαραδίτικης (Ισπανοεβραϊκής) καταγωγής.

Μπήκε στην Ελληνική σαν δάνειο λόγω των μεγάλων εμπορικών συναλλαγών στην προπολεμική Θεσσαλονίκη. Φυσικά εξαπλώθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στην αρχή σήμαινε το ίδιο όπως και στα Ισπανικά, «λέξη, λόγια». Καθώς όμως ήδη υπήρχε το μεσαιωνικό επίθετο «παλαβός», η φωνητική ομοιότητα επέφερε γρήγορα σημασιολογική δείνωση της δάνειας λέξης και έτσι κατάντησε να σημαίνει την «τρέλα».

Και το παράγωγό «παλάβρας», έγινε συνώνυμο του παλαβός.

-Ρε δεν σου φαίνεται ότι ο Τέλης είναι ολίγον τι παλάβρας;
-Το «ολίγον τι» μ' αρέσει!

-Πω πω κάτι παλάβρες που αμολάει ο Νώντας!
-Ε από παλαβό τι περιμένεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ναυτικός ορισμός του πούστη.

Η ετυμολογία της φράσης είναι η ίδια με αυτήν που δίνεται στην φράση το μπατάρισε στο ντήζελ.

- Τί γνώμη έχεις για τον Μάνο;
- Καίει ντήζελ του σκοτωμού!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

..., όπου (μ)πάντα = πλευρά.

Μπορεί να χαρακτηρίσει πρόσωπα, πράγματα, ενίοτε δε και καταστάσεις, όπου οι διαθέσιμες μπάντες, είτε λίγες είναι είτε πολλές, παρουσιάζουν μιαν αξιοσημείωτη ομοιομορφία. Κάτι σαν μονοδιάστατη πολυπλευρικότητα. Είδες την μια μπάντα; τις έχεις δει όλες.

Ένα πολύπλευρο άτομο, μπορεί να τον τον παίρνει «απ' όλες τις μπάντες», να σκυλοπηδιέται «απ' όλες τις μπάντες» και εν γένει να κάνει ένα σωρό ακατονόμαστα «απ' όλες τις διαθέσιμες μπάντες του». Ακόμα και να είναι αρχιμαλάκας, απ' όποια μπάντα και αν τον κοιτάξεις.

Ένα πράγμα είναι δυνατόν να μπάζει «απ' όλες τις μπάντες», αν είναι εξοχικό χτισμένο σε μια νύχτα ή ο πύργος του Δράκουλα, ενώ κάποιο άλλο να τρέχει «απ' όλες τις μπάντες», αν είναι ένα σουρωτήρι που το νομίσατε για κατσαρόλα.

Ακόμα και μια κατάσταση ενδέχεται να βρωμάει «απ' όλες τις μπάντες», αν είναι ανακατεμένο και κάποιο λαμόγιο.

  1. - Καλή μου φαίνεται η Λίλιαν. Ολιγογάμητη.
    - Τί ολιγογάμητη ρε; Λίλιαν και να μην τον παίρνει απ' όλες τις μπάντες γίνεται;

  2. - Τον ψιλοπαίρνει ο Μήτσος ή είναι η ιδέα μου;
    - Όχι πολύ, σκυλοπηδιέται μόνον απ' όλες τις μπάντες.

  3. Τί πράγμα κι αυτός ο Βασίλης! Απ' όποια μπάντα κι αν τον δεις, έναν αρχιμαλάκα βλέπεις.

  4. - Πάμε για Χριστούγεννα στο εξοχικό μου;
    - Ποιο ρε; αυτό το παράπηγμα που μπάζει απ' όλες τις μπάντες; Να πάθουμε καμιά πνευμονία θες;

  5. - Καλή η πρόταση του Αργύρη για τις μετοχές της Φαλιρήμ Α.Ε;
    - Μακριάαα, δεν είναι Φασοπλάστ, ζέχνει απ' όλες τις μπάντες λέμε.

(από Βασίλης-7, 29/04/09)

βλ. και μπάντα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία